Further tags

Η σερβική παραλλαγή της ρώσικης ρουλέτας είναι η εξής:

Περνάς με το αυτοκίνητό σου όσα πιο πολλά κόκκινα φανάρια μπορείς τρέχοντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα, κι άμα δεν σκοτωθείς και δεν σκοτώσεις, είσαι τυχερός.

Είναι ένα παιχνίδι που άρχισε στην Σερβία μόλις τελείωσαν οι πόλεμοι και οι βομβαρδισμοί και οι άνθρωποι είχαν συνηθίσει στα υψηλά επίπεδα αδρεναλίνης, οπότε έπρεπε να κάνουν κάτι για να συνεχίσουν.

Συνώνυμο: κόκκινο κύμα, κατά το πράσινο κύμα.

Μας σταμάτησε το κόκκινο, γαμώτο! Πάμε μια σερβική ρουλέτα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται το ίδιο επιτυχώς κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά.

Μελωδικό και με ρίμα, ελαφρώς αυτοκριτικό και μοιρολατρικό, εν μέρει ειρωνικό, αλλά κυρίως δείγμα συνειδητοποίησης και αυτοψαξίματος καλύπτει κάθε δραστηριότητα, στην οποία άλλα περιμέναμε και άλλα (και από νωρίς) μας ήρθαν.

Πρόωρη εκσπερμάτιση, γκολ του αντιπάλου από τα αποδυτήρια, ρεστάρισμα στην πρώτη παρτίδα κούκο μονό αβολοντέ, γκόμενα που σε παρατάει στο πρώτο ραντεβού για το σερβιτόρο κ.α.

.....- Τα 200 σου και τα ρέστα μου.
- Μέσα. Τι έχεις;
- Δυο βαλέδες. Εσύ;
- Καρέ του Άσσου.
- Ακόμη δεν αρχίσαμε, χύσαμε, χύσαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μακράς διαρκείας χέσιμο.

Συνώνυμα:

  • συμβούλιο
  • αφιέρωση («ρίχνω μια αφιέρωση»)
  • διαλογισμός
  • σπονδή («κάνω σπονδή»)
  • οβολός («ρίχνω τον οβολό μου»)

Βλ. και όποιος συσκέπτεται δεν σκέπτεται

- Πού πας;
- Έχω μια σύσκεψη...
- Α, κατάλαβα.

(από nick, 05/04/09)(από Khan, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η εναλλαγή πέραν του ενός αθλουμένου στις πιέσεις πάγκου στο γυμναστήριο.

  2. Η επίσκεψη και σε δεύτερο μπαρ, εντός της ίδιας νύχτας, λόγω άθλιας μουσικής - κόσμου - ποτών στο πρώτο.

Χτες τελικά κάναμε αλλαξομπαριά, γιατί το πρώτο αποδείχθηκε ντίσκο πουστράδικο με μπόμπες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που σημαίνει πως, όσα γκαφρά και να μαζέψει κανείς σ’ αυτόν τον κόσμο, όταν τα κακαρώσει θα «φορέσει» το φέρετρο και στην άλλη ζωή δεν θα πάρει μαζί του μία.

Είναι μια υπενθύμιση για το τι δεν είναι σημαντικό στη ζωή: να έχεις λεφτά αισθήματα και να κάνεις τη ζωή τη δική σου και των άλλων πατίνι, όσο κι αν είναι το χαρτί.

Άλλωστε, τα σημαντικότερα πράγματα στη ζωή είναι δωρεάν...

- Μαστοράκο μου, μόνο μια χάρη να μου κάνεις, κι εγώ στο γάμο σου νερό με το κόσκινο...
- Τι είναι ρε Παυλάκη;
- Θα μου τη κάνεις τη δουλειά βερεσέ;
- Να σου την κάνω ρε φίλε. Σφίξαν οι κώλοι;
- Γάμησέ τα κι άφησέ τα... Είμαι στον λάκκο με τα κωλοδάχτυλα κι έχω και τον σπιτονοικοκύρη να με απειλεί για δυο νοίκια. Λες και τά 'χει ανάγκη ο Σκρουτζ...
- Το ξύλινο παλτό δεν έχει τσέπες να του πεις του Σπαγκάϊ Λάμα. Νεκροφόρα με κοτσαδούρα έχεις δει ποτέ;
- Σταμάτα να μιλάς και φίλα με καρντασάκι! Ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε και ό,τι αρπάξει ο κώλος μας...

(από patsis, 21/04/09)(από Jonas, 29/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέω κακίες, ή βγάζω στη φόρα τα άπλυτα γνωστού μου. Συνήθως το θάψιμο γίνεται στον κολλητό μας, καθώς γνωρίζουμε και πολλές λεπτομέρειες από τη ζωή του.

Στο σπορ του θαψίματος επιδίδονται άτομα που δεν έχουν να ασχοληθούν με κάτι άλλο και συνήθως έχουν εντύπωση πως οι δικές τους πράξεις είναι ανώτερες και καλύτερες όλων.

Οι κατίνες της παρέας, όταν σε καλούν για καφέ, φροντίζουν να έχουν τα φτυάρια τους έτοιμα, γεμάτα από τις κακίες τους για τη «φίλη» που απουσιάζει και μόλις τα αδειάσουν τα ξαναγεμίζουν με τα δικά σου χαμπέρια. Όσο πιο μεγάλο φτυάρι, τόσο πιο βαθύ το θάψιμο. Να σημειωθεί ότι, το άτομο που θάβεται είναι ζωντανό και ακμαιότατο, αλλά η τύχη του μετά την ταφή εξαρτάται από τους παρευρισκόμενους στην τελετή.

Τελετές θαψίματος είναι συχνές ανάμεσα σε συναδέλφους στη δουλειά, με σκοπό την ευνοϊκότερη μεταχείριση του νεκροθάφτη, ανάμεσα στις κυρα-περμαθούλες της γειτονιάς και, γενικά, σε κάθε παρέα που έχει τελειώσει τα υπόλοιπα νέα, αλλά για να μην τελειώσει ο καφές στο μουγγό, βγαίνουν τα φτυάρια για όποιον έχει άχτι (π.χ. τον προϊστάμενο πωλήσεων της εταιρείας).

- Τόνια θα πάμε για καφέ σήμερα; Έχω να σου πω νέα για τη Σούλα...
- Ναι ναι... να πάρω μαζί μου το μεγάλο φτυάρι ή το μικρό;

(από vip, 05/04/09)Φτυάρι κι αυτό (από GATZMAN, 14/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επικρατεί βαβούρα, γίνεται μπάχαλο, το έλα να δεις, ο καθένας μιλάει δυνατά και λέει ό,τι νά 'ναι, δημιουργώντας τελικώς ένα γενικό μπουρδέλο όπου κανείς δεν ακούει κανέναν.

Σύνηθες φαινόμενο στην παραθυρομουρμούρα με τους εισαγγελάτους και τους δημοσιοκάφρους να δίνουν το σύνθημα και οι μόνιμοι φωνακλάδες καλεσμένοι να στήνουν ένα κωλοχανείο.

Λέγεται όμως και για μαγαζιά που έχουν πολλή και θωρυβώδη πελατεία.

Από τον όλο αυτό τζερτζελέ δεν πρόκειται να βγει τίποτα, διότι ακόμα κι αν ο μουγκός πονάει πάνω στο φίκι-φίκι δεν μπορεί να μιλήσει, αλλά και να μιλούσε, στου κουφού την πόρτα...

- Αποστόλη σήμερα θα φέρω μια παρεούλα στην ταβέρνα που παίζεις, να μας πεις κανένα τραγουδάκι από τα καλά που ξέρεις. Κλείσε τραπέζι δίπλα στο παταράκι να σ' ακούμε καλύτερα.
- Κοντά-μακριά ρε Νικόλα, τζάμπα θα έρθετε. Γίνεται πανικός εκεί μέσα, τους μουσικούς μας γράφουν στην καραπουτσακλάρα τους ο κόσμος. Ούτε ραδιόφωνο να ήμασταν.
- Τόσο πολύ ρε κολλητέ;
- Χαμός σου λέω... Γαμάει ο κουφός τον μουγκό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προαιώνιο ταμπού που αποτρέπει το σεξ μεταξύ παντρεμένων οικογενειορχών.

Βλ. και στάση 96.

Λίλιαν: Τελικά φιλενάδα, πώς είναι το σεξ μεταξύ παντρεμένων;

Δεβόρα: Είσαι σοβαρή; Σεξ με τον πατέρα των παιδιών μου; Μα αυτό είναι αιμομιξία!

Got a better definition? Add it!

Published

«Δεν θα μείνει τίποτα», δεν θα μείνει όρθιο τίποτα, θα καταστραφούν τα πάντα, η καταστροφή θα είναι ολοκληρωτική, θα μείνει ένα τίποτα που θα ‘ναι λιγότερο κι από τίποτα. Less than zero.


Προσπάθεια εντοπισμού προέλευσης:
Που υπάρχει το κολυμπηθρόξυλο, αφού όλες οι κολυμπήθρες είναι μεταλλικές; Οι κολυμπήθρες που βαφτίζουν τα μωρά είναι μεταλλικές – σο, ξύλο δεν υπάρχει, δεν υπάρχει τίποτα.

Ακόμα και η διάσημη «κολυμβήθρα του Σιλωάμ», όπου έπλυνε τα μάτια του ο τυφλός και ξαναβρήκε το φως του, λίμνη ήταν επί της ουσίας, ξύλο μια φορά δεν είχε λέμε, δεν είχε τίποτα.

Η εκδοχή ότι, κολυμπηθρόξυλο είναι το ξύλο που χώνει το μωρό στον παπά κατά την διάρκεια της βάφτισης στην προσπάθειά του να αποφύγει το χώσιμο στην κολυμπήθρα, δεν υποστηρίζεται από επιστημονικά στοιχεία (σ.ς. ενδέχεται, αυτή η εκδοχή να οδήγησε μεταγενέστερα στην έννοια του κολυμπηθρόξυλου). Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, δεν θα μείνει κολυμπηθρόξυλο σημαίνει ότι δεν θα μείνει ούτε παπάς, ούτε μωρό για να δείρει τον παπά, ούτε βάφτιση. Τίποτα. Τέλος.

Συνεπώς, κολυμπηθρόξυλο = τίποτα, δεν θα μείνει κολυμπηθρόξυλο = δεν θα μείνει τίποτα. Όπερ έδει δείξαι.

Το «κολυμπηθρόξυλο» παίζει και ως «κολυμβηθρόξυλο» στην πιο λόγια μορφή του, αλλά στην καθομιλουμένη το -μπ- επικρατεί, γιατί δίνει και μια πιο καταστροφική χροιά στην λέξη όσο και να 'ναι, παραπέμποντας σε μπαμ-μπουμ.


*Asist: GATZMAN από το ΔΠ*

(Εδώ)
Ένας 60χρονος άνδρας συνελήφθη, ως ο υπεύθυνος για την φωτιά στη Ρόδο. Δηλαδή, αν ξαμοληθούν όλοι οι ηλικιωμένοι και δρουν ανεξέλεγκτα, δεν θα μείνει κολυμπηθρόξυλο.

Κολυμπήθρες Πάρου. Οταν πέφτει ξύλο εδώ, το λένε κολυμπηθρόξυλο...χεχεχε (από GATZMAN, 06/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιώσιμο και τεμπελιά!

- Θα το ρίξω για καλά στο σορολόπ!

Και το ρίχνω στο σορολόπ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified