Η αλλαγή φύλου εν Καζαμπλάνκα του Μαρόκου, που γίνεται προς την σκληρή κατεύθυνση. Λογοπαίγνιο με το «σκλήρυνση κατά πλάκας», μακριά από μας.
Πηγή: Athens Voice.
Άσε, η καημένη η Μαρία έπαθε σκλήρυνση Καζαμπλάνκας. Τώρα είναι σαν τον Σουγκλάκο!
Η αλλαγή φύλου εν Καζαμπλάνκα του Μαρόκου, που γίνεται προς την σκληρή κατεύθυνση. Λογοπαίγνιο με το «σκλήρυνση κατά πλάκας», μακριά από μας.
Πηγή: Athens Voice.
Άσε, η καημένη η Μαρία έπαθε σκλήρυνση Καζαμπλάνκας. Τώρα είναι σαν τον Σουγκλάκο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από παλιά δυσφήμηση.
Αλλά έχει κολλήσει και στην καθημερινότητά μας.
Λέγεται όταν είμαστε αρκετά σίγουροι (όχι απόλυτοι) για κάτι που γνωρίζουμε ότι συγκριτικά με άλλα ομοειδή είναι πολύ ανώτερο.
Είμαστε τόσο σίγουροι που λαμβάνει χώρα αυτό το κάτι που όλα τα άλλα είναι απλές οδοντόκρεμες (δηλαδή αυτή η οδοντόκρεμα, «το κάτι», είναι καλύτερο από τις άλλες οδοντόκρεμες).
Όπως και η έκφραση ανώτερο και από τους κεφτέδες
Και είχα μια τρελή νύχτα με την Μαίρη - ξυλάγγουρο, ξεξυλάγγουρο ήταν ανώτερη και από τους κεφτέδες. Όλες οι άλλες είναι απλές οδοντόκρεμες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι κινήσεις που κάνει κάποιος παραπαίοντας τα τελευταία sec πριν από μια θεαματική πτώση από γλίστρημα, ζάλη, μέθη κ.λπ.
«Κάνε μια ζεϊμπεκιά» = κάνε μου μια χάρη.
Συνώνυμα: μαγκιά, ταρζανιά, καουμποϊλίκι και άλλες εντυπωσιακές λέξεις για κάτι που συχνά είναι πολύ απλό, απλώς βαριόμαστε να το κάνουμε οι ίδιοι και το μεγαλοποιούμε για να κολακέψουμε αυτόν που θέλουμε να μας το κάνει.
- Μπουαχαχαχα! Τι έκανες ρε μαλάκα, είσαι θεός!
- Τι γελάς ρε μαλάκα, τσακίστηκα! Πονάω ρε μαλάκα, ηλίθιε, μη γελάς γαμώτ' σου λέω!
- Μαλάκα σόρυ. Χτύπησες ρε φίλε; Για να δω. Σιγά σιγά, ώωωπα... χμφχχχχ... ουαχαχαχαχα! Σόρυ που γελάω, αλλά αν έβλεπες τη ζεϊμπεκιά σου!
Ρε Γιάννη, κάνε μια ζεϊμπεκιά ρε φίλε και πιάσε μου λίγο το νερό από κει.
Τρεκλίσματα: ζεϊμπεκιά, οχτάρια, στρέκλα-δίπλα.
Got a better definition? Add it!
«For the win», στα αγγλικάνικα. Αποτελεί τρόπο επαίνου ή ανάδειξης ενός προσώπου ή πράγματος, ακολουθώντας μέσα στη πρόταση το εν λόγω ουσιαστικό ή κύριο όνομα, ακριβώς όπως το παλιό, καλό κι ελληνικό «και πάσης Ελλάδος».
Συναντάται κυρίως στον ιντερνετικό γραπτό λόγο (fora, blogs, IRC κ.ο.κ.)
sakis4evah89: Sakis kai pashs ellados re, gamw ta spitakia sas kai th Gyrovision sas koloevropeh
Ronaldinho91: lol what;
3sakis4evah89: Sakis ftw re, ante gamithite
Ronaldinho91: Oh, ok then
Got a better definition? Add it!
«Same Shit Different Day»
Παρόμοιο με το δικό μας «...Τα ίδια σκατά».
(στο γραφείο)
- Πώς είναι τα πράγματα σήμερα;
- SSDD.
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για το τυπικό σπλάτερ Σαββατοκύριακο κατά το οποίο οι Ελληνικοί δρόμοι αλλάζουν χρώμα.
Σύμφωνα με εκθέσεις της Κομισιόν και της Eurostat, εδώ και χρόνια κατέχουμε Πανευρωπαϊκό ρεκόρ σε θανάτους από τροχαία. Το 2004, αγγίξαμε τους 178νεκρούς ανά εκατομμύριο κατοίκων, ενώ το 2008 ξεπεράσαμε εαυτούς με 212θανάτους αντίστοιχα. Κατά την 35ετία 1965–2000 σκοτώθηκαν 75.000, δηλαδή 5.000 περισσότεροι από όσους απεδήμησαν εις Κύριον στους πολέμους των τελευταίων 100 ετών.
Σε αντίθεση δε με τους κουτόφραγκους, εμείς οι Ρωμιοί έχουμε έξαρση ατυχημάτων τα Σαβανοκύριακα, όταν στις υπόλοιπες χώρες, μειώνονται: το Σαββάτο γίνεται το 12% των ατυχημάτων έναντι του 4% στη Σουηδία και του 7% στην Ισπανία. Αντίστοιχη είναι η κατάσταση και την Κυριακή: έχουμε το 9,3% του συνόλου, έναντι μόλις του 1,7% στην Αυστρία.
Τις πταίει; Η κακή ποιότητα του οδικού δικτύου, η κακώς εννοούμενη παιδεία, η κυκλοφορία φορτηγών το Σαβανοκύριακο, τα διπλώματα οδήγησης που χορηγούνται με γρηγορόσημο, οι κάγκουρες, τα στροφιλίκια, το ότι δεν φοράμε ζώνες και περνάμε το κράνος στο μπράτσο, ο κακός μας ο καιρός και η λεβεντομαλακία που μας δέρνει...
Εκ του σαβάνου και της Κυριακής.
Ασίστ: Τζιμάκος Πανούσης
– Τι κάνεις το σαβανοκύριακο;
– Το Σαββάτο θα πάω στα εννιάμερα του Γιάννη και την Κυριακή θα επισκεφτώ τον αδελφό του στο Κ.Α.Τ.
Got a better definition? Add it!
Το πάθημα, η απάτη, η ταλαιπωρία στην οποία μας υποβάλλει κάποιος. Από το τουρκικό «huner» που σημαίνει επιτηδειότητα, επιδεξιότητα, τεχνική. Το λλέμε πολλύ στο Βορρά.
Κατ' επέκταση μπορεί να σημάνει και την εκδίκηση, ή την τιμωρία.
Τί χουνέρι μου έκανε πάλι η προκομμένη η κόρη σου, ξέρεις; Βγήκε προχτές με τις τρελές τις φιλενάδες της και δεν πήγε το πρωί να δώσει Ισπανικά γιατί κοιμόταν, η κατσίκα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η λέξη προέρχεται εκ της αγγλικής λέξης support (υποστηρίζω) και έχει ανάλογη σημασία.
Πιο συγκεκριμένα, εκφέροντας τον όρο, μπορεί να μιλάμε για:
υποστήριξη ατόμου, ή ομάδας ατόμων
Και εγω στην Ισπανια τη Βαλενθια σαπορτάρω.
Δες
υποστήριξη γνώμης, άποψης
παροχή ηθικής βοήθειας
Μεγάλε, δεν πας καλά. Πρέπει να σε σαπορτάρει Γιαλομολόγος.
παροχή υλικής βοήθειας, ή εργασίας προς κάποιο άτομο, οργανισμό, κλπ. Αυτή η εργασία μπορεί να δρα επιβοηθητικά στην προσπάθειά κάποιου, μπορεί όμως να αποτελεί προϋπόθεση προκειμένου να ολοκληρωθεί ένα απαιτητικό πρότζεκτ
Σε εργασιακό χώρο, ένας υποψήφιος υπάλληλος που προορίζεται για να αναλάβει υπεύθυνος κάποιου πολύπλοκου πρότζεκτ, κάνει κάποιες διευκρινιστικές ερωτήσεις.
Got a better definition? Add it!
Ρίχνω μια ματιά ή/και κάνω ένα τσεκάρισμα, στο πιο μαγκιόρικο.
Για ρίξε ένα βλέφαρο και συ, είναι εντάξει το κείμενο ή μου ξέφυγε κάνα λαθάκι;
Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.
Got a better definition? Add it!
Γούτσικες γλυκές ματιές, ή ματιές γεμάτες νόημα, τις οποίες κάνουμε στον άλλον είτε με πάθος (λέμε τώρα...), ή για πλάκα. Οι ματίνες είναι τα αλλεπάλληλα βλεφαρίσματα που στάζουν μέλι. Καρτουνίσιο όταν το κοροϊδεύουμε, γεμάτο πάθος όταν το βλέπουμε από ηθοποιούς της Λάμψης ή κάποιας σαπουνόπερας τέτοιου πιπέδου.
Συνώνυμο: κάνω χαριτωμενιές, κάνω γλύκες κλπ.
Μη μου κάνεις ματίνες τώρα, το ξέρεις καλά ότι την έκανες την κουτσουκέλα σου και πρέπει να μπαλώσεις τα σπασμένα...
Got a better definition? Add it!