Further tags

Η πούτσα, ως κάτι υπερβολικά δύσκολο, βλ. και άλλη έννοια του notheitis.

Το ευμέγεθες και σκληρό πέος μεταφορικά.

Διαγωνίστηκα στην σεξολογία. Πολύ παλούκι τα θέματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο με της πουτάνας το κάγκελο. Υποδηλώνει κατάσταση κατά την οποία γίνεται τση μουρλής, ή κατ' άλλους της Πόπης.

Κι εκεί που την είχα βάλει την Ουκρανή κάτω και της μάθαινα ελληνικά (μπορείτε να φανταστείτε) μπουκάρει ένας μπράβος και τη μαχαιρώνει. Του μουνιού το ξέσκισμα έγινε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Πηχτή», ή «ζαλατίνα», ή «σιλαδιά»: Έδεσμα από ζωμό χοιρινού (βλέπε ιστό για συνταγή).

Το κάτι άλλο που κάνει να ζούμε τη ζωή και όχι απλώς να υπάρχουμε (δυναμωτικό + αφροδισιακό).

Επίσης λέγεται και το εκσπερματιζόμενον υγρό, λόγω χρώματος και υφής, ιδίως εάν έχει να εξέλθει μία ολόκληρη εβδομάδα.

Εμ, πως ήθελες να βγει μωρό μου, μια εβδομάδα με τα ρούχα σου, τι περίμενες, με το μαχαίρι το κόβεις.

φετες (από ο αυτοκτονημενος, 16/03/09)φορμαρισμενη (από ο αυτοκτονημενος, 16/03/09)ξεκάρφομα (από ο αυτοκτονημενος, 16/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν μιλάμε βέβαια για τον φούρναρη που κοντεύει να ξεπουλήσει, αλλά γι’ αυτόν που πλησιάζει η ώρα να συναντηθεί με τον Χάρο και να πάρει ότι θα πάρουμε όλοι οι θνητοί δηλ. ένα μέτρο γης και να κοιτάει τα ραδίκια ανάποδα.

Επίσης, λίγα είναι τα ψωμιά σ' αυτόν που δεν έχει μπάρμπα στην Κορώνη, ούτε τα ανάλογα προσόντα (μπαλκόνια με θέα, ισόγειο ευάερο, ευήλιο και προσιτό απ' όλες τις πλευρές, υπόγειο με κολόνες σμιλεμένες από τον καλύτερο τεχνίτη), ώστε να μπορέσει να κρατήσει την δουλεία του σε δύσκολες ώρες περικοπών σκλαβωμένου (εργατικού) δυναμικού.

Ακόμα λίγα είναι τα ψωμιά σε μια σχέση, όταν ο ένας από τους δυο κάνει τη μια κουτσουκέλα πίσω από την άλλη και δεν δίνεται άφεση αμαρτιών.

Η καρέκλα του Φίλιππου τρίζει... Μάλλον είναι λίγα τα ψωμιά του στην εταιρεία...

Μετρημένα τα ψωμιά της Λάουρας στη σχέση της. Κάθε βράδυ καυγαδίζουν γιατί η Λάουρα έχει συνέχεια πονοκέφαλο... άσε τα μηνύματα που βρήκε στο κινητό της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρτούζα συνειρμών στη λέξη αυτή.

Ο όρος θα μπορούσε να προκύπτει εκ:

α) παράφρασης της λέξης προλετάριος, (δες εδώ και εδώ). Μιλάμε για τον κατ' επίφαση προλετάριο, τον κατ' όνομα προλετάριο που λειτουργεί με χρηματοκεντρικά κριτήρια (λεφτά).

β) της λέξης προ (που παραπέμπει στην αγγλική λέξη pro, εκ του professional που σημαίνει επαγγελματίας) και της λέξης λεφτά. Το πακέτο παραπέμπει δηλαδή σε κάποιον που είναι επαγγελματίας λεφτάς. Και επειδή οι λέξεις προλετάριος - προλεφτάριος μορφολογικά μοιάζουν, ο συγκεκριμένος επαγγελματίας λεφτάς αναδίνει, κάπου στο βάθος, άρωμα προλετάριου. Σε πολλές περιπτώσεις θα μπορούσε να γίνει και επαγγελματική αξιοποίηση αυτού του αρώματος (επαγγελματίας πολιτικός, επαναστάτης, κλπ., δες σχετικά το παράδειγμα 3 και το λήμμα Μαρξορθόδοξος).

γ) εκ της λέξης προ (που παραπέμπει στην αγγλική λέξη pro από professional που σημαίνει επαγγελματίας) και της λέξης left (αριστερός). Εδώ το πακέτο παραπέμπει σε κάποιον που είναι επαγγελματίας αριστερός.

δ) εκ της λέξης προ (που παραπέμπει σε πρώην) και της αγγλικής λέξης left (αριστερός). Εδώ το πακέτο παραπέμπει σε κάποιον που είναι: πρώην αριστερός.

  1. Εκ των παραπάνω συνειρμών, αντιλαμβανόμαστε πως η λέξη ενσωματώνει συναφείς νοηματικές παραπομπές.

Εκφέροντας τον όρο, θα μπορούσαμε βάσει των παραπάνω, να χαρακτηρίσουμε ως προλεφτάριο κάποιον πρώην αριστερό, που έχει από χρόνια αντικαταστήσει το σύνθημα «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», με το σύνθημα «Νόμος είναι το δίκιο του Σωκράτη», κάποιον κατ' επίφαση αριστερό, κάποιον γιαλαντζί κομμουνιστή, κάποιον Μαρξ εντ Σπένσερ, που 'χει κάνει θεό του, το μαρούλι, τις αστικές απολαύσεις, που 'χει τα ... κονέ, που κάνει τις μπίζνες, που μπορεί να 'ναι και σκαφάτος και που επιδιώκει πάντοτε να τα περνά ζωή και κότα.

Χαρακτηριστικό τύπο προλετάριου που μεταμορφώθηκε σε προλεφτάριο είχε ενσαρκώσει στην ταινία «Ξύπνα Βασίλη» ο Αλέκος Αλεξανδράκης, όπου το κέρδος ενός λαχείου, μετέβαλλε άρδην τον τρόπο ζωής του, μεταβάλλοντας τον από μαχητικό αγωνιστή της Αριστεράς σε άνθρωπο του κεφαλαίου. (Βλ. παραδείγματα 1, 2 ,3)

  1. Στα πλαίσια χιουμοριστικής εκφοράς του λόγου, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ως προλεφτάριο κάποιον παντελώς άσχετο με την αριστερά, που ζει μέσα στη γκλαμουριά και στη χλίδα. (βλ. παράδειγμα 4)
  1. Και εμείς θα καμαρώνουμε για τον άνθρωπό μας που «νίκησε» και μπήκε στη Βουλή, γεμίζοντάς μας προσδοκίες και όνειρα καλοκαιρινής νυκτός, για να γίνει από προλετάριος, προλεφτάριος. Ναι, μιλάμε γι’ αυτόν το μασκαρά που μόλις εκλέχθηκε, έκλεισε το κινητό του… Και πήρε καινούριο, για να μιλάει με επιχειρηματίες. Μιλάμε γι’ αυτόν που μόλις εκλέχθηκε και ζητήσαμε να τον δούμε, μας παρέπεμψε σε κάτι παρατρεχάμενα και θρασύτατα λαμόγια, κάτι ανεκδιήγητους αλεξιπτωτιστές, που ποτέ πριν δεν είχαμε ξαναδεί. Που θεωρούν ότι μας έκαναν χάρη που άκουσαν το πρόβλημά μας, ή το (κατ’ εμάς πάντα εύλογο, αλίμονο) αίτημα μας. Τα θέλει ο οργανισμός μας. Δες εδώ

  2. Ηταν ένας φτωχός προλεφτάριος που για να αποκτήσει αστικές απολαύσεις έγινε επαγγελματίας επαναστάτης και τώρα ζει σε μια χλιδάτη βίλα κάπου στο Παρίσι. Δες εδώ

  3. - Οι προλετάριοι, κατά τον Μαρξ, έπρεπε να επαναστατήσουν γιατί δεν είχαν να χάσουν τίποτα άλλο, πέρα από τις αλυσίδες της σκλαβιάς τους. Τώρα ο προλεφτάριος, αλυσόδεσε τον Μαρξ και 'φύγε με το γκλαμουράτο αμάξι του για το εξοχικό του, δίπλα στο κύμα, αφήνοντας την Αλέκα να παλεύει για την απεργία και τη Λιάνα για την ορθοδοξία.
    - Υπάρχει ένας προλεφτάριος συγγραφέας, στο ίδιο στιλ που περιγράφεις. Απομονώνεται στην παραθαλάσσια βίλα του και αξιοποιεί επαγγελματικά τις αναμνήσεις του ως παλιός λαϊκός αγωνιστής, γράφοντας βιβλία για την ανανέωση της αριστεράς κι άλλα τέτοια. Έτσι θα αποκτήσει περισσότερο μπαγιόκο, που σημαίνει πως θα γίνει πιο προλεφτάριος απ' ότι είναι, θα δώσει ελπίδες στον κόσμο κι αυτοί θα του ξαναδώσουν λεφτά για να γίνει ακόμα πιο προλεφτάριος.

  4. - Που λες, ο φίλος μου, ο Μάνος, είναι προλεφτάριος.
    - Πρώην αριστερός;
    - Ούτε πρώην, ούτε νυν. Μιλάμε για έναν φραγκάτο, που η μόνη κοπιαστική δουλειά που ξέρει να κάνει, είναι να εισπράττει ενοίκια από τα καταστήματα τριών μεγάλων εμπορικών κέντρων που πήρε κληρονομιά από τον πατέρα του.

Μπένυ  (από GATZMAN, 16/03/09)GAP: Ο Θεός μου είπε... μπλα μπλα μπλα (από GATZMAN, 01/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό «Γάμησε τα»...

- Πως πάει ρε μαλάκα. Όλα καλά;
- Άμησετα.

Βλ. και γάμησέ τα κι άφησέ τα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με τις νέες διατάξεις του ρουμάνου, για να μπορεί ένας χρήστης να αρχίσει να βαθμολογεί, πρέπει πρώτα οι μόδιστροι να έχουν εγκρίνει τουλάστιχον δύο λήμματά του μαυρίζοντάς τα, δηλαδή να έχουν επιτελέσει το λεγόμενο διπλομαύρισμα. Αυτή η έγκριση σημαίνει ότι ο νεοκλής σλανγκιστής έχει διέλθει με επιτυχία το στάδιο της τρολοκαραντίνας και ανήκει πλέον στις υγιείς δυνάμεις του σάιτ. Σημαίνει ότι έχει αφήσει πίσω του τις τρολεατζίδικες συμπεριφορές και ότι έχει χρηστά σλανγκικά ήθη μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Για τον λόγο αυτό, το διπλομαύρισμα ονομάζεται και πιστοποιητικό σλανγκοηθείας. Δηλονότι κατά το πιστοποιητικό χρηστοηθείας, που αποτελούσε τεκμήριο ότι ο φέρων διαθέτει χρηστά ήθη, έτσι και το πιστοποιητικό σλανγκοηθείας σημαίνει ότι ο Σλάνγκος που το επιδεικνύει έχει αποδείξει τον σλανγκισμό και την χρηστότητα του σλανγκικού ήθους του.

Το πιστοποιητικό σλανγκοηθείας λειτουργεί για πολλούς Σλάνγκους ως η «πράσινη κάρτα» με την οποία μπορούν πλέον να πραγματοποιήσουν το ρουμανικό όνειρό τους, παραμένοντας στην χώρα των ονείρων τους, την Ρουμανία. Όχι ότι είναι εύκολο! Ουρές νιούμπηδων Σλάνγκων σχηματίζονται έξω από τα γραφεία των ιστομαστόρων που χορηγούν το πολυπόθητο διπλομαύρισμα. Πολλοί καταφεύγουν σε λευκούς γάμους με Σλανγκοφοριάζουσες, προκειμένου να πραγματοποιήσουν το ρουμανικό τους όνειρο. Άλλοι υποδύονται για δύο μόνο λήμματα τον σλανγκοηθή, και μετά αποκαλύπτουν τον τρολεατζή, που πάντοτε υπήρξαν. Για τον λόγο αυτό, κατά την τελετή του διπλομαυρίσματος ο νεωστί μυηθείς Σλάνγκος καλείται να δώσει σχετικό όρκο:

«-Απετάξω τον τρολισμόν; -Απεταξάμην. (Τρις). -Και έμπτυσον αυτόν. -Πτου. (Τρις). -Και συνετάξω τω σλανγκισμώ; -Συνεταξάμην.».

Ου παντός λημματοδοτείν εν slang.edu.

(Από ποίημα του Κωνσταντίνου Σλανγκάφη):

Εις τον Λαίουρα παραπονιούνταν
μια μέρα ο νιούμπης σλανγκιστής Ευμένης·
«Τώρα δυο χρόνια πέρασαν που γράφω
κ’ ένα πηδύλλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου λήμμα είναι.
Aλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Σλανγκ η σκάλα·
κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ’ ανεβώ ο δυστυχισμένος.»
Είπ’ ο Λαίουρας· «Aυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νάσαι υπερήφανος κι ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι
πολίτης εις της Σλανγκ την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε διπλομαυρίσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Σλανγκοθέτας
που δεν γελά κανείς μπαγαποντοδότης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευθύς εξαρχής κάνω κάτι τρομερό, βίαιο ή εντυπωσιακό - γκολ απ' τα αποδυτήρια!

Με το καλημέρα ο νιούμπης άρχισε να ανεβάζει κάτι λήμματα μούρλια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «μουρλός». Κάτι τρελά ωραίο.

- Τράβηξα μια φωτογραφία του Πέρι και του Μπρίλιου αγκαλίτσα στην Αμμόχωστο μούρλια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση η οποία προφέρεται με μεγάλη έμφαση και συνοδεύεται από την χαρακτηριστική κίνηση των δακτύλων (δείκτη και μέσου) των δύο χεριών ενωμένων να κάνουν «λαγουδάκια» δηλώνοντας τα εισαγωγικά.

Προέρχεται από τις ταινίες του Όστιν Πάουερς, όπου κάθε φορά (κάθε φορά όμως!) που ο Dr Evil αναφερόταν σε όπλο λέιζερ που θα χρησιμοποιούσε, έκανε εμφατικά την παραπάνω κίνηση με τα χέρια.

Χρησιμοποιείται όταν θες να τονίσεις κάτι ή και στο άσχετο!

1)
- Αφού σου είπα ρε παπάρα, δεν την «παστέλιασα» απλά την «σφουγκάρισα»! Τhe «laser» !
- Το ίδιο πράγμα είναι ηλίθιε...

2)
- Πότε γίνεται η Γιουροβίζιον;
- Δεν ξέρω.
- Ούτε εγώ.
- Ούτε εγώ.
- Δε «λέιζερ»!
- Τι λέει αυτός ρε...
- Άστονα μωρέ, του 'χει κολλήσει από προχθές και μας έχει σπάσει τ' αρχίδια...
- Δε «λέιζερ»!
- Αει γαμήσου...

(από Vrastaman, 17/03/09)Alotta Fagina, το "bond girl" του Austin (από Vrastaman, 17/03/09)

Σχετικό: κουότ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified