Further tags

Ρεμπέτικη φρασεολογία για το λαθρεμπόριο και τον κοντραμπατζή, αντίστοιχα. Επί τουρκοκρατίας, μια μεγάλη μερίδα Ρωμιών θησαύριζε διακινώντας λαθραία καπνά. Οι σύγχρονοι κατσιρματζήδες διακινούν λαθραία τσιγάρα με κακοτάξιδα πατατάδικα.

Ως ναρκοσλάνγκ, κατσιρματζής αποκαλείται επίσης το βαποράκι που (συχνά εν αγνοία του) μεταφέρει πράμα (βλ. εδώ).

Εκ του τουρκικού kaçırma / kaçırmasi (απαγωγή). Στην γουγλογραφία εμφανίζεται κι ως κατιρματζής.

1.
Επαγγελματίες βαρκάρηδες, ξεμπαρκάρανε τους επιβάτες από τα μεγάλα βιαστικά βαπόρια, τα ποστάλε, που δεν μπαίνανε μες στο λιμάνι, μόνο αράζανε μισό η κι ένα μίλι στ' ανοιχτά. Κοντά σ' αυτό, λίγο ψαράδες, λίγο κατσιρματζήδες, λίγο νταβατζήδες στα καφέ σαντάν και τα καφέ αμάν του λιμανιού. Ποτισμένοι άρμη, ψημένα παλικάρια κι από τις δυο μεριές.

  1. ♪♫ Μες τα Βουρλά κατιρματζής
    αντάμης και κοντραμπατζής
    και της τουρκιάς ο τρόμος
    καβάλα σε λιγνό φαρί
    το μάτι του θόλο βαρύ
    πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος

Είχε σκοτώσει τσαντιρμά
Όταν περνούσε κατσιρμά
Μπροστά απ’ το καρακόλι
Για να γλιτώσει τα καπνά
Σκαρφάλωσε από τα βουνά
Και τα φευγάτισε στην Πόλη ♪♫ («Ο μπάρμπας μου ο Παναγής», Μιχ. Ζαμπέτας)

3. Κατιρματζής είναι ο λαθρέμπορος. Επί Οθωμανών υπήρχε ένας τεράστιος υπόκοσμος που ζούσε από το λαθρεμπόριο καπνών για το οποίο υπήρχε αυστηρότατος έλεγχος. Οι Έλληνες της ανατολής πρωτοστατούσαν σε αυτή τη δραστηριότητα.

(από Khan, 19/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η σόμπα (από τα ιταλιάνικα).

  2. Χαρακτηρισμός για τον πολύ ζεστό και υγρό, άρα αποπνικτικό καιρό / ατμόσφαιρα (βλ. παράδειγμα).

- Τρελή ζέστα σήμερα, τάχω παίξει.
- Νταξ, αλλά ξερή, φυσά βοριάς, δεν είναι σαν τη στούφα που είχε πλακώσει τις προάλλες.

Ωδή στη στούφα (από Jonas, 25/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Όψιμη χασισλάνγκ: όταν την ακούς χάλια και κάνεις «βαρύ κεφάλι» μετά από κάπνισμα κακής πχοιότητας χασισακίου.

Προϋπήρχε ως ιατρικός όρος από τότε που βγήκαν οι λάσπες (βλ. πρώτο παράδειγμα), κυρίως με την μορφή καρηβαρία.

Ετυμολογείται εκ των κάρα (κεφάλι) και βαριά· η παρουσία του γαμοσλανγκενεργού «καρά-» είναι παντελώς συμπτωματική.

1. ... ἀνακαίνισις καὶ καραβαρία καὶ σκάτωσις καὶ ρῖχος περὶ τήν κεφαλήν ...
(Συμεών Μάγιστρου και Φιλοσόφου του Αντιοχέως, «Φιλοσοφικά και Ιατρικά», Βερολίνο, 1842)

2.
Το «Τραγούδι της Μορφίνας»
Αυτός είμαι εγώ…
Αυτός είσαι εσύ…
Αυτό είναι το Παν.
Στοιχειωμένοι..
Παιδιά του δρόμου. ..
Έξω όλη νύχτα..
Καραβαρία
Μπερδεμένα όλα…

  1. Καραβαρία: αποχαύνωση μετά το κάπνισμα κακής ποιότητας χασισιού.
    (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου, «Το λεξικό της Ντάγκλας», εκδόσεις Όπερα 1995)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν ξέρω την τύφλα μου στον απόλυτο υπερθετικό βαθμό.

- Διάβασες μαθηματικά;
- Τι να διαβάσω ρε μαλάκα, τη μισή χρονιά έχασα τη μπάλα με τις ασκήσεις. Δεν ξέρω τ' αρχίδια μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλέμπα έχουμε θέσει τον ορισμό του τεμπελοβρομιάρη που όπου βρει φιδιάζει.

Τέρμα πλέμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρυφερίτσα: η μαγική χώρα τσῆ τρυφῆς, τσῆ ἀκολασίας καὶ τσῆ μαλθακίας.

Βγαίνω στην τρυφερίτσα: πρωτάρχισαν τα όργανα, τα μπαλαμούτια, τα φίκι-φίκι καθώς βγαίνω στο κλαρί ή / και από την ντουλάπα.

Κλασικός γιαγιαδισμός που δίκην τζιλφ διατηρεί την φρεσκαδούρα και την σλανγκενέργειά του.

1.
Στις 6 του Φλεβάρη του 1981, ο Ράλλης εκτός από την καθαρεύουσα κατάργησε την ποδιά από τις μαθήτριες όλων των βαθμίδων και έδωσε δουλειά στην αντιπαράθεση εχόντων και μη εχόντων, αντί της ισότητας που έδινε η ποδιά. Αποτέλεσμα να αναπτυχθεί το μίσος μεταξύ των παιδιών, λόγω αδυναμίας αγοράς των διαφόρων σινιέ που διέθεταν οι πλούσιες. Το επόμενο βήμα ήταν η τρυφερίτσα για να αποκτηθούν τα σινιέ. Ευτυχώς που τα ΜΜΕ δείχνουν την κατάντια των σημερινών παιδιών ακόμα και μέσα στα σχολεία.

2.
Κάθε χρόνο το Athens Pride (και πλέον το ακόμα πιο πολωτικό Thessaloniki Pride) βγάζει στην τρυφερίτσα όλες τις τρελές: τις θεούσες, τους παπάδες, τους φασίστες, τους δήθεν φιλελεύθερους «με gay φίλους».

3.
Ας μη βγουμε λοιπον στη τρυφεριτσα (κι αλλο μπλαβο στους κοκκινους) και... παθητικη αντισταση! Γιατι, μαγκες, η επανασταση οταν ειναι βασιμη και μαζικη, εχει... το εμπριμέ της!!

Got a better definition? Add it!

Published

σκορδομπούτσογλου, σκορδοπούτσογλου

Πρόκειται για λέξη που χρησιμοποιείται για να δείξει τη ματαιότητα κάποιας δήλωσης καθώς και το πλήρες μπάχαλο που επικρατεί. Συναντάται κυρίως σε εργασιακούς χώρους.

  1. - Τελικά άλλαξαν οι προτεραιότητες στο έργο.
    - Σκορδοπούτσογλου.

  2. Έγινε συνενόηση Σκορδοπούτσογλου.

  3. Άλλα έλεγαν πριν, άλλα τώρα. Σκορδοπούτσογλου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν τύπο, ο οποίος έχει φοβερό ψυχαναγκασμό με λεκέδες, μικρόβια, σκόνη κτλ.

Αν πέσει κάτι στο παντελόνι του, παθαίνει κατάθλιψη, γιατί πρέπει όλα να λάμπουν και να είναι ατσαλάκωτα πάνω του. Αν πας σπίτι του, πρέπει οπωσδήποτε να βγάλεις τα παπούτσια, σαν να μπαίνεις σε τζαμί. Θυμάσαι δεκαετία 80-90 στην Αθήνα, που η θεία σου περπατούσε σε πατάκια για να μη χαλάσει το παρκέ; Ε, αυτός το βιώνει μόνιμα.

Αγαπάει χλωρίνη και όλα τα καθαριστικά. Αν αφήσει πιάτο άπλυτο το βράδυ στον νεροχύτη, έχει εφιάλτες στον ύπνο του. Το χιούμορ του είναι φάση Μουτσινάς, οπότε σίγουρα θα ανακαλύπτει συνέχεια κάποιο καινούριο σου ψεγάδι, ή θα κολλήσει σε μια τελείως ασήμαντη λεπτομέρεια στα λεγόμενά σου, με την οποία μπορεί να γελάει 3-4 χρόνια.

Σαφώς μαμάκιας, μίζερος και ενδεχομένως επαρχιώτης. Κρύβει βαθιά μέσα του μια γυναικεία προσωπικότητα, παρόλα αυτά κράζει τους γκέι. Αποκλείεται να σε φιλήσει μετά από στοματικό, πας καλά; Θα πλύνεις δόντια και θα κάνεις 8 γαργάρες με στοματικό διάλυμα.

Αγαπημένη του διαφήμιση: τη στιρέλλα, τη στιρέλλα!
Αγαπημένο του τραγούδι: είμαι η Μαίρη Παναγιωταρά
Αγαπημένη του ατάκα: τα κάνει αόρατα!

  1. Βγήκα με ένα φρούτο χτες, του χύθηκε καφές και έκλαιγε τον λεκέ 3 ώρες.

  2. Ο μπούμπης μου έκλαψε τον λεκέ στο χαλί και πήρε τη μαμά να του πει πώς να τον αφαιρέσει.

  3. Φοράει εσώρουχο μέσα απ' το μαγιό, ξυρίζει πόδια και κλαίει λεκέδες, άσ' το καλύτερα γίνε λεσβία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξύλινο μπινελίκι για τους σε-διατεταγμένη-υπηρεσία τραμπούκους νεροκουβαλητές πολιτικών ρευμάτων ή κομμάτων, και πάσης φύσεως συμφερόντων.

Μονίμως έγκαυλα για γαβγάδες, τα μαντρόσκυλα υπερασπίζονται λυσσαλέα τα αφεντικά τους. Η παρούσα οικονομική και κοινωνική κρίση ευνοεί την ανάπτυξη μαντρόσκυλων ανθεκτικών στην φόλα (βλ. ενδεικτικά: Η. Κασιδιάρη, Ζ. Κωνσταντοπούλου, Α. Γεωργιάδη).

1. Φασισμός: Το μαντρόσκυλο του καπιταλισμού.

2. ΤΟ ΠΡΩΗΝ «ΜΑΝΤΡΟΣΚΥΛΟ» ΤΗΣ ΝΤΟΡΑΣ, Ο ΣΚΥΛΑΚΑΚΗΣ, ΕΓΙΝΕ ΚΑΙ ΠΡΟΕΔΡΑΣ... ΣΤΗΝ ΔΡΑΣΗ!

3. Κουνήσου τώρα όσο προλαβαίνεις μαντρόσκυλο, γιατι στις εκλογές θα σε ξεχάσει κι η μάννα σου θεομπαίχτη …

2. Και ως Πλεύρης, και ως ΛΑΟΣ που ήσαστε παλαιότερα, και ως οπαδός της 4ης Αυγούστου που ήσαστε πιο πριν και ως μαντρόσκυλο της ΝΔ που είστε τώρα.
(Δέσποινα Κουτσούμπα, εκπρόσωπος ΑΝΤΑΡΣΥΑ, προς Θάνο Πλεύρη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια πολύ άσχημη γυναίκα ή μια εξίσου κακή κατάσταση.

  1. - Ρε μαλάκα την είδες την νέα γκόμενα του Χρήστου;
    - Ναι ρε φιλε, και ήθελα να στο πω, η γκόμενα ειναι τέρμα πέτσα ρε φίλε!

  2. - Πήγατε τελικά με τους άλλους στο μπαράκι που μας έλεγε η άλλη;
    - Ναι ρε μαλάκα..
    - Και;
    - Ε τι και; Πέτσα ήταν η φάση και την κοπανήσαμε στεγνά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified