Πολύ παλιά έκφραση της στρατιωτικής αργκό για την μηνιαία φυλακή. Προφ λογοπαίγνιο μεταξύ των μήνας και μιναρές (για την σλανγκική χρήση του οποίου βλ. μιναρές).
Μπαΐλντισε με τον στρατό, το πειθαρχείο, τους μηναρέδες...
Πολύ παλιά έκφραση της στρατιωτικής αργκό για την μηνιαία φυλακή. Προφ λογοπαίγνιο μεταξύ των μήνας και μιναρές (για την σλανγκική χρήση του οποίου βλ. μιναρές).
Μπαΐλντισε με τον στρατό, το πειθαρχείο, τους μηναρέδες...
Got a better definition? Add it!
Παλαιότατη στρατιωτική έκφραση για την στάση της προσοχής, όπου το σώμα του στρατιώτη καλείται να είναι άκαμπτο σαν μάρμαρο. Δηλώνει κυρίως το καψόνι να αφήνονται οι στρατιώτες υπερβολικά πολλή ώρα στην στάση της προσοχής. Οι καραβανάδες έδιναν και την εντολή «μάρμαρο το κορμί!».
Ο λοχίας ήταν πολύ στρατόκαυλος και μας πέθανε στο μάρμαρο και τα καψόνια.
Got a better definition? Add it!
Λέγεται συνήθως όταν παρακολουθούμε ή μας αφηγούνται μια χαζοχαρούμενη «δακρύβρεχτη» ιστορία η οποία μας αφήνει παντελώς αδιάφορους. Δηλώνουμε λοιπόν μ' αυτόν τον τρόπο ότι μη μου τα ζαλίζεις, χέστηκα, δεν μ' ενδιαφέρει η παπαριά που μου λες και σε γράφω στ' αρχίδια μου.
(Η γκόμενα παρακολουθεί μια σειρά στην τηλεόραση)
- Αχ τι συγκινητικό! Θα παντρευτούνε!
(Ο άλλος κοντεύει να κοιμηθεί από την βαρεμάρα)
- Τελέρε! Δάκρυσαν τ' αρχίδια μου από την συγκίνηση! (δε μας χέζεις ρε Νταλάρα)
Got a better definition? Add it!
Ιδρώνω τη φανέλα αλλά στον υπερθετικό βαθμό. Όρος δανειζόμενος από την ποδοσφαιρική αργκό των γηπέδων, κατά την οποία ο ποδοσφαιριστής ο οποίος θα παλέψει με δυνατά τάκλιν, σπρωξίματα, διεκδικήσεις για κεφαλιά κι όλα τα συναφή, είναι αυτός που τελικά θα ματώσει κυριολεκτικά, άρα θα έχει ματώσει και τη φανέλα του. Αντίθετα, αυτός που θα είναι «ατσαλάκωτος» θεωρείται ότι έχει συνήθως παθητικό ρόλο στην ομάδα του.
Στην καθομιλουμένη, το να ματώσει κάποιος τη φανέλα χρησιμοποιείται τόσο όταν αναφερόμαστε σε ποδοσφαιριστές που θα τα δώσουν όλα στο γήπεδο, όσο και σε εκείνους που θα προσπαθήσουν με το 100% των δυνατοτήτων τους στη δουλειά, στις γκόμενες και γενικά στους στόχους που θέτουν.
- Βλέπω αυτά τα σαπάκια που έχουμε σήμερα για επίθεση και θυμάμαι τον Κριστόφ Βαζέχα. Μεγάλη μπάλα.
- Πω ρε Γιάννη, τι μου θύμισες τώρα...τεράστια παικτούρα. Αυτός μάτωνε τη φανέλα για λίγα εκατομμύρια ευρώ, όχι σαν κάτι άλλους που έρχονται τώρα μόνο για τα ένσημα!
- Τι κάνει αυτός; Έχει πάρει πρέφα ότι συμπλήρωσε 60 ώρες δουλειάς στο γραφείο αυτή τη βδομάδα; Τι θα γίνει, θα ξεκουβαλήσει να πάμε για καμιά μπύρα; Έφτασε η Παρασκευή.
- Δεν υπάρχει ρε, μην ασχολείσαι. Ματώνει τη φανέλα το παλικάρι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται για άτομο που κάνει πολυτελή έξοδα, ενώ δεν έχει την οικονομική άνεση να τα καλύψει μέχρι τέλους.
- Τον είδες τον Αντώνη; Το έκλεισε το μπαράκι, του μείνανε οι δόσεις να πλερώνει και είχε δώσει και μπροστάντζα ένα σκασμό. Τώρα σκάει με καινούρια BMW εξάρα. Τί του λες;
- Α καλά. Εδώ ψωμάκι δεν έχει η κοιλίτσα μας, μουνάκι θέλει η ψωλίτσα μας!
- Πωω φίλη μου, δύσκολο πράμα να είσαι φοιτητόνι. Οι γονείς μου δεν μπορούν να μου στέλνουν παραπάνω λεφτά. Μάλλον θα κόψω τη θέρμανσή μου. Αρρωστάινω. Ευτυχώς θα πάω την άνοιξη Εράσμους Μπαρτσελόνα.
- Ρε φίλη, εδώ ψωμάκι δεν έχει η κοιλίτσα σου και μουνάκι θέλει η ψωλίτσα σου;
Got a better definition? Add it!
Λέγεται επίσης σε περιπτώσεις, όπου σε μία παρέα παρευρίσκεται μόνο μία γυναίκα απέναντι σε μία ολόκληρη τσατσάρα από άντρες, μόλις υπονομεύοντας την απόλυτη συμπάγεια του αρχιδόκαμπου, ή που έστω ο αριθμός των αντρών είναι συντριπτικά μεγαλύτερος από των γυναικών. Το ίδιο και για οικογένειες, όπου τυχαίνει να υπάρχουν πολλά αρσενικά και ελάχιστα ή ένα θηλυκό. Προφ από το γεγονός ότι η Χιονάτη είχε για παρέα επτά άντρες, ακόμη κι αν νάνους.
- Και, όπως είπαμε, απόψε θα είμαστε μόνο άντρες!
- Το ξέρω ρε συ, αλλά ο Γιώργος έχει καλέσει και τη νέα φίλη που έκανε από το Φέισμπουκ.
- Και τι θα κάνει η κοπέλα με οκτώ ψωλαραίους; Την χιονάτη;
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά σημαίνει μου αρέσει, γουστάρω, όπως και το λατσεύομαι (στην Μέση Φωνή), αλλά επιπλέον σημαίνει και ομορφαίνω, καλλωπίζομαι. Από το λατσός εκ της λέξης των ρομανί lačho (= καλός, όμορφος).
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά σημαίνει μου αρέσει, γουστάρω, αλλά και γουσταρίζομαι. Από το λατσός εκ της λέξης των ρομανί lačho (= καλός, όμορφος).
Got a better definition? Add it!
Παντρεύω κάποιον όντας ο/η κουμπάρος/-α του.
Λίγες ώρες πριν με καλεί ο κουμπάρος μου και μου ζητάει να πάω στο δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου και διέμενε. «Δεν πιστεύω να με ξέχασες ε; Σήμερα με παντρεύεις«. Χαλαρός ακουγόταν στο τηλέφωνο…όμως για μια ακόμη φορά έκρυβε περίτεχνα το άγχος του. Κλείνουμε ραντεβού στις 18.30. Σκάω μύτη στο δωμάτιο και το αλάνι δεν είναι ακόμη έτοιμο. Τον βλέπω και καταλαβαίνω ότι είναι πιεσμένος. Βρίσκω μια δικαιολογία και διώχνω τους συγγενείς. Μένουμε μόνοι στο μπαλκόνι λέμε καμιά μαλακία όπως κάνουμε πάντα όταν νιώθουμε πιεσμένοι, ανάβει ένα τσιγάρο και αμέσως νιώθει διαφορετικά. Του λέω «Χαλάρωσε και απόλαυσε το. Σήμερα σε κρεμάω. Δεν μπορείς να το αποφύγεις». Γελάει. Είναι αποφασισμένος…Τα υπόλοιπα είναι απλά Ιστορία. Η δική τους κοινή Ιστορία που μόλις ξεκίνησε. Εύχομαι όπως ήταν σήμερα να είναι σε όλη τους τη ζωή! (Εδώ για κρέμασμα σελεμπριτονίων).
Got a better definition? Add it!
Παντρεύομαι. Επειδή ο γάμος θεωρείται συχνά ως ένα τέλος εξίσου οριστικό με την κρεμάλα και συνήθως εξίσου θεαματικό, με πομπές, κορναρίσματα, δημόσια θεάματα. Είναι και αυτά τα στεφάνια τα άτιμα που μοιάζουν με θηλιές...
Πρβλ. και το λήμμα κρεμάλα για τα περαιτέρω, καθώς και την λέξη κρεμαλότεκνο των καλιαρντών για τον κουμπάρο.
Πάσα (Δ.Π.): Τζήζαντας.
- Καλά, τι κορνάρουνε σαν τα ζώα; - Θα κρεμάστηκε κανένας.
Κρεμάστηκε ο Justin Timberlake... με την Jessica Biel και το χάσαμε το κορμί πατριώτισσες!
Μετά από 5 χρόνια σχέσης και ένα χωρισμό το 2011, το διάσημο ζευγάρι παντρεύτηκε. Ο γάμος έγινε την προηγούμενη Τετάρτη στην Ιταλία, σε πολύ στενό οικογενειακό και φιλικό κύκλο. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!