Further tags

Οι κόνξες: το σύνολο των συνεχόμενων πεισματικών αντιδράσεων ενός ατόμου, όταν δεν θέλει να κάνει κάτι ή έχει προσβληθεί. Ή, για να εκδικηθεί για κάτι που ήδη έγινε το οποίο δεν ήθελε να γίνει, αλλά το επέβαλαν άλλοι. Πείσμα, αντίδραση, τσιριμόνιες, νάζια, σκέρτσα, καμώματα, τσαλίμια.

Προέρχεται από το αγγλικό φραστικό ρήμα conk out που σημαίνει έπαθε βλάβη και δεν μπορεί να προχωρήσει (για μηχανάκια, αυτοκίνητα).

  1. - Προσβλήθηκε από αυτά που άκουσε και άρχισε τις κόνξες.

  2. - Μην κάνεις κόνξες τώρα (σταμάτα να αντιδράς), θα πας έτσι και αλλιώς!

  3. Με την έννοια της δυσλειτουργίας (ή βλάβης) για συσκευές:
    «Δεν είχε κουμπώσει καλά το καλώδιο firewire με αποτέλεσμα να κάνει κόνξες η σύνδεση».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση με χιουμοριστική ή ειρωνική χροιά που απευθύνεται, ή αναφέρεται σε άτομο που, για ψύλλου πήδημα, είτε παίρνει τα τηλεφωνήματα της αρκούδας, είτε μιλάει στο τηλέφωνο με τις ώρες για διάφορα θέματα. Για τι είδους θέματα μιλάει; Από σοβαρά, μέχρι περί ανέμων και υδάτων. Για οτιδήποτε.

Τη φήμη της εξάρτησης με το τηλέφωνο την έχουν συνήθως οι γυναίκες, αλλά και οι άντρες τις συναγωνίζονται επάξια. Τα άτομα αυτά έχουν φάει την... εξάρτηση και τον... εθισμό.

Στη δουλειά ψάχνουν να βρουν αφορμή να παίρνουν τα... άπειρα τηλέφωνα, για οποιαδήποτε προσωπική υπόθεση σοβαρή ή όχι (π.χ: γιατί έκλασε το γατί; πώς χέστηκε το παιδί; κλπ).

Όσον αφορά τις εταιρικές υποχρεώσεις, κάνουν τα... τηλεφωνήματα καταντώντας μια απλή δουλειά πρότζεκτ, σπαταλώντας τον... χρόνο.

Θυμόνται πάντα τους άλλους στη γιορτή τους. Κι όταν μιλάμε για τους άλλους, δεν μιλάμε απλά για συγγενείς και κολλητούς. Μιλάμε για μια ταξιαρχία άτομα. Η ατζέντα του κινητού τους έχει σίγουρα πάνω από χίλιες καταχωρήσεις. Στις δικές τους γιορτές δε, αποδεικνύονται οι τι - τζέι!

Όταν βρίσκονται εκτός σπιτιού και τύχει να έχουν ξεχάσει το κινητό τους, ή τύχει αυτό να την έχει δει άραβας, τρελαίνονται.

Όταν φέρνεις αυτούς τους τύπους στο μυαλό σου, τους φαντάζεσαι με ένα τηλέφωνο στο χέρι. Πολλές φορές αναρωτιέσαι: πώς δεν παθαίνουν αγκύλωση μ' αυτήν την κατάχρηση;

Σχετικά με τον τίτλο του λήμματος τώρα: Κανονικά θα 'ταν πιο λογικό να μιλήσει κανείς για φυσιοθεραπεία στον ώμο, ή στον καρπό, αλλά μπαίνει ο όρος φυσιοθεραπεία στα δάκτυλα για να εστιάσει έτσι στην ενδόμυχη ανάγκη τους να ξεκινήσουν, την επικοινωνία τους, αλλά και γιατί έτσι, το χιουμοριστικό ή το ειρωνικό στοιχείο του πράγματος, επιτυγχάνεται ευκολότερα.

  1. Ειρωνική χρήση.
    - Καλά ρε Κώστα... Απ' το πρωί είσαι μόνιμα κολλημένος στο τηλέφωνο και κοντεύει μεσημέρι. Και να πω ότι έχεις να πεις και τίποτα το σοβαρό; Κάθε μέρα το ίδιο βιολί. Πού το πας; Θες να πάθεις καμιά φυσιοθεραπεία στα δάκτυλα, μ' αυτό το ατελείωτο μπλα-μπλα σου;

  2. Χιουμοριστική χρήση.
    - Πάλι στο τηλέφωνο είσαι; Πάλι το 'χεις ρίξει στο μπίρι-μπίρι; Εμ, σε βλέπω για φυσιοθεραπεία στα δάκτυλα... Δεν τη γλιτώνεις... Μπουχαχα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πουστάκι με την κακή έννοια, το κακομοίρικο, το κακορίζικο, το κακόβουλο, αυτό που είναι δυστυχισμένο επειδή είναι ανάμεσα και δεν το θέλει, θέλει να είναι γυναίκα αλλά όμως δεν είναι και θέλει να τους εκδικηθεί όλους και όλα.

- Κοίτα τι έκανε το κολοπουστάκι!
- Τι, τι;;;
- Πήγε και τα είπε στον Μητσάρα, ότι ο Νίκος του το έκανε με τον Λευτέρη όταν ήταν μεθυσμένος.
- Ωχ, ωχ, δεν βλέπω καλά τον Νικόλα, αχ τι πήγε και έκανε το άθλιο πουστί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χορταίνω υπερβολικά. Συν. μπάφιασα.

  2. Δεν αντέχω άλλο πλέον κάτι, είμαι στα όρια μου. Συν. αγανάκτησα, απηύδησα.

Ετυμολογικά προέρχεται από τα, παρόμοιας σημασίας, τούρκικα biktim ή biktir.

α) Ουφ, μπούχτισα από το πολύ φαΐ. (χόρτασα)

β) –Μπούχτισα από την πολλή δουλειά, πάω για ένα τσιγάρο.(κουράστηκα)

-Με μπουχτίσατε με τις ανοησίες σας, φεύγω! (βαρέθηκα)

-Μπούχτισα! Δεν αντέχω άλλο την πολύ δουλειά και τον μικρό μισθό. Θα ψάξω αλλού για εργασία. (αγανάκτησα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Κασπία θάλασσα είναι η μεγαλύτερη λίμνη της γης. Ονομάζεται θάλασσα, λόγω του τεράστιου μεγέθους της και λόγω του ότι οι Ρωμαίοι βρήκαν το νερό της αλμυρό.

Ο όρος λασπία θάλασσα (εκ των όρων: «λάσπη», «Κασπία θάλασσα») αναφέρεται, λόγω παραπομπής του όρου «Κασπία θάλασσα» σε μεγάλες εκτάσεις (π.χ.: σε μεγάλους κάμπους, πεδιάδες, κ.λπ.), που μπορούν να θεωρηθούν ως θάλασσες λάσπης, λόγω του ότι έχουν βουλιάξει στη λάσπη, μετά από μεγάλη νεροποντή.

Μπορείς να πάρεις ένα κολοκυθάκι φθηνά, γνωρίζοντας ότι ακολουθήθηκε συγκεκριμένη διαδικασία στην παραγωγή του και δεν το πλάκωσε ο αγρότης στα χημικά και τα φάρμακα, χωρίς να ρωτήσει το γεωπόνο του (όπως δυστυχώς γίνεται πολλάκις στη λασπία θάλασσα του κάμπου της Άρτας).
Δες

Κασπία θάλασσα (από GATZMAN, 20/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν ήδη δύο ορισμοί για το λήμμα, εγώ το ξέρω με διαφορετική σημασία...

Τραβάω τα βυζιά μου λοιπόν σημαίνει ότι βρίσκομαι σε μια εξαιρετικά δυσμενή κατάσταση και δεν την παλεύω κάστανο. Πολύ συχνά το λέει κανείς όταν μετανιώνει για κάτι που έκανε (ή δεν έκανε), γιατί τελικά έπαθε νίλα και τον πήγε γαμιώντα.

  1. - Το απόγευμα έχω ραντεβού με τη Χρύσα φίλε... Θα γίνει χαμός, έχω ξεμπουρδελιάνει τελείως!
    - Μην το μυριστεί η δικιά σου μόνο και τραβάς τα βυζιά σου μετά!

  2. (Από εδώ)
    μενω στο κερατσινι και ειμαι ετοιμος να βαλω hol double play...
    οποιο double play και αν κοιταξω εχουν προβλημα απο ολες τισ εταιριες.
    τελικα να βαλω με ρισκο hol;;
    εχει αλλος στο κερατσινι και να εινια ευχαριστιμενος;;;
    η στο τελος θα τραβαω τα βυζια μου;;;

  3. (Από εδώ)
    Απλά όταν είσαι ο εαυτός σου, ζείς! Όταν δεν είσαι ο εαυτός σου, είσαι ένας μ@λ@κας που κοροϊδεύεις εσένα κι άλλους χίλιους και στην ουσία φυτοζωείς. Η κατάληξη θα είναι να τραβάς τα βυζιά σου (όχι τα δικά σου, προς Θεου, έκφραση είναι) μετά από ένα χρονικό διάστημα γιατί δε σου κάθησαν τα πράγματα όπως θα ήθελες. Έτσι είναι το θέατρο. Καμία απόλυτη μίμηση δεν πέτυχε τόσο όσο το πρωτότυπο.thanks!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιδιορθώνω φθαρμένο ρούχο ή αντικείμενο με ραφή ή επικόλληση άλλου κομματιού. Μεταφορικά, δικαιολογώ ή τακτοποιώ πρόχειρα.

Μπαλώνομαι, πάλι μεταφορικά, έχω κέρδος, τακτοποιούμαι οικονομικά, βολεύομαι.

  1. Μέχρι τώρα δεν μπαλώναμε τις κάλτσες, χαλαρά τις πετάγαμε και παίρναμε καινούριες. Τώρα όμως, πού σφίγγουν οι κώλοι μας, και θα μπαλώσουμε και θα φάμε το χθεσινό φαγητό...

  2. Όσο και να προσπάθησε, δεν μπόρεσε να τα μπαλώσει για να μην καταλάβει η μάνα της οτι εχτές βράδυ γύρισε σπίτι ταρέλα, πίτα, λιώμα, λιάρδα από τα ξύδια.

  3. Προσπαθεί να τα μπαλώσει κάνοντας δουλειές του ποδαριού. Τόσα στόματα έχει να θρέψει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γλιτώνω, βγάζω κάποιον από δύσκολη θέση / εξαντλώ, τελειώνω / φτάνω προφταίνω. Ειρωνικά, σώθηκα.

  • Πού τη χάνεις πού τη βρίσκεις στο φούρνο να φτιάχνει λειτουργιές. Σώσε πρώτα την ψυχή σου και μετά φτιάξε όσες λειτουργιές θέλεις για να συγχωρεθεί ο μακαρίτης!
  • Το λάπι-τόπι μου τα έπαιξε και προκειμένου να με στείλει στο ΙΚΑ αγόρασα ένα καινούριο και βρήκα την υγειά μου. Σώθηκα σου λέω!!
  • Οι εκαμίτες έκαναν σωστά τη δουλειά τους και σώθηκε όλος ο κόσμος από το ναυάγιο.
  • Παραλίγο η Φρόσω να πει του Μπάμπη οτι δεν ήταν με την Αφροξυλάνθη χτες βράδυ. Ευτυχώς η ΑΦροξυλάνθη τα μπάλωσε και τό 'σωσε.....
  • Έπιασε το μπίρι-μπίρι με τη γειτόνισσα και τελευταία στιγμή έσωσε το μεσημεριανό φαγητό από το κάψιμο.
  • Σώθηκα τόσες ώρες κάτω από τον ήλιο. Πιάσε μια παγωμένη μπύρα.
  • Σώνω με το γράψιμο και φύγαμε..
  • Σώθηκε το χαβιάρι, σώθηκε και ο σολομός άντε να δούμε τώρα πως θα λιγδώσει το αντεράκι τους που δεν ξέρουν τι θα πει καρβέλι.
  • Σώνει ρε μάγκα! Είσαι τελειωμένος! Νομίζεις οτι τρώω κουτόχορτο; Τέρμα τα δίφραγκα με τα ψέμματά σου.
  • Κάνω το remix, τα σώνω ως wav και mp3, σώνω και τα projects γιατί ποτε δεν ξέρεις τι γίνεται... (από μπλοκάκι).

Ο σώζων εαυτόν σωθήτω από τις κακές γλώσσες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βάλανος του πέους. Βλ. όπου θέλεις πάνε ρώτα, το κεφάλι μπαίνει πρώτα (εκτός αν αναφέρεται στον περιπτερά). Συνήθης έκφραση είναι «σκέφτεται με το κάτω κεφάλι», για κάποιον που συμπεριφέρεται παρορμητικά έχοντας ως μοναδικό κριτήριο το τι του καυλώνει.

Έχουν ταιριάξει ο Μένιος κι η Λάουρα: και οι δυο δεν έχουν μυαλό στο κεφάλι τους. Ο Μένιος σκέφτεται μονίμως με το κάτω κεφάλι. Κι η Λάουρα δεν έχει μυαλό, αλλά έχει πόδια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νοιώθω ξαφνικό σύγκρυο ή τρομάρα. Συνώνυμο του κλάνω πατάτες και του κλάνω μέντες.

...είχα αργήσει για την συνάντα του slang.gr. Η τελευταία πινακίδα, πριν από πάρα πολλά χιλιόμετρα, έγραφε “Transylvania: 2O Km”. Μια γνώριμη παγερή φωνή μέσα μου ψυθίρισε «Έχεις χαθεί Βράσταμαν, διατί να το κρύψωμεν άλλωστε, μουαχαχαχαχαχα» και μια νυχτερίδα έσκασε με ένα βδελυρό πλααατς στο παρμπρίζ του νοικιασμένου μου Dacia. Η μειδιούσα πανσέληνος κοκκίνισε μέσα από τα αίματα του ιπτάμενου τρωκτικού. Έκλασα πετούγιες...

(από Vrastaman, 21/03/09)(από Vrastaman, 21/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published