Further tags

Επειδή η έκφραση πάρε τα αρχίδια μου είναι αμφίσημη και μπορεί να παρεξηγηθεί ως επιτακτικό κάλεσμα για ευνουχισμό, πολλοί προκρίνουν το σερβίρισμα γλαρόσουπας.

Το μυστικό της γλαρόσουπας έγκειται στην παρουσίαση: «θα σερβίρουμε γλαρόσουπα εντός ολίγου» ή «μη φας έχουμε γλάρο» ή και ακόμα το τιραμισουρεαλιστικό «μη φας και έχουμε γλαρόσουπα και μπούτι από ελικόπτερο».

Τα συμφραζόμενα της γλαρόσουπας έχουν επαρκώς αναλυθεί, συνεπώς θα επικεντρωθούμε σε ιστορική αναδρομή του γλάρου ως έδεσμα και θα προτείνουμε νέο σλανγκολειτουργικό τρόπο σερβιρίσματος.

Ιστορική αναδρομή

Η σχέση κυνηγού - θηράματος μεταξύ ανθρώπου και γλάρου χάνεται στην προϊστορία (Fisher and Lockley, 1989). Πολλά ευρήματα τεκμηριώνουν την κατανάλωση γλάρων από την εποχή των παγετώνων. Κατά τον μεσαίωνα, ο γλάρος αναδείχτηκε σε είδος πρώτης ανάγκης για τους παράκτιους πληθυσμούς της Βρετανίας, όπου θεωρείται νοστιμότατο έδεσμα μέχρι και σήμερα. Στις δε Εβρίδες της Σκωτίας, ο γλάρος είναι το παραδοσιακό Χριστουγεννιάτικο έδεσμα, ενώ οι απηυδισμένοι από το πολύ αρνί Νεοζηλανδοί το θεωρούν πρώτης τάξεως μεζεκλίκι. Περισσότερες πληροφοριές εδώ.

Οι κλασσικές συνταγές περιλαμβάνουν γλαρόπιτα, γλάρο μαριναρισμένο με μέντα, καπνιστό γλάρο σουφλέ. Οι σεφ της nouvelle cuisine μπόλιασαν την παράδοση με καινοτόμες ιδέες παράγοντας πιάτα όπως γλάρο με πιπερόριζα, γλάρο Veronique και mille-feuilles από mousse γλάρου. Περί ορέξεως... τζιτζίκια γιαχνί!

Νέος τρόπος σερβιρίσματος

Τα αρχίδια των παροικούντων σε διαδικτυακές κοινότητες έχουν πλειστάκις ζαλιστεί από εκνευριστικά και επίμονα τρολ. Πολλοί χάνουν το παιχνίδι απευθύνοντάς τους τον λόγο, με αποτέλεσμα οι τρολεατζήδες να θεριεύουν. Πρώτη γραμμή αμύνης μέχρι πρόσφατα εθεωρείτο το «don’t feed the trolls» (το καθ’ ημάς «να ταΐζετε τους καβουροσλανγκόσαυρους, όχι τα τρολ»). Η αιχμή του δόρατος στην αντιμετώπιση των τρολ πλέον έχει στραφεί αλλού: ταΐστε τα τρολ, αλλά με συνταγές μαγειρικής! Κάθε φορά που κάποιο τρολ γράφει μαλακίες, η γιαλομικά ενδεδειγμένη γιατρειά είναι η ανάρτηση συνταγών, πράγμα που αφενός μεν προάγει την γευσιγνωσία αφεδύο δε ξενερώνει τα τρολ σε σημείο που αναζητούν θύματα αλλού. Και ποια καλύτερη προσέγγιση, σημειολογικά, από την ανάρτηση συνταγών γλαρούσουπας!

ΓΛΑΡΟΣΟΥΠΑ à la Ιωνάθαν Λίβινγκστον

ΥΛΙΚΑ ΣΥΝΤΑΓΗΣ
1 Γλάρος Νερό θάλασσας
1 κρεμμύδι κομμένο στη μέση 2 καρότα κομμένα στη μέση 3 πατάτες κομμένες στα τέσσερα
3 κοτσάνια σέλινο με φύλλα 1 κουταλιά της σούπας καλά υδρογονωμένου λίπους
διάφορα μυρωδικά
λίγο τυρί λίγο πιπέρι αλάτι 8 κουταλιές της σούπας ρύζι
2 αβγά γλάρου
1 λεμόνι

ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΣΥΝΤΑΓΗΣ
Ξεκινάμε αυτήν την υπέροχη συνταγή γλαρόσουπας ξεπουπουλιάζοντας το πουλί. Ακρωτηριάζουμε τα άκρα, αφαιρούμε το ράμφος και τα εντόσθια και πλένουμε το γλάρο καλά μέσα και έξω ώστε να φύγει η έντονη ψαρίλα. Τοποθετούμε ευλαβικά το πλι στην μπανιέρα και προσθέτουμε άφθονο θαλασσινό νερό. Αφήνουμε τον γλάρο να επιπλέει για τουλάστιχον 12 ώρες και μετά αλλ'αζουμε νερό. Επαναλαμβάνουμε την διαδικασία αυτή τρεις φορές μέχρι να σιτέψει επαρκώς.
Μεταφέρουμε το κουφάρι σε κατσαρόλα και προσθέτουμε περισσότερο θαλάσσιο νερό. Μόλις πάρει βράση, αδειάζουμε το πρώτο νερό (για να μη μυρίζει). Ξαναγεμίζουμε με ζεστό θαλάσσιο νερό (που έχουμε ήδη βράσει). Αφήνουμε να πάρει πάλι βράση και χαμηλώνουμε τη φωτιά, αφαιρώντας τον αφρό λίγο-λίγο, τηρώντας πάντα όλες τις προφυλάξεις για την επεξεργασία βιοεπικίνδυνων απόβλητων.
Μετά προσθέτουμε και τα υπόλοιπα υλικά και βράζουμε για αρκετή ώρα. Όταν μαλακώσει ο γλάρος, αφαιρούμε όλα τα υλικά, αφήνουμε μόνο το ζουμί. Προσθέτουμε το ρύζι και το αφήνουμε να βράσει για ένα τέταρτο περίπου. Σε μπολ χτυπάμε τα αβγά γλάρου και το χυμό του λεμονιού, για να γίνει το αβγολέμονο. Στο ίδιο μπολ προσθέτουμε μια κουτάλα βαθιά μαγειρέματος ζουμί και ανακατεύουμε καλά. Αβγοκόβουμε τη σούπα ρίχνοντας λίγο-λίγο το αβγολέμονο κι ανακατεύοντας γρήγορα και φιλώντας στον αέρα, για να μη μας κόψει. Προσθέτουμε αν θέλουμε τα τρυφερά βιοενεργά κρεατάκια του γλάρου, ψιλοκομμένα.

Η σούπα έχει εξαιρετικές υπακτικές ιδιότητες και πρέπει να σερβίρεται πάντα κρύα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καθιερωμένη μέρα συνάντησης του παντρεμένου με την αντροπαρέα.

Συνήθως Τετάρτη ή Τρίτη που έχει champions league. Η γραπτή 4ωρη άδεια εξόδου μία φορά την εβδομάδα και για συγκεκριμένο τόπο. Απαγορεύονται αυστηρά τα κωλόμπαρα, στριπτητζάδικα, καφετέριες που γίνεται ψωνιστήρι, και άλλα ευαγή ιδρύματα.

Όπως και στο στρατό, η άδεια ανακαλείται όταν συντρέξουν έκτακτες συνθήκες ή άν γίνει κατάχρηση εμπιστοσύνης από τον αδειούχο.

Τέταρτη δεν αδειάζω ρε μάστορα. Είναι μπακουροτετάρτη. Μαζευόμαστε με τα φιλαράκια και βλέπουμε κανά παιχνίδι.

Μας γκαντέμιασε η γυναίκα μου χτές... (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «puzzle».

Έχω «παζολιαριστεί». Τι να κάνω, είμαι σε δίλημμα; Είμαι προβληματισμένος.

Να μια μικρά συλλογή παζολιαρισμάτων:

  1. Παίρ(ν)ομεν έναν σκοινίν.
    Περάζομ’ ατο ας σο στόμαν και βγάλουμ’ ατο ας ‘σον κώλον.
    Σ’ εμπρός το μέρος δένουμεν έναν σκατόν.
    Σ’ απίς ‘πα το μέρος, δένομεν ένα αγγούρ’!
    Συρτς να εβγάλτς το αγγούρ’ ας σον κώλο ‘ς, έμπέν το σκατόν ‘σο στόμα ‘ς.
    Συρτς να εβγάλτς το σκατόν ας ‘σο στόμα ‘ς εμπέν το αγγούρ’ σον κώλο ‘ς.
    Αρ ‘ατο εν τω παζολιάρισμα!

  2. Η αδελφή μου γέννησε, αλλά δεν ξέρω αν είναι αγόρι ή κορίτσι κι εγώ αν είμαι θείος ή θεία.

  3. Να βγω έξω για να βλέπω αυτό που δεν μπορώ να πηδήξω ή να μείνω μέσα για να πηδήξω αυτό που δεν μπορώ να βλέπω;

  4. Είσαι στο αυτοκίνητο και οδηγείς, ενώ έξω βρέχει καταρρακτωδώς.
    Περνάς από μια στάση λεωφορείου όπου συναντάς τρία άτομα να περιμένουν:

  5. Μια γριούλα που πεθαίνει
  6. Ένα φίλο από τα παλιά που σου έσωσε κάποτε τη ζωή.
  7. Τη γυναίκα / άντρα των ονείρων σου. Τι κάνεις;;;

  8. Επιχειρηματολογία ενός πατέρα στο δικαστήριο, ώστε να αποκτήσει την κηδεμονία του παιδιού του: «Κυρία δικαστά, όταν ρίχνετε ένα νόμισμα στο μηχάνημα για να πάρετε μια pepsi, μόλις βγει η pepsi ανήκει σε σας ή στο μηχάνημα;».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή «παίρνω αμπάριζα και βγαίνω».

Συχνότατα χρησιμοποιείται και σε παρελθόντα χρόνο, σαν «πήρα αμπάριζα», «πήρε αμπάριζα».

Η λέξη αμπάριζα είναι Αλβανικής προελεύσεως και σημαίνει ή «ορμητήριο» ή «φωτιά», δεν γνωρίζω ακριβώς.

Η δε φράση προέρχεται από την «αμπάριζα», ένα παλιό αγορίστικο παιδικό παιχνίδι ανοιχτού χώρου, που παιζόταν από δύο ομάδες:

Ένας παίκτης της μιας ομάδας έβγαινε από την αμπάριζά του και πλησίαζε την αντίπαλη αμπάριζα προκαλώντας και κοροϊδεύοντας τους παίκτες της. Τότε κάποιος αναλάμβανε να τον κυνηγήσει και ο πρώτος παίκτης υποχωρούσε προς το στρατόπεδό του, ώστε να ακουμπήσει την αμπάριζά του για να ανανεώσει την «φωτιά» και να είναι δυνατότερος από τον καταδιώκοντα. Ή, μπορούσε ένας άλλος παίκτης να «βγει» από την αμπάριζα για να καταδιώξει τον επελαύνοντα αντίπαλο. Όποιος δηλαδή «έβγαινε» τελευταίος από την αμπάριζα, ήταν πιο δυνατός. Και γι' αυτό το φώναζαν: «παίρνω αμπάριζα και βγαίνω». Δηλαδή; δεν υπολογίζω κανέναν και ορμάω μέσα σ' όλα.

Μέχρι φυσικά ν' ακουγόταν ένα νεότερο «παίρνω αμπάριζα και βγαίνω».

-Τί γίνεται, θα τα καταφέρεις με τους χτίστες;
-Βρε παίρνω αμπάριζα και ζήτω που χεστήκανε!

===

-Τα έβγαλε πέρα ο Γιώργος με τους συγγενείς του; -Ρε πήρε αμπάριζα σου λέω και δεν ξέρανε που να κρυφτούνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απλά ξημερώνει.

Πλασμένη από μικρό παιδί!

-Άντε, σήκω και ξενυχτώνει.

Got a better definition? Add it!

Published

Από το «τσόντα» (βεν. zonta - zontare). Η τσόντα: πρόσθετο κομμάτι υφάσματος σε ρούχο για μάκρεμα ή φάρδεμα, προσθήκη σε οποιοδήποτε κατασκεύασμα, εμβόλιμες σκηνές πορνό κατά την προβολή ταινίας με άλλο θέμα, γενικά πορνοταινία ή εικόνα σεξουαλικού περιεχομένου. Πολύ παρεξηγημένη λέξη τελικά.

Τώρα, τσοντάρω, διαλέγουμε και παίρνουμε:

Ή φαρδαίνουμε το ρούχο, γιατί ακολουθήσαμε τη δίαιτα του ανανά και χτίσαμε κοιλιακούς, ή πήραμε μια καφετιέρα και το καλώδιο δεν φτάνει στην πρίζα, οπότε χρειαζόμαστε μια τσόντα–προέκταση, ή τσοντάρουμε σε ιδέες και λήμματα στο slang, ή παρακολουθούμε ένα καουμπόικο (κατά προτίμηση κατ' οίκον), είτε με παρέα απολαμβάνοντας... δύο, τρίο, γενικά ένα νούμερο στη νιοστή, είτε μόνοι μας στο Αυνανιστάν. Μπορεί να γίνουμε και θεατές live show σε κάποια παραλία ή δασάκι. Η παρακολούθηση τέτοιων ταινιών γίνεται από τσοντόβιους, ή μικρούς τυμπανιστηρτζήδες, ή απλά από πλάκα, ή για να εμπλουτίσουμε τις γνώσεις μας. Ακόμα τσοντάρουμε όταν γινόμαστε οι ίδιοι πρωταγωνιστές σε πορνοταινία (βλέπε τσοντού).

Μεταφορικά, το τσοντάρω σημαίνει την συμβολή μας στη συμπλήρωση χρηματικού ποσού για κάποιο σκοπό. Καλά να τσοντάρεις σε φίλο που του λείπουν για καφέ, γιατί ή του κόπηκε η επιχορήγηση του μπαμπά ή ήταν στη λίστα περικοπών εργατοωρών και εσύ έχεις πιο άνετη τσέπη. Εκεί που τα πράγματα είναι μαύρα κι άραχλα κι εκεί σε θέλω κάβουρα, είναι να χρειάζεται να κάνεις δεύτερη και τρίτη δουλειά για να τσοντάρεις το μηνιαίο εισόδημά σου.

  1. Κολλητέ μου θα τσοντάρεις να βγω με τη Φρόσω γιατί δεν μου ήρθε ακόμα η επιταγή;

  2. Πήγαμε με τον Μήτσο στην παραλία και έγινε του μουνιού το ξέσκισμα, αλλά μου βγήκε ξινό, γιατί σε κάποια επανάληψη, όπως σήκωσα το κεφάλι μου είδα κάποιον με το κινητό του να μας στοχεύει. Ελπίζω να μη τσοντάρουμε στο διαδίκτυο!!!

  3. Ο Φάνης, τώρα με τον ερχομό του τρίτου μας, αναγκάζεται να δουλεύει πιτσαφέρτας για να τσοντάρει στο μισθό και δεν τον βλέπω σχεδόν καθόλου. Έτσι όπως το πάμε θα χρειαστώ να τσοντάρω και σε άντρα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ύμνος του τεμπέλη.

Θέλει να τονίσει το πόσο υπερτερεί η οριζόντια θέση σε σχέση με την καθιστή, όσον αφορά στην ξεκούραση και το ραχάτι.

Αποκτά ιδιαίτερη αξία, όταν ο εν λόγω τεμπέλης την ξεστομίζει βαρεμένα μετακινούμενος από τον καναπέ στο κρεβάτι.

- Πω ρε φίλε, κάθομαι τόση ώρα στον καναπέ και πάλι νιώθω σαν να έχω σκάψει δύο στρέμματα χωράφια. Θα πάω να την πέσω λίγο.
- Εμ, αδερφέ μου, καλό το καθισιό, αλλά σαν την ξάπλα δεν έχει.

(από vip, 20/03/09)

Βλέπε και ξύσιμο συνεχές, και χωρίς ενοχές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά την αναφορά στην οργανική χημεία, σειρά έχει η αναφορά στην ανόργανη χημεία.
Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, η ανόργανη χημεία αποτελεί τον κλάδο της χημείας που μελετά όλα τα χημικά στοιχεία καθώς και τις πολυποίκιλλες ενώσεις τους, με μόνη εξαίρεση τις ενώσεις του άνθρακα που μελετά η οργανική χημεία. Εδώ όμως αφήνουμε τη βιβλιογραφία και πάμε στο slanging:

Εδώ, μιλώντας για ανόργανη χημεία, μιλάμε για το συνταίριασμα ενός ζεύγους σε κάθε τομέα, πλην του τομέα των ερωτικών περιπτύξεων (θέμα που αποτελεί αντικείμενο της οργανικής χημείας).

Γι’ αυτό ο πλατωνικός έρωτας, η απουσία ερωτικής συνεύρεσης εραστών ένεκα συγκυριών (π.χ.: ο άντρας είναι ναυτικός και λείπει για μεγάλα χρονικά διαστήματα), η παντελής αδιαφορία για το σεξ μεταξύ παντρεμένων κι ο κλασσικός γεροντοέρωτας (ταξίδι κάποιου σε Δράμα-Βουλιαγμένη) αποτελούν μερικά από τα κλασσικά θέματα που πραγματεύεται η ανόργανη χημεία.

Δεν είναι απίθανο βέβαια το γεγονός, κάποιο άτομο να έχει την... ανόργανη χημεία με κάποιο άλλο άτομο και ταυτοχρόνως να 'χει την... οργανική χημεία με κάποιο άλλο.

- Καλά η Λίτσα, πολύ ουδέτερο pH μωρ' αδερφάκι μου. Πως τη βρίσκεις μαζί της;
- Κοίτα, με τη Λίτσα έχουμε και γαμώ τα πνευματικά ενδιαφέροντα. Γι’ αυτό μ' αυτή έχουμε και γαμώ... τους ετεροπολικούς δεσμούς ανόργανης χημείας. - Καλός μαλάκας είσαι.
- Δεν τελείωσα: Χάρις αυτήν γνώρισα τη φίλη της Μαρία, που είναι και ο ...κόμματος. Μ' αυτή έχω και γαμώ τις οργανικές χημείες.
- Βάρδα μην το ανακαλύψει όμως η Λίτσα, γιατί θα γίνει της εντροπίας το ανάγνωσμα.

(από GATZMAN, 20/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση χαιρεκακίας, προερχόμενης από μια κατάσταση η οποία εν τέλει δικαιώνει το άτομο που την ξεστομίζει προς εκείνον που κακώς δε δέχτηκε να ακολουθήσει τη συμβουλή του προηγουμένως, τύπου: «στα-λεγα-εγώ-από-την-αρχή-αλλά-στα-παπάρια-σου-και-τώρα-θα-υποστείς-τις-συνέπειες.»

- Στα λεγα ρε Μητσάρα, μη μπλέξεις με τη μικρή. Λούσου τα τώρα...

(από Khan, 08/02/13)

Βλ. και μην την πιείτε, λουστείτε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την Ιταλική λέξη zonta που σημαίνει σφήνα.

Χρησιμοποιήθηκε από τους Έλληνες ράφτες και τις Ελληνίδες μοδίστρες στην επιδιόρθωση και ανακαίνιση των ρούχων, όταν «προσέθεταν» ένα κομμάτι ύφασμα για να μεγαλώσουν/φαρδύνουν το αρχικό ρούχο. Κατόπιν το πήραν και άλλες κατηγορίες επαγγελμάτων, σιδηρουργία, βυρσοδέψες κλπ., πάντα με την έννοια του «προσθέτω» στο αρχικό υλικό.

Στην 10ετία του '60, έγινε συνώνυμο των εμβόλιμων σκηνών πορνό σε κάποιους κυρίως συνοικιακούς και απόμερους κινηματογράφους. Στην κανονική ταινία, προσέθεταν καμμιά δεκαριά μέτρα από άλλη ταινία, έβαζαν τσόντα δηλαδή, και ο κόσμος άρχισε να πηγαίνει ειδικά γι' αυτές τις εμβόλιμες σκηνές, τις τσόντες.

Μάλιστα όταν ο κινηματογράφος ήταν σχετικά άδειος, το φιλοθεάμον κοινό φώναζε:

«Δείξε τσόντα, θα πεινάσεις»

- Τσόντα ρεεεεε
- Χασάπη, δείξε τσόντα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified