Further tags

Με πιάνει ακατάπαυστη διάρροια από τροφική δηλητηρίαση.

Κατά το ήμισυ πιθανολογείται ότι προέρχεαι από το όνομα του δρομέα Σπύρου Λούη μιας και ο δηλητηριασμένος τρέχει προς την τουαλέτα.

Χθες έφαγα βρώμικο έξω από το γήπεδο και με πήγε λούι-αίμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μερτικό γης, προίκας, κληρονομιάς, ή άλλης περιουσίας που προέρχεται από ή προορίζεται προς γυναίκα.

Εκ των μουνί (< μνίον, χνούδι) και μοῖρα (< μείρομαι, παίρνω το μερίδιό μου). Λαογραφική μουνοσλανγκιά της Θράκης, σταχυολογείται από την Μαρία Βραχιονίδου, «Οι ονομασίες των γεννητικών οργάνων στα νεοελληνικά ιδιώματα και διαλέκτους», εδώ.

- Εφόσον αποδειχτεί ότι ο μακαρίτης, δεν είχε προλάβει να συντάξει διαθήκη, τότε μιλάμε για εξ αδιαθέτου διαδοχή, στην οποία καλούνται πρώτα-πρώτα, τα παιδιά. Επομένως, αφού είχε μία κόρη, αυτή είναι και η μοναδική κληρονόμος. Ο/η σύζυγος, που επιζεί, καλείται ως κληρονόμος, στο 1/4 της κληρονομιάς, όταν υπάρχουν παιδιά και στο 1/2, όταν δεν υπάρχουν παιδιά, αλλά άλλοι συγγενείς, όπως αδέρφια, γονείς, ανίψια, παππούδες κλπ. Στο παράδειγμά μας, επομένως, αν δεν εμφανιστεί διαθήκη, κληρονομεί το 1/4 η σύζυγος και τα υπόλοιπα 3/4 της κληρονομιαίας περιουσίας, η κόρη! Αν όμως εμφανιστεί διαθήκη, η οποία π.χ ορίζει ότι όλη η περιουσία καταλείπεται στη σύζυγο ή/και σε τρίτους, τότε έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί νόμιμης μουνομοίρας, για την κόρη, η οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς, αλλά έχει απαίτηση για το νόμιμο μουνομοίρι της.

Got a better definition? Add it!

Published

«Απάγγειλέ μου την Ιλιάδα»: ατάκα που λέγεται ακριβώς μετά την συνουσία (συνήθως από τη γυναίκα) με διττή σημασία: 1) με σκοπό να κριτικάρει κεκαλυμμένα τον ποιότητα της συνουσίας, 2) με σκοπό να δώσει έναν εκπαιδευτικό χαρακτήρα στην συνουσία.

  1. - Τι σου κάνω μανάρι μου, τι παιδί κολασμένο είσαι σύ [W=Kaulaoura_7381]Καυλάουρα[\W] μου... Τελειώνω... ΑΑΑΑΑ...
    - Χμμ κομπλέ Αρτεμίδωρε; Άντε, καλά γάμησες, απάγγειλέ μας τώρα και την Ιλιάδα.

  2. - Πωπωπωπω τι μου κάνεις; Τιιιιιι... Κι άλλο... Κρατήσου λίγο ακόμα μωρό μου ατελείωτο... Χύνω...ναι...ναι...ΝΑΙΙΙΙ...
    - Αχ είσαι ο άντρας της ζωής μου. Πρώτα με γαμάς καλά και μετά μου απαγγέλλεις την Ιλιάδα. - Λιώνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά από το μηχανάκι (όπου μπορεί να καθίσουν τρεις πάνω) στη σεξουαλική ζωή, όταν γίνεται τριολέ και συμμετέχουν τρεις στην καβάλα.

Τι να κάνουμε Γιάννη μου; Στις μέρες μας το τρικάβαλο συνηθίζεται.

(από Khan, 21/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην οδηγία κατά την οποία η συνουσιάζουσα καλείτε να αρπάξει το ανδρικό μόριο για το οποίο για άγνωστο λόγο ο κατέχων νιώθει υπερήφανος.

Χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από γεωργό ο οποίος τα μπέρδεψε με την τσάπα και προσπάθησε να οργώσει το χωράφι με την τσαπού.

Η ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ και το ΕΣΟΥΡΟΥ απαγόρεψαν σχετικές αναφορές και παραδείγματα. Την ως άνω αναφορά προσπαθεί να μεταφράσει και το Γερμανικό υπουργείο Οικονομικών.

(από Khan, 15/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρχαιότερος επιθετικός προσδιορισμός κατά τον οποίο οι φιλόσοφοι τά 'χουν κάνει όντως μουνί προσπαθώντας να αποδείξουν αν η φράση είναι θετική ή αρνητική ως προς τον προσδιορισμό της. Τελικά το μουνί είναι καλό ή κακό; μας αρέσει ή μας απωθεί;

Αααα μουνί τάκανες. - Είσαι θεόμουνο μανάρι μου - τι μουνάρα είσαι εσύ παιδί μου ; - απαπαπα σαν μουνί καπέλο είσαι - το μουνί της μάνας σου - και άλλα διάφορα που κατά καιρούς μπερδεύουν άπαντες τους κατέχοντες πουλάκι.......

βλ. και μουνί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή λέγεται σε ήπιο και κοροϊδευτικό τόνο προς κάποιον που σε έχει εκνευρίσει και είναι συνώνυμο του «μου τα 'κανες τσουρέκια / πεπόνια», μου τα έχεις σπάσει κ.τ.λ... Εμπεριέχεται όμως σ' αυτήν ένα καλλιτεχνικό περιεχόμενο, αφού ο ποιητής γίνεται ζωγράφος των ίδιων των γεννητικών του οργάνων, εξαιτίας του ατόμου που τον εκνεύρισε...

Μετά από ώρες κρεβατομουρμούρας της γυναίκας:
- Κατάλαβες τι θέλω άντρα μου;
- Ναι.
- Και;;
- Στ' αρχίδια μου σε γράφω και κάνω τον ζωγράφο!!!χαχαχαχαχαχαχα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσδιορισμός καταναγκαστικής εργασίας κατά την οποία η πίπα που τρως και το «πήδημα»...είναι άξια επαίνου. Συνήθως απαντάται στα χρόνια της θητείας, κατά τα οποία αυτά που τραβάει ο νέωψ μοιάζουν να τον κάνουν μογγόλο.

Παπαδόπουλε τράβα καλλιόπη. Θέλω ο κώλος μου να αγαπήσει την χέστρα, νέοπαααα. -Παπαδόπουλεεεεε πίπα κώλο, γερμανικοοοοοοό....και μετά νέοπα λοβε μπόουτ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πνίγω κάτι, το κάνω γαργάρα, το παραμελώ ή το αγνοώ τελείως.

- Συναντήθηκα χθες με τον Καραγιάννη και του είπα να μπω μέτοχος στην επιχείρηση.
- Ρε μαλάκα ο τύπος είναι μαφία. Άμα δεν είσαι μέσα στο κύκλωμα δεν ασχολείται με την πάρτη σου. Άσε, θα το έλουσε τελείως το θέμα εγγυημένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθετί που μιμείται συνήθειες ή πεπραγμένα των φοιτητικών χρόνων πλην όμως τα χρόνια -φευ- έχουν περάσει και πλέον δεν είμαστε φοιτητές αλλά διάγουμε τα δεύτερα -άντα.

Παραδείγματα φοιτητοκαταστάσεων είναι όταν βρισκόμαστε σε κάποια περίσταση να ανέβουμε πέντε-έξι σε ένα τουτού (εξακάβαλο) ή όταν προκύπτει ad hoc διανυκτέρευση σε φιλικό σπίτι (με πυτζάμες που αποτελούν χορηγία του φιλοξενούντος) ή όταν καλούμαστε να μαγειρέψουμε ό,τι έχει απομείνει στα ντουλάπια για να χορτάσουμε μια μεγάλη παρέα κ.λπ.

- Και αντί να πάρω ταξί να γυρίσω σπίτι, το κόβω με τα πόδια και πέφτω πάνω στη Ματίνα. Να μη στα πολυλογώ, ξημέρωσα σπίτι της.
- Φοιτητοκατάσταση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified