Further tags

  1. Το θέμα αυτό εμφανίζεται κατά το χειρισμό μιας σύνθετης δουλειάς, σε εταιρείες, δήμους, οργανισμούς, κλπ. που έχουν κάνει τις ... προόδους στο quality masturance. Εμφανίζεται στα πλαίσια της ανευθυνότητας και της ανοργανωσιάς τους.

'Ετσι, αντί αυτές να ακολουθήσουν ένα οργανωμένο και μεθοδικό πρότζεκτ (βλ. κλασσική έννοια), κάνουν προχειρότητες (χωρίς σχέδιο, μελέτη συνεπειών δράσης, κλπ), την τελευταία στιγμή.

Συνήθως, οι πυροσβεστικές κινήσεις αυτής της μορφής, αντί να λύνουν, δημιουργούν πληθώρα προβλημάτων, αμαυρώνοντας το όνομα της εταιρείας, στερώντας απ' αυτή μελλοντικές συνεργασίες, κάτι που είναι, ότι χειρότερο σε περίοδο ισχυρού ανταγωνισμού και γενικότερης οικονομικής στύσης.

Για την περίπτωση αυτή βλέπε παράδειγμα 1.

  1. Δραστική και μεθοδική επέμβαση (βλ. κλασσική έννοια πρότζεκτ), μόλις ένα πρόβλημα προκύψει με στόχο να επιλυθεί άμεσα, σαν να αντιμετωπιζόταν άμεσα κι οργανωμένα μια πυρκαγιά. (βλ. παράδειγμα 2).

  2. Προσπάθεια αποφυγής λεκτικής σύγκρουσης, ή προσπάθεια διευθέτησης υπάρχουσας διένεξης (βλ. παράδειγμα 3). Εδώ παρομοιάζονται οι παραπάνω αναφερόμενες προσπάθειες, είτε με την προσπάθεια αποφυγής εκδήλωσης πυρκαγιάς, είτε με την προσπάθεια κατάσβεσης της, αντίστοιχα. Επιβοηθητικό ρόλο παίζουν οι καλές επικοινωνιακές πρακτικές.

  3. Αναφορά στο σβήσιμο της ερωτικής φλόγας κάποιου ατόμου (βλ. παράδειγμα 4 και λήμμα φωτιά στα κόκκινα)

  1. Έχω αναφερθεί αρκετές φορές στις αμέλειες ή στην απροθυμία της δημοτικής αρχής να εκφράσει μια συνολική, συγκροτημένη και ολοκληρωμένη πολιτική πρόταση και βούληση για τα ζητήματα που «καίνε» την πόλη. Στην προσπάθεια της βέβαια να μην «καεί», είτε προσπαθεί να κερδίσει χρόνο μέχρι τις επόμενες εκλογές είτε δέσμια των ίδιων των επιλογών της, λειτουργεί πυροσβεστικά και αποσπασματικά. (Δες εδώ)

  2. - Μπορεί να καθόμαστε με τις ώρες, αλλά επεμβαίνουμε άμεσα μόλις εκδηλωθεί βλάβη. Ετσι λειτουργούμε πυροσβεστικά και επιδιορθώνουμε το πρόβλημα αστραπιαία. Αλλιώς, την κάτσαμε τη βάρκα.

  3. - Ως γραμματέας του ΠΑΣΟK έχετε κληθεί αρκετές φορές να λειτουργήσετε πυροσβεστικά σε κοινωνικά μέτωπα που δημιουργεί με επιλογές της η κυβέρνηση, με τελευταίο παράδειγμα αυτό των επιδομάτων.

Από συνέντευξη με τον Κ. Σκανδαλίδη, που δημοσιεύτηκε στις 15-07-2001 (επί κυβερνήσεως ΠΑΣΟΚ). (Δες εδώ)

  1. - Ρε εσύ, η Καλλιόπη, μου πε ότι καίγεται για 'σενα. - Ε, τότε να λειτουργήσω πυροσβεστικά μαζί της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για παρακμιακούς σφίχτερμεν και σβάρτσους, που δεν τους πάει καθόλου η σφιχτεροσύνη, αλλά τους χαλάει.

Από τον Χ. Τσέκο, που είχε αναλάβει την Εθνική ομάδα Άρσης Βαρών και τους έδινε διάφορα περίεργα σκευάσματα, που αποδείχτηκαν παράνομα. Σε μια αποθήκη του βρέθηκαν πολλές ληγμένες ουσίες, το 2004, ενώ φημολογείτο ότι πολλοί σβάρτσοι συνέχιζαν να κάνουν ουρές για να πάρουν τις ουσίες. Από τότε, όταν βλέπουμε ένα παρακμιακό μπιλντέρι χρησιμοποιούμε αυτήν την έκφραση.

-Πώς είναι έτσι αυτός ο κακαμοίρης; Απ' τα ληγμένα του Τσέκου πήρε;

Χ. Τσέκος (από Dirty Talking, 15/03/09)Χ. Τσέκος (από Dirty Talking, 15/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ποδόσφαιρο κακής ποιότητας. Το μη μου άπτου, που όλοι πέφτουν και ξανασηκώνονται αμέσως και ανά δύο λεπτά. Το αδερφίστικο fair game soccer.

Ρε ουστ!

  1. Άντε ρε που θα κάτσω να δώ πορνόσφαιρο...

  2. Ακόμα και το πορνόσφαιρο που δείχνει (η τιβί) σακατεμένο το δείχνει...

Φίλοι (;) και οπαδοί... (από Marco De Sade, 16/03/09)Τουλάχιστον να έπαιζε αυτή η 11αδα, θα βλέπαμε άλλη μπάλα (μπάλες) (από Marco De Sade, 16/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το ποδοσφαιρικό παιχνίδι όπου η μία ομάδα διασύρεται εντελώς. Που αρπάζει από 3 μπαλάκια και πάνω. Που παρακαλάς -αν είναι η ομάδα σου- να τελειώσει η ξεφτίλα, αλλά όχι μόνο δεν τελειώνει, αλλά πιάνει και βροχή και δεν έχεις ομπρέλα.

  2. Η ομάδα για το άθλιο θέαμα που παρουσιάζει.

  1. Είχε ένα πορνό χτές, Μάντσεστερ - Λίβερπουλ, 1 - 4.

  2. Άστα, πορνό είμαστε χτές. Ρουφήξαμε 5 μπαλάκια.

Εδώ οι μπάλες κάνουν ουρά (από Marco De Sade, 16/03/09)Πόσες μπάλες είπαμε;   (από Marco De Sade, 16/03/09)

Βλ. και τσόντα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν τα έξοδα είναι δυσαναλόγως περισσότερα από τα έσοδα.

Λέγεται και το αντίστροφο, αλλά είναι πιο σπάνιο. Το αντίστροφο θα μπορούσε σλανγκικώς να λεχθεί και για αλλαξοκώλη κολομπαρά-κωλομπαρά που παίρνει πιο πολύ απ' ό,τι δίνει ή για μπάι.

Με τέτοια οικονομική στύση κι αυτός ακόμη βγάζει με το τσουβάλι και βάζει με το τσιμπιδάκι!

Got a better definition? Add it!

Published

Φτάνω την ηλικία των τριάντα, σαράντα.

- Λένε ότι άμα ανταρίσεις και δεν έχεις βρει το νόημα της ζωής, πρέπει να αυτοκτονήσεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η ψωροκώσταινα, το χάλι στο οποίο ζούμε. Περιφρονητική και απαξιωτική έκφραση για την κάθε τσαρουχοφέρουσα ψευτο-κυριλέ χώρα που το παίζει μούρη.

  2. Η μπανανία, η χώρα καρπαζοεισπράκτορας.

( Δυστυχώς έχω το κοπιράιτ της έκφρασης )

- Άσε ρε με τα βλαχοδουκάτα των Βαλκανίων...

Άμα η μπάλα παιζόταν με τέτοια, θα είχαμε πάρει και το μουντιάλ (από Marco De Sade, 16/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρακάτω απάνθισμα αρχαίων μπινελικίων προέρχεται από εδώ, από εκεί κι από αλλού.

ἁβροβάτης: λουγκρίτσα με κουνιστό βάδισμα [> αβρός (τρυφερός) + βαίνω (προχωρώ)]
ἁβροβόστρυχος: λουγκρίτσα με κοριτσίστικα κοτσιδάκια κοτσίδες (> αβρός (τρυφερός) + βόστρυχος (κοτσίδα))
ἀγγεῖον: μουνί
ἄμβων: Το μουνόχειλο [> ανά + βαίνω]
ἄντρον: η σπηλιά, το μουνί
ανασεισίφαλλος: η φραπεδιάρα (> ανασείω + φαλλός)
ἀνασύρτολις: η Άντα που κάνει τα πάντα ἀπεψωλημένος: ο αισχρός, ο ξεψωλιάρης. ἀπόψυγμα: σκατό [> αποψύχω (αφήνω κάτι να κρυώσει] ἀποψωλέω: επιδεικνύω την βάλανο την ψωλής μου όπου βρω, λατινιστί: praeputium retrahere alicui [> ψωλή]
ἄροτος: το γαμήσι [> όργωμα]
ἄτρητον: το ξεσκισμένο μουνί [α- επιτακτικό + τρωτόν]

βδέω: κλάνω [> βρωμάω]
βληχώ: το μουνάκι [ > βληχή (αρνάκι μαλλιαρό)]
βορβορόπη: Βρωμομούνα ή βρωμόκωλη (> βόρβορος + οπή) βουβονιῶ: καβλώνω[> βόμβων (πρήξιμο)]
βρῦσσος: μουνί-αχινός [> βρύσσος (αχινός)]
βυττός: μουνί-βαρέλι [> βυττός (βαρέλι)]

γεῖτον: μουνί-μαχαλάς
γίγαρτον: κλειτορίδα [> γίγαρτον (κουκούτσι σταφυλιού)]
γλωττοδεψέω: το γλειφομούνι [> γλώττα + δεψέω (κάνω μαλάξεις)]
γογγύλη: το καλοσχηματισμένο βυζί [> ολοστρόγγυλη]
γυναικοπίπης: ο μπανιστιρτζής [> γυναίκα + οπιπτεύω]

δέλτα: το μουνί, λόγω σχήματος και γονιμότητας.
δελφύς: το μουνί [> βολβός, αγριοκρεμμύδο]
δίδυμος: το αρχίδι [> δις]
διθυραμβοχάνα: το ραψωδικό μουνί-βόρβορος
δορίαλλος: το μουνί
δέλτα: το μουνί
δρομάς: τροτέζα [> δρόμος]

ἑδρόστροφος: πούστης που σου τουρλώνει τον κώλο του [> έδρα + στρέφω]
εἰλίπους: γκομενα που λικνίζει τους γλουτούς της.
ἐκμιαίνω: χύνω [> εκ + μίασμα]
ὲπανθούσα: το ανθηρόμουνο
ὲπιδερμίς: το μουνί
ἐσχάρα: το μουνί [> από το ρήμα ίσχω (εμποδίζω)]
εὔπυγος: γκόμενα με κώλο αναφοράς [> ευ + πυγή]
εὔστρα: το μουνί [εύστρα = σφαγείο όπου καψαλίζουν τα ζώα]

ἡδονοθήκη: το μουνί

θύρα: το μουνί

ἴακχος: το βακχικό ή τραγουδιστό μουνί
ἱπποπόρνος: Πληθωρική πουτάνα, έφιππη πουτάνα
ἰσθμός: το μουνί που σέρνει καράβι

κασσωρίς: πουτανίτσα [> κάσις (αδελφός, εταίρος)]
κῆπος: το μουνί[ > κήπος (μεταφορικά μουνί)]
κίνουρης: αυτός που περπατά κραδαίνοντας την ψωλή του σαν γύφτικο σκεπάρνι [> κινέω + ουρά]
κόκκος: η κλειτορίδα
κοσμάριον: το μουνί-στολίδι [κοσμάριον = στολίδι]
κτένιον: το μουνί-εδώ-ο-κόσμος-χάνεται
κύντερος: ο αναίσχυντος, ο κοπρίτης [> κύων]
κυσαρόν: το μουνί [> κυσανώ (γαμώ)]
κῦσθος: το μουνί [> κυσανώ (γαμώ)]
κυσολαμπίς: το φωτεινό μουνί [> κυσανῶ (γαμώ)]
κύων: η ψωλή [ > κύω (γεννώ)]

λαικαστής: ο έκφυλος [ > λαι (επιτατ.) + πασχητιάω (επιζητώ μίξη παρά φύση)]
λέχριος [ > λέχριος (λεχρίτης)]
λεωφόρος: η πουτάνα
ληκώ: Η ψωλή λοπάς: το μουνί [> λοπάς (πιάτο)]
λόχμη: το τριχωτό μουνί [> λόχμη (θάμνος)]

μανιόκηπος: γκόμενα νυμφομάνα [ > μανία + κήπος (μουνί)]
μέλαθρον: το μουνί
μῖνθος: το σκατό (> μίνθος (ανθρώπινο περίττωμα)
μύζουρις: η τσιμπουκλού[> μυζάω + ουρά (πέος)]
μυλλός: το μουνί [> μύλλος (χείλος)]
μυρρῖνον: το τριχωτό μουνί [> μύρρα (μυρτιά)]
μυρτοχειλίδες: το μουνί μου μοχχοβολάει
μῦσχος: το αφιλόξενο μουνί [> μύσις (κλείσιμο χειλιών)]
μυσχάνη: το αφιλόξενο μουνί [> μύσις (κλείσιμο χειλιών)]

ὄλεθρος: το μουνί

πανδοσία: Η Άντα που κάνει τα πάντα [> παν + δίδω]
πασιπόρνη: πόρνη που παίρνει τους πάντες
πελλάνα: το μουνί [> πέλλα (δέρμα κατεργσμένο)]
περιβασώ: η γυναίκα που καβαλάει τον άνδρα κατά το φίκι-φίκι [> περί + βαίνω]
πίττα: το μουνί με απ' όλα [> πίττα (κολλώδης ουσία, ρετσίνα)]
πιθηκαλώπηξ: ο μπαγαπόντης [> πίθηκος = αλώπηξ]
πλύμα: η ξεπλένω πουτάνα της εσχάτης υποστάθμης [πλύμα (ξέπλυμα)]
πορνοκόπος: ο μπουρδελιάρης
πορνομανής: ο μπουρδελιάρης
πόσθων: ο πουτσαράς [ > πόσθη (πούτσος)]
πτυχή: το μουνί
πτωχελένη: το φτωχομπινεδιάρικο πουταναριό πυγιστής: ο κωλομπαράς [> πυγή]
πύλη: το μουνί της κολάσεως

ῥαφανιδόω: χώνω ραπανάκια στον κώλο κάποιου. Αρχαία τιμωρία για την μοιχεία [ > ῥάφανος (ραπανάκι)]
ῥωποπερπερήθρας: ο φλύαρος, ξερόλας [> ρώπος (φτηνόπραγμα) + πέρπερος (φλυαρία)]

σλακανδρος: το μουνί
σαυλοπρωκτιάω: περπατάω κουνώντας τον κώλο μου.
σαῦλος: ο κουνιστός, η κουνίστρα.
σκύλλη: πουταναριό, σκυλί.
σποδηριλαύρα: σκατοφάγος [σποδή (καταβροχθίζω) + λαύρα (απόπατος)]
σῦκον: το προσφιλές σε όλους μουνί.

τέτανος: η ψωλή η καυλωμένη τιτίς: το μουνί (κυριολεκτικά, το πουλάκι που κελαηδά)

χαλκιδῖτις: η πολύ φτηνή πουτάνα, αυτή που εκδίδεται για ένα χάλκινο νόμισμα.
χοιροπωλεώ: γουρουνιάρα καριόλα [> χοίρος]

- ΕΥΜΕΝΙΟΣ: Αφού γλωττόδεψε την εύπηγο πλην βορβορόπη Λάουρα, η κασσωρίς Λίλιαν μου ξηγήθηκε πιθηκαλώπηκομυζουριά ! Έφτυνα αποψύγματα !

- ΠΕΡΙΚΛΗΣ: Τουλάστιχον εμείς οι λαικαστοί αβροβάτες πλένουμε την ληκώ τα δίδυμά μας πριν! Λέμε τώρα...

« Ω πασιπόρνη και κάπραινα και σαπρά...» (Έρμιππος, απόσπασμα)

«Ειπέ μοι, ω πόσθων εις τον σαυτού πατέρ’ άδεις;» (Αριστοφάνης, Ειρήνη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έξοδος του Σαββατόβραδου θεωρείται για πολλούς η σημαντικότερη έξοδος από τη ρουτίνα της βδομάδας με στόχο τη διασκέδαση και τη χαλάρωση παρέα με φίλους, γνωστούς, συγγενείς, κλπ.

Ωστόσο, όταν κάποιος εντός ή ακόμα και εκτός παρέας, αντιληφθεί πως τα άτομα μιας παρέας δεν είναι δεμένα με πραγματικούς δεσμούς φιλίας και γνήσιου ενδιαφέροντος, άλλα απλά σμίγουν για να περάσουν μαζί λίγες ώρες και τίποτα παραπέρα (π.χ. συζήτηση περί ανέμων και υδάτων, προσωπικές κόντρες, καμιά διάθεση ανοίγματος των προσωπικών του ενός στον άλλον, αδιαφορία για τις ανάγκες του άλλου, ανυπαρξία πνεύματος αλληλοβοήθειας, ανυπαρξία επαφής στις σημαντικές στιγμές κάποιου κλπ), τότε μπορεί να αποκαλέσει αυτό το σύνολο ατόμων ως σαββατοπαρέα.

Μια τέτοια διαπίστωση εμφανίζεται συνήθως σε περίπτωση που κάποιο μέλος της παρέας έχει ψηλά τον πήχη για τους υπόλοιπους ή για κάποιους εξ αυτών, μέχρι να έρθει συγκυριακά η στιγμή που τα συναισθήματα των άλλων δοκιμάζονται και αποδεικνύονται ανεπαρκή για τις προσδοκίες του.

Θεωρούσα πως είχα φίλους, αλλά η πράξη απέδειξε πως μια σαββατοπαρέα ήμασταν. Τίποτα παραπέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Για γυναίκα, όταν ένας Μυνχάουζεν διηγείται ότι έκανε τόσο καλό σεξ σε μια γκόμενα, ώστε αυτή είχε πολλαπλούς οργασμούς.

  2. Για άντρα, όταν κάποιος μαλακίζεται καθ' υπερβολήν.

  3. Γενικώς, όταν συναντάμε στην ζωή μας την απόλυτη ονείρωξη, γυναίκα, άντρα, αυτοκίνητο, κινητό, λήμμα του slang.edu, ή ό,τι άλλο.

Φίλε Σλάνγκε μην το πάρεις για σπεκουλαδορία, αλλά το λήμμα σου μου προκάλεσε πολλαπλούς οργασμούς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified