Η διαρκής κίνηση, η εγρήγορση. Η λέξη χρησιμοποιείται στον ενικό ή στον πληθυντικό, μόνη της ή σε εκφράσεις όπως είμαι στην τσίτα, βαράω τσίτες κτλ. Παράγωγο: τσιτάκιας.
Η διαρκής κίνηση, η εγρήγορση. Η λέξη χρησιμοποιείται στον ενικό ή στον πληθυντικό, μόνη της ή σε εκφράσεις όπως είμαι στην τσίτα, βαράω τσίτες κτλ. Παράγωγο: τσιτάκιας.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αποκριάτικη χοροεσπερίδα δια μαθητάς δημοτικών σχολείων Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Αποτελεί την κορυφαία στιγμή όχι μόνο του Απόκρεω, αλλά και της χρονιάς για μαθητές εως 12 χρονών, τους αποκαλούμενους και ως «καρναβαλάκια» και τυπική αγγαρεία για τους γονείς αυτών. Η προέλευση της λέξης παράμενει άγνωστη.
- Ρε Μάκη θα πάμε να δούμε τον ΠΑΟΚ το απόγευμα;
- Άσε ρε Φώντα ναούμ, έχω να πάω το παιδί στο μπαλνταφάν. Ελπίζω να χει καμία καλή μάνα τουλάχιστον.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει οτι κάποιος είναι λαμόγιο ή επιρρεπής στη λαμογιά (κοινώς, καβαντζοπουστας).
- Να πληρώσω τους καφέδες η τους κέρασε ο Μήτσος;
- Πλήρωσε τους γιατί ο άλλος την έκανε πάου νιάου!
Got a better definition? Add it!
Είναι έκφραση που υποδηλώνει πως κάποιος δυσκολεύει τη ζωή κάποιου άλλου σε υπερβολικό βαθμό.
- Τελικά η Μαίρη πήρε διαζύγιο. - Καιρός ήταν! Δεν πήγαινε άλλο πια η κατάσταση με τον βίαιο σύζυγό της. Της έκανε τον βίο αβίωτο...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σημαίνει ότι γίνεται κάτι βιαστικά, πρόχειρα και χωρίς έλεγχο.
- Πέρασαν 3 μήνες και ακόμα να μου επιστρέψει ο Τάκης τα λεφτά που του είχα δώσει όταν μου ζήτησε. - Καλά ρε φίλε και εσύ έτσι αβασάνιστα πας και δανείζεις χρήματα; Αυτός είναι άνεργος 2 χρόνια, έπρεπε να το είχες σκεφτεί καλύτερα πριν το κάνεις.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το λέμε για να εκφράσουμε μεγάλη κούραση που δεν αφήνει περιθώρια για άλλες ενέργειες.
- Πάμε σινεμά απόψε;
- Α, πα, πα, όλο το πρωι έκανα δουλειές και τώρα έχω πάθει κολάπσους καταχάμους και το μόνο που θέλω είναι το κρεβάτι μου.
Got a better definition? Add it!
Η ιδιαίτερα αυξημένη κατανάλωση φαγητών, το υπερβολικό τσιμπούσι.
Στο τραπέζι που μας έκανε η Στέλλα υπήρχε και του πουλιού το γάλα, φάγαμε τον άμπακο, κάναμε πρωτοφαγιά.
Got a better definition? Add it!
Αυτό που παθαίνουν οι άντρες μόλις δουν μια ωραία γυναίκα. Έχει τα εξής στάδια:
- Είδες πώς μας κοιτούσαν όλοι όταν μπήκαμε στο μπαρ!
- Τρεχοσαλίαση έπαθαν!
Got a better definition? Add it!
Δηλώνει την εμφάνιση ενός προσώπου σ' έναν χώρο. Το ρήμα χρησιμοποιείται όταν η εμφάνιση έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ή την διαδέχτηκαν αξιοσημείωτα γεγονότα. Απαντάται συνήθως στο γ' ενικό πρόσωπο και συντάσσεται συχνά με το ουσιαστικό μύτη.
Έχουμε αράξει που λες, και σκάει ο Γιώργος με τη Ducati... Λιώσανε τα γκομενάκια, κρίμα το ψήσιμο που ρίχναμε...
Θα τρώγαμε πολύ ξύλο αν δεν έσκαγε μύτη ο Νίκος που τους ήξερε και μας ξελάσπωσε!
Got a better definition? Add it!
Κάτι σωστό, εξηγημένο, «πετυχημένο», που σε επηρεάζει, δεν το ξεχνάς εύκολα.
- Πώς σου φαίνεται ο νέος διευθυντής; Δυνατός έτσι; - Ναι ρε, μέσα σε έναν μήνα έβαλε τάξη στο τμήμα, που το είχε αφήσει μπουρδέλο ο προηγούμενος.
Πςςςς... πολύ δυνατό τραγούδι αυτό. Έχω φάει κόλλημα μιλάμε.
Έβλεπες Κάντυ-Κάντυ; Ηταν πολύ δυνατό μικιμάου. Ακόμα θυμάμαι πώς ένιωσα όταν πέθανε ο Άντονυ...
Got a better definition? Add it!