Ξυπνάω.
Άντρας : - Γυναίκα , χτυπάει η πόρτα, τράβα άνοιξε!
Γυναίκα : - Tο κινητό σου είναι, νιώσε!
Ξυπνάω.
Άντρας : - Γυναίκα , χτυπάει η πόρτα, τράβα άνοιξε!
Γυναίκα : - Tο κινητό σου είναι, νιώσε!
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του μένω μαλάκας, μένω ξερός, μένω κόκκαλο. Συνήθως χρησιμοποιείται όταν παθαίνουμε κάτι που δεν το περιμέναμε.
Άσε πήγα να την πέσω σε ένα τρελό χθες, και προέκυψε λεσβία! Τρελή ήττα ο δικός σου...
Βλ. και μένω καρότο, μένω πίπα, καγκελώνω, μένω κάγκελο. Ακόμη: ρίχνω, τρώω, πέφτω.
Got a better definition? Add it!
Το γυναικείο σώβρακο τύπου string που φαίνεται περισσότερο απ' όσο πρακτικά χρειάζεται.
- Κοίτα κοίτα τη σερβιτόρα! Τι στρινγκαδούρα είναι αυτή ρε...
Got a better definition? Add it!
Το μπρόκολο χρησιμοποιείται ως κόλλημα, ως απαίσια κατάσταση που δεν μπορείς να ξεκολλήσεις..
- Πού έχεις χαθεί ρε;
- Άσε ρε, έχω φάει μπρόκολο. Όλο διάβασμα και έρωτες...
Got a better definition? Add it!
Βαρύς πόνος, μαράζι, καημός που σε πνίγει. Συνώνυμο του ντερτιού.
- Άλλος νταλκάς και αυτός με το σύμπαν.
Got a better definition? Add it!
Δηλώνει κατάσταση, ενίοτε και άτομο που, ενώ δεν σε ξέρει, θα πιει τον καφέ σου, θα κάνει απ' τα τσιγάρα σου, θα σου σηκώσει το τηλέφωνο κλπ κλπ. Η κατάσταση δηλώνει τζαμπέ και χαλαρά μαζί.
- Πωωω, παίζει ενα πάρτυ σήμερα, χλίδα λέμε.
- Στο πολύ ζεβουαζιόν μας κόβω πάλι δηλαδή.
Got a better definition? Add it!
Ο κομμάτιας, κυρίως λόγω αϋπνίας. Η κατάσταση συνοδεύεται από ηλίθιο, σπαστικό γέλιο, χωρίς πραγματικό λόγο.
- Είμαι να την πέφτω φίλε. Χαχαχα! Είμαι τελείως μανούρι... χαχαχα
Got a better definition? Add it!
Απασχολώ με ανούσια ή μικρής σημασίας πράγματα. Χαλάω κάποιον με τα λεγόμενά μου, τον πρήζω. Το σημείο του σώματος που συνήθως υποφέρει είναι τ' αρχίδια.
- Έλα ρε φίλε τι σου ζητάω... 5 λεπτά απ' το χρόνο σου!
- Πωπω ρε Μπάμπη, μου σκότισες τ' αρχίδια ρε δικέ μου...
Got a better definition? Add it!
Η χάλια κατάσταση ενός αντικειμένου ή ατόμου.
Η σερβιτόρα παραπάτησε και μου 'φερε το δίσκο στο κεφάλι και μ' έκανε μουνί καπέλο! Η καριόλα...!
Δες και καπέλο.
Got a better definition? Add it!
Η ερωτική πράξη. Το λες όταν δεν θέλεις κάποιος να καταλάβει τι λες, παρόλο που είναι μπροστά.
Προφανώς ξεκίνησε από κάποιον υδραυλικό που, όταν αργούσε να πάει σπίτι του γιατί ξενοπηδούσε, έλεγε στη γυναίκα του:
- Είχα μπλέξει σε μια οικοδομή και σωλήνωνα όλο το απόγευμα.
Η γυναίκα του φυσικά δεν ρωτούσε τίποτ' άλλο, γιατί πίστευε ότι καταλάβαινε τι έκανε ο άντρας της: υδραυλικές εργασίες...
Πού χάθηκες χτες, ρε; Σωλήνωνες πάλι;
Got a better definition? Add it!