Further tags

Ἡ ἔκφραση σημαίνει ὅτι τρεῖς μοιράζονται κάτι. Συνήθως ἀναφέρεται σὲ περίεργες ἤ ἁμαρτωλὲς καταστάσεις, τρίγωνα καὶ τὰ τοιαῦτα,

Γύρω γύρω τρεις στο γύρο αμαρτήσαμε, γύρω γύρω δυο για σένα την πατήσαμε

Στίχοι ἀπὸ τὸ τραγοῦδι Γύρω-γύρω

ἀλλὰ ὄχι πάντα.

- Δὲ μοῡ λὲς, τὴ βάρκα τὴν ἔχετε τρεῖς στὸ γῦρο; - Τὶ νὰ κάνω, ἀφοῦ δὲν εῖχα λεφτὰ νὰ τὴν πάρω μοναχὸς μου.

Ἡ ἔκφραση εἶναι αρκετὰ παλιὰ, τὴ θυμᾶμαι ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ '50. Μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ πιὸ παλιὰ (τὸ πιὸ πιθανό).

Πάντως τὸ 1978 ὑπῆρχε ὁμώνυμη τηλεοπτικὴ σειρὰ στὴν ΥΕΝΕΔ.

Τρεῖς στὸ γῦρο

σλανγκασίστ: στη γύρα (ὁρισμὸς titsunited/σχόλιο xalikoutis)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω χάσει το μυαλό μου με δύο διαφορετικούς τρόπους.

μού'χει στρίψει

Έχω τρελαθεί με την κακή έννοια. Τελώ υπό καθεστώς μανίας, καταστροφικού θυμού, ερεβώδους κακίας και βρίσκομαι ένα βήμα πριν την πύρινη λαίλαπα της σχιζοφρένειας, άμα αυτό συμβαίνει πολύ τακτικά. Σε ένα τυχαίο βίαιο υπέρ το δέον ξέσπασμα, αυτή η άτις μπορεί να προκαλέσει μιαν ύβρι που το κάρμα θα την επιστρέψει. Ο δράστης έχει το ακαταλόγιστο γιατί το πνεύμα του έχει διαβληθεί από σκοτεινές δυνάμεις. Η βίδα όταν έχει στρίψει παραπάνω απ'όσο πρέπει στο μηχανισμό που βρίσκεται, τον πιέζει παραπάνω με αποτέλεσμα να ασφυκτιά από την ακαμψία και την έλλειψη μπόσικων με κίνδυνο αν χτυπηθεί ή δεχτεί ποικίλες εξωτερικές δυνάμεις να σπάσει - τον καθιστά το υπερβολικό στρίψιμο εκ των προτέρων εύθραυστο. Έτσι και ο άνθρωπος καταρρέει από το συναισθηματικό βάρος και τρελαίνεται όταν δεν έχει την ανοχή που χρειάζεται για να αντέξει κάποια πίεση και κατόπιν εκρήγνυται καταστροφικά σαν ηφαίστειο που ξυπνά με απρόβλεπτες συνέπειες.


- Θα πάω να τόνε σφάξω τον πούστη! Τον αρχιψεύταρο! Δύο χρόνια τώρα με δουλεύει! Κάτσε και θα τον τακτοποιήσω εγώ...
- Πού πας θεοπάλαβη με το μαχαίρι; Σού'στριψε τελείως;
- ΑΕΡΑ! ΦΕΥΓΩ! Ξεφτιλισμένε άντρα, ήρθε η ώρα σου!!!

μού'χει λασκάρει η βίδα

Έχω χαζέψει. Εδώ η έκφραση απαντά συνηθέστερα πλήρης σε αντίθεση με την παραπάνω που η βίδα εννοείται. Όπως το ασφυκτικό της σφίξιμο σε ένα μηχανισμό τον θέτει σε κίνδυνο έτσι και το υπερβολικό λασκάρισμα αφήνει χαλαρά τα συναρθρωθέντα μέρη, θέτοντας τα σε κίνδυνο διάλυσης. Έτσι η βίδα που συγκρατεί τα πράγματα στη θέση τους, όταν είναι στον εγκέφαλο και λασκάρει, κακά τα μαντάτα γιατί χάνει στροφές. Προμηνύεται ουφοποίηση, μαλάκυνση ίσως και ατσχάι. Συνήθως ένας με λασκαρισμένη βίδα είναι ευχάριστος για παρέα, όταν δε βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου και κάπως γίνεται κάποια ψευδοσυνεννόηση που δεν είναι να την πάρεις στα σοβαρά γιατί καταλήγει χαλασμένο τηλέφωνο και μόνο για το χάι και για να σπάσεις πλάκα την επιδιώκεις.


- Καλά, χάζεψες; Τόση ώρα που σε χαιρετάω, δε με πήρες χαμπάρι;
- Όχι. Να εδώ καθόμουν και χαλάρωνα και δεν πρόσεχα...
- Άμα λέω γω ότι σού'χει λασκάρει...Να, μια βίδα! Από σένα έπεσε!
- Όχι ρε, απ'το πολυκατσάβιδο. Το'χα πριν στο χέρι μου και έπεσε. Να, είναι μαγνητικό. Τσουπ! Το' πιασε.
- Τί θα σε κάνω πού'σαι εκτός θέματος και αλλού ντ'αλλού; Έλα, πάμε και μας περιμένουν τα παιδιά...
- Είχαμε δώσει ραντεβού;
- Όχι. Γιατί σε χαλάει;
- ...
- Ε, τότε τί το κουβεντιάζουμε; Πάμε να τους βρούμε!

Got a better definition? Add it!

Published

... δε μ - παθαίνεις πράμα

Όλα είναι δυνατά/ πιθανά. Κι επειδή είναι δύσκολο το τσίρι ενός ανθρώπου που δεν είναι μωρό ή μικρό παιδί να κάμει καμαρόλι, είναι δύσκολο για ότι κάνουμε, εξασφαλισμένο ή ριψοκίνδυνο να έχουμε δέσει το γάιδαρό μας πρώτα, γιατί όλα είναι θέμα πιθανοτήτων και όχι βεβαιοτήτων (0% ή 100%)λόγω ασταθμήτων παραγόντων. Κυριολεκτικά ξεκίνησε από την αδυναμία πετυχημένης στόχευσης σε τραύμα με ούρα (όπως τσίμπημα εντόμων του ίδιου του ατόμου που βρίσκεται σε άμεση ανάγκη από τη σύγχυση του πόνου και του δυνατού τσουξίματος και σε συνδιασμό με άσχετες στιγμές στις οποίες μπορεί να προκύψει και να φέρει σε αμηχανία το άτομο να παράσχει αυτήν την "πρώτη βοήθεια" στον εαυτό του σωστά π.χ.:οδήγηση και ακόμα χειρότερα ποδηλάτου ή μηχανής) που λόγω των ουσιών που περιέχουν αδρανοποιούν το δηλητήριο του κεντριού τους και ανακουφίζουν προσωρινά μέχρι να ακολουθηθεί θεραπεία με κάποια αλοιφή, ένεση αναλόγως τη σοβαρότητα.

Τσίρι είναι στα Κρητικά το κάτουρο, το προϊόν της ενέργειας "τσιρώ" (δηλ. κατουρώ - απαντά και στον πληθυντικό "κατουρήματα" από τον ενικό "κατούρημα" που μπορεί να σημαίνει και το προϊόν εκτός από την πράξη - για την πράξη είναι το "τσίρημα" απ'όπου και το ευκοίλιο "τσιρλιό" της κοινής ν.ε.). Το καμαρόλι είναι η καμαρούλα (μικρή καμάρα με την υποκοριστική κατάληξη - όλη). Ούτε η κρεββατοκάμα(/ε)ρα, ούτε η βιντεοκάμερα, αλλά η αψίδα, η καμάρα, η καμπύλη που διαγράφεται ως αρχιτεκτονικός σχεδιασμός για τον διαχωρισμό των εσωτερικών χώρων που είναι ευχάριστοι στο μάτι. Τέτοιες καμάρες έχουν τα γεφύρια μας και πρώτο και καλύτερο αυτό της Άρτας (που τη γλύτωσε απ' τον Άραχθο, αλλά όχι και αυτό της Πλάκας). Κι εδώ ο καλλιτέχνης θέλει να ζωγραφίσει πάνω στον αρχιτέκτονα με μια καλλιγραφική στόχευση - προστόχευση στο ζητούμενο στόχο που ήδη από την ηλικία των τριών ετών πρέπει να είναι ο εσωτερικός διάκοσμος του ουρητηρίου - αφοδευτηρίου της τουαλέττας κι εκεί να αφεθεί στην έμπνευσή του και να οργιάσει και όχι η καμάρα της στεφάνης - γι΄αυτό μικροί και μεγάλοι δέχονται πολλαπλές παρατηρήσεις σε όλους τους τόνους από τον γυναικείο πληθυσμό του σπιτιού. Όσο μεγαλώνει όμως κανείς, το τσίρι του όλο και πιο δύσκολο είναι να κάμει καμαρόλι, ένεκα των αναλογιών του πέοντος που απορροφά μεγάλο μέρος της πίεσης του υγρού λόγω του μήκους. Καθώς στους πιτσιρικάδες τους πολύ μικρούς είναι δυσανάλογα μεγάλη ως προς το μήκος των προσόντων τους στη συγκράτηση - απορρόφηση της πίεσης εξόδου, το όργανο ξαφνικά αρχίζει να κεντά στον αέρα σε μια πτήση που καταλήγει σε πτώση (όπως διαφωνούσαν ο Γούντι και ο Μπαζ Λάιτγίαρ ασυστόλως στο πρώτο Τόυ στόρυ για να βρουν τί σκατά ήταν αυτό που έκανε ο Μπαζ ακριβώς) με όποιον βρει μπροστά του, ή ακόμα και το ίδιο το πιτσιρίκι όταν είναι ξαπλωμένο και αυτοκατουριέται.
Εκτός λοιπόν κι αν σφίξει πολύ ένας ενήλικας το πράγμα, όπως το λάστιχο μπροστά από την τρύπα όταν ποτίζουμε φυτά, δύσκολα να κάμει καμαρόλι καλοσενιαρισμένο (φυσιολογικά το τσίρι κάμει μόνο πτώση)κι έτσι δε μετράει (η έκφραση δηλώνει να γίνει από μόνο του το καμαρόλι κι όχι βεβιασμένα - προμελετημένα, να το κάμεις - προκαλέσεις εσύ). Συνεπώς η ρήση είναι όλο και πιο αδύνατη στο να εκπληρωθεί (σχήμα αδυνάτου ή μάλλον εντελώς απίθανου)κάτι σαν κι αυτό που βρόντηξε ο Αχιλλέας στην Ιλιάδα όταν του έκλεψαν το "γέρας" του, το φίνο γκομενάκι του - λάφυρό του, την κόρη του αρχιερέα Χρύση, τη Χρυσηίδα (όχι τη Δημουλίδου), πως μόνον όταν εκείνο το ξύλινο στιλβωμένο ραβδί που κράδαινε μπροστά τους από θυμό όταν τους μιλούσε την ώρα που τον παρακάλαγαν οι Δαναοί να επιστρέψει στη μάχη γιατί οι Τρώες τους θέριζαν, έβγαζε πάλι κλαδιά θα επέστρεφε. Δηλαδή όσες ήταν οι πιθανότητες να γίνει κάτι τέτοιο τόσες θα ήταν και αυτές που θα τον έκαναν να αφήσει τη μήνιν του, τη μάνιτά του και το πείσμα του. Δηλαδή ποτέ. Τελικά αυτό το πράμα κλαδιά δεν έβγαλε και άλλες συγκυρίες τον οδήγησαν ξανά στη μάχη με τη γνωστή κατάληξη. Παρόλα αυτά οι ελπίδες για ένα καλοσχηματισμένο καμαρόλι από ένα ενήλικο πουλί είναι περισσότερες και εντός της φύσεώς του, απ' ότι ένα αποκομμένο τμήμα ή κλαδί δέντρου να ξανανθίσει, άρα το πράγμα δε φαντάζει και τόσο μαύρο, αλλά είναι μάλλον προς το γκρι.
Όσο μεγαλύτερο το καμαρόλι λοιπόν , τόση μεγαλύτερη πίεση και λόγω της επίδρασης της βαρύτητας από την πτώση που είναι ανάλογη του ύψους απ' όπου πέφτει το υγρό, τόσο πιο καίρια εξασφαλίζεται ο στόχος και συλλέγεται το κατά δύναμιν εκεί. Κι επειδή όσο μεγαλώνουμε τη χάνουμε την μπάλα γιατί αποσπώμαστε από χίλιες δυο πλευρές με ξενέρωτα προβλήματα, αυτή η ευλογία ανήκει στα παιδιά στο να καταλήγουν τελικά με προσήλωση στο στόχο και να τον διεκπεραιώνουν. Κι έτσι όλα να είναι δυνατά. Στη μεταφορική της χρήση η φράση συμπληρώνεται στην απόδοση με τον προσφιλή - διακαή πόθο του πάσχοντος. Εκφέρεται με με μια κάποια λεπτή ειρωνεία, με καλαμπούρι και στο τέλος παρακινητικά γιατί κανείς δεν κάνει να σκοτίζεται πολύ για το οτιδήποτε.

1.- Μπουχουχου! Έπεσα κι ετσίμπησε με σφήγκα! Άααααχ...
- Σώπα μρε Μανωλιό... Ανε κάμει το τσίρι σου καμαρόλι, δε μ - παθαίνεις πράμα. Να γενείς θέλει καλά.
- Αλήθεια, παππού; Να περάσει θέλει;
- Να περάσει θέλει... Γιατί είσαι κοπελλάκι και μέχρι να παντρευτείς, να γιάνει θέλει ως τότε.
2.- Πάει το Μαράκι, εχάσαμε το...
- Ανέ κάμει το τσίρι σου καμαρόλι, να γυρίσει θέλει...
- Εδά, σώθηκες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οἱ ἰδιοκτῆτες σπιτιῶν μὲ πισίνες.

Μᾶλλον ἀπαξιωτικὸς χαρακτηρισμὸς αὐτῶν ποὺ διαθέτουν πολυτελεῖς κατοικίες μὲ πισίνα. Στὰ χρόνια τῆς ἐπίπλαστης εὐμάρειας ἀρκετοὶ ἀπέκτησαν τέτοια σπίτια συνήθως φοροδιαφεύγοντας, εἰσπράτοντας μίζες, ξεπλένοντας βρώμικο χρῆμα καὶ γενικῶς κάνοντας ὅλα ὅσα μᾶς ἔφεραν ἐδῶ ποὺ εἴμαστε σήμερα. Ἡ πισίνα ἦταν σῆμα κατατεθὲν αὐτῆς τῆς κατηγορίας τῶν συμπολιτῶν μας, σύμβολο ἐπείδειξης τοῦ νεοπλουτισμοῦ τους. Συνήθως δὲ, ἦταν μόνο γιὰ τὸ θεαθῆναι, μιᾶς καὶ τὴ χρησιμοποιοῦσαν ἀπὸ ἐλάχιστα ἕως καθόλου.

Οι άλλοι, οι έχοντες και κατέχοντες, οι πλούσιοι, οι μεγιστάνες, οι «πισινάδες» (εννοώ αυτούς που έχουν πισίνες στις επαύλεις τους, οι οποίες έχουν αεροφωτογραφηθεί, αλλά μας έμειναν οι φωτογραφίες!), τι κάνουν; ἐδῶ

Ἐξ ἄλλου δὲν εἶναι τυχαῖοι οἱ συνειρμοὶ ποὺ προκαλοῦνται ἀπὸ τὴ γενικὴ πληθυντικοῦ ὅπως: έγκαταστάσεις, συντηρήσεις, καθαρισμοὶ πισινῶν, μὲ ἀποτέλεσμα κάποιοι νὰ χρησιμοποιοῦν τὸν ἀδόκιμο ὅρο: πισίνων.

Η καταγραφή των αδήλωτων πισίνων άρχισε επί εποχής του κ. Δ. Γεωργακόπουλου (αποκαλούμενου και Γκάλθμπρέϊ), όταν αυτός ήταν γενικός γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών, επί υπουργίας του κ. Γ. Παπακωνσταντίνου.

Σύμφωνα με το λεξικό του Μπαμπινιώτη η γενική των πισίνων, χρησιμοποιείται από τους ομιλητές και γράφοντες για λόγους προφύλαξης, αντί του ορθού πισινών). ἐδῶ

Ἐτυμολογικῶς προέρχεται ἀπὸ τὴν πισίνα <βενετ. pissina < ιταλ. piscina "ιχθυοτροφείο" < λατιν. piscis "ψάρι" ἐδῶ.

Ἐδῶ ἀξίζει τὸν κόπο νὰ ποῦμε καναδυὸ πραγματάκια ἀκόμη. Κατὰ τὰ τέλη τῆς Ρωμαϊκῆς δημοκρατίας (περὶ τὰ μέσα τοῦ πρώτου αἰῶνα π.Χ.) πολλοὶ, στρατιωτικοὶ κυρίως, εῖχαν μαζέψει τεράστια πλούτη καὶ ζοῦσαν προκλητικὰ μέσα στὴ χλιδὴ.

Ἐκλεκτὰ εἴδη ψαριῶν ψαρεύονταν καὶ διατηροῦνταν ζωντανὰ σὲ δεξαμενὲς δίπλα στὴ θάλασσα μὲ προορισμὸ τὰ στομάχια τῶν καλοφαγάδων τῆς ἐποχῆς, ὅπως ὁ διαβόητος Λούκουλος, ποὺ διέθετε, μεταξὺ ἄλλων, "ἐπαύλεις στὸ Tusculum καὶ στὴ Νεάπολη (σημερινή Νάπολη, στὸ νησάκι Castel dell'Ovo ἐδῶ). Ἡ τελευταία διέθετε δεξαμενὲς ψαριῶν ἐδῶ:

He had...villas around Tusculum and Neapolis. The one near Neapolis included fish ponds and man-made extensions into the sea...

Οἱ ἰδιοκτῆτες αὐτῶν τῶν ἐπαύλεων μὲ τὰ θαλάσσια ἐνυδρεῖα κατὰ τὴν Ρωμαϊκὴ ἐποχὴ ὀνομάζονταν πισινάριοι (λατιν. piscinarii) καὶ ἀποτελοῦσαν χαρακτηριστικὰ δείγματα ἐκφυλισμοῦ καὶ ἔκπτωσης τῶν ἀξιῶν, ποὺ ὁδήγησαν στὴν κατάλυση τῆς Ρωμαϊκῆς δημοκρατίας ἀπὸ τὸν Αὔγουστο λίγα χρόνια ἀργότερα.

Ὁ σύγχρονός τους Κικέρων, ἀναφἐρεται σ' αυτοὺς ὑποτιμητικὰ:

...οἱ πλούσιοι (ἐννοῶ οἱ φίλοι σου οἱ πισινάριοι) δὲν ἔκρυψαν τὴ ζήλεια τους γιὰ μένα. ἐδῶ:

Cicero...Rather cynically, he referred to these ancient fishkeepers as the Piscinarii, the "fish-pond owners" or "fish breeders", for example when saying that ...the rich (I mean your friends the fish-breeders) did not disguise their jealousy of me.

Ἡ ζωὴ (καὶ ἡ ἱστορία) κύκλους κάνει ἤ O tempora o mores, ποὺ θὰ ἔλεγε καὶ ὁ προαναφερόμενος.

Got a better definition? Add it!

Published

Το σύνδρομο της μαλαπέρδας, του μαλαπέρδα, του ψωλάρμπεη και όχι μόνον καθώς περιλαμβάνει και όσους εμπίπτουν στην κατηγορία "αν ήταν το πουλί βιολί, όλοι θά'ταν μουσικοί", ανεξαρτήτως μεγέθους προσόντων. Η βαριά και ανίατη μαλάκυνση που πλήττει ιδιαίτερα ευπαθείς ομάδες και ιδίως όσες δεν επικοινωνούν με τον αφαλό τους γιατί έχουν της ψωλής τους το χαβά. Από τα συνθετικά "μαλάκας" (χρησιμοποιείται το εκτενές θέμα της ρίζας για το α'συνθετικό κι όχι το συνεπτυγμένο) και "περδίαση" (ή από την "πέρδικα" με τη σημασία του οργάνου που σαν πουλάδα είναι ανώτερη από τις άλλες γιατί πηγαίνει στητή και καμαρωτή όπως κάθε σωστή πουλάδα που με χαρά την καλεί το προαιώνιο καθήκον να το εκπληρώσει, ή το "πέρδομαι" που λέει και το "κλάσε μας μια μάντρα πέρδικες" αντίς για "τ'αρχίδια" και που όλες μαζί σα σωστές πουλάδες μη αλανιάρες, βόσκουνε σε μάντρες.

Γιατρικό: ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ


- [...]Έλα ρε, θα πάμε;
- Πού' θα πάμε;
- Τί "πού" θα πάμε ρε μαλάκα! Στο γήπεδο!...
- Ποιο γήπεδο;
- Στο γήπεδο, που σήμερα έχει αγώνα και παίζουν οι δικοί μας...
-Ααα!
- Άξινος, ρε μαλάκα, που είσαι τόση ώρα που σου μιλάω; Πάλι μαλακοπερδίαση έχεις; Πόση ώρα έχεις σύνδεση με Κάιρο;

Σημείωση: Υπάρχει και το γαμάω Κάιρο που άμα τραβήξει κανείς τη σύνδεση απ'τα μαλλιά γίνεται "σύνδεση" ανεξαρτήτως προσόντων, γαμάει τη συζήτηση τόσο μακρινά μέχρι εκεί που φτάνει το Κάιρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραθέτω αὐτούσιο τὸν ὁρισμὸ τοῦ Νικολάου Πολίτη:

Ἐπὶ προώρου ἀποτυχίας ἐπιχειρήσεως ἤ ἐπὶ ἀποστερήσεως τῶν προσδοκομένων κερδῶν. Ὑποτίθεται λέγων τὴν φράσιν οἰκοδεσπότης πρὸς ξενιζόμενον, παρακελεύων αὐτὸν νὰ νιφθῇ, ὡς περατωθέντος δῆθεν τοῦ δείπνου, ἐνῷ οὗτος οὐδὲν ἤ ὀλίγον ἔφαγεν.

ἐδῶ

Λέγεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η αποτυχία μιας ενέργειας μας είναι δεδομένη από την αρχή και επομένως πρέπει να σταματήσουμε κάθε σχετική προσπάθεια.

ἐδῶ

Θὲς νὰ ρίξουμε παραγάδια ἀπόψε κι οὔτε δόλωμα, οὔτε νεταρισμένα παραγάδια ἔχουμε! Νίψου κι ἀποφάγαμε!

Σχετικὸ καὶ τὸ φέξε μου και γλίστρησα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1.Pas question! Ούτε συζήτηση! Ούτε (να τολμήσεις) να το διανοηθείς. Αποθάρρυνση που λειτουργεί αποτρεπτικά για τον αποδέκτη και ο,τι πρότεινε ή είπε με έντονα επιπληκτική διάθεση. Χρησιμοποιείται αντί της προστακτικής ενεστώτα "ξέχνα το", μετριάζοντας την επιθετικότητά της, αλλά αναβαθμίζοντας το δασκαλίστικο ύφος της. Ο φρονιμότερος (ίσως και μεγαλύτερος σε ηλικία) βάζει μυαλό και θέτει όρια στον υπό την επίβλεψή του συνομιλητή που συνήθως των χαρακτηρίζει μια τάση ελαφρότητας παραπάνω. Τα πράγματα εδώ για τον επιπλήττοντα είναι αδιαπραγμάτευτα και δε χαρίζει κάστανα.


- Και είπαμε με τα κορίτσια να πάμε στη συναυλία των motörhead. Να, εδώ δώσαμε ραντεβού αύριο τ' απόγευμα...
- Αυτοί οι παλιοροκάδες σας κάψανε! Με τα μαλλιά μέχρι το πάτωμα και τα μυαλά στα κάγκελα! Να πας και να μου πάρεις και τίποτα ναρκωτικά;
- Έλα ρε μάνα, μη γίνεσαι σπαστικιά... Εγώ φταίω που έρχομαι και σ'τα λέω και τα καρφώνω... Ήθελα να'ξερα πιο παιδί άλλο κάνει τέτοιες βλακείες, να του τη σπάνε και να τ'ακούει κι από πάνω... Ένα συγκρότημα είναι, πώς κάνεις έτσι!...
- Δεν το'ξερα πως έπρεπε να συμφωνήσω και να συνεργαστώ! Άκου να σου πω, επειδή έχεις σηκώσει μπαϊράκι αλλά αυτά δεν τα σηκώνω εγώ, είμαι η μάνα σου και πρέπει να μ'ακούς. Τα παράπονά σου στις φίλες σου! Δε θα πας, πάει και τελείωσε. Βγάλ'το απ'το μυαλό σου. Ξέχασέ το.

2.Δεν υπάρχει, είναι απίστευτο, είναι άφθαστο, τέλειο και για άνθρωπο: είναι τσακάλι και δεν πιάνεται, είναι ικανότατος στα όρια της ιδιοφυίας και του θαυμασμού που προξενείται από έντονο δέος, συστολή και ταπεινότητα προς αποδοχήν του ανωτέρου που αναγνωρίζεται η αξία του χωρίς περιθώριο για μικροπρέπειες και μικροψυχίες. Αυτός που επιβάλλεται ως ο καλύτερος και το κερδίζει με τα τσαρούχια. Απαλάξου λοιπόν από την έγνοια του μπελά σου, γιατί ο Μεσσίας ο ανυπέρβλητος θα σε σώσει και θα καθαρίσει για σένα. Απλώς ξέχασέ το κι ασ' τον εκείνον να κάνει τη δουλειά. Εσύ κοιμάσαι και η τύχη σου δουλεύει από τον "ξέχασέ το", ΤΗΝ αυθεντία... Δε χωρεί αμφιβολίας περί τούτου μη με λες Ασημίνα, Λαμέ, Λαμέ να με λες.


- Πω ρε φίλε... Ασ'τα γιατί είμαι να με κλαιν οι ρέγγες. Δεν ξέρω τί σκατά έπαθε το τάμπλετ μου... Τρία χρόνια απ'τη ζωή μου έχω κει μέσα, εργασίες, αρχεία, χώρια τις φωτογραφίες και δεγκζερωγωτί... Μού'ρχεται να πάω να πεθάνω... Απ'όπου και να με πιάσεις, θα σκάσω! Γαμώ την τύχη μου...
- Πώς κάνεις έτσι! Θα πω του Αντωνάκη και να δεις θα τη βγάλει την άκρη... Είναι διάολος σ'αυτά. Έννοια σου...
- Αλήθεια; Είναι τόσο καλός;
- Ξέχασέ το.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καζίκι στα κρητικά είναι ο πάσσαλος. Χρησιμοποιείται και μόνη της η λέξη ως βρισιά του στυλ "χίλια καζίκια του κώλου ντου" όπως το "χίλιοι διαόλοι να μπούνε στον κώλο ντου". Για επίταση ζόρε, τα καζίκια είναι πάντα πολλά - κατά προτίμηση χίλια: όσο πιο πολλά τόσο πιο καλά για να γουστάρουμε, αφού το να μπουν δεν γλυτώνεται, γιατί ή όλα ή τίποτε σ' αυτή τη ζωή. Τα νά' ναι κανείς καζίκι τση μεθιάς είναι σοβαρή δοκιμασία γιατί είναι σαν η μέθη νά' χει μπει από τον κώλο κι αφού σε καλαφατίζει καλά καλά στο τέλος σε κάνει και να χεστείς. Έκφραση που χρησιμοποιείται για σοβαρές καταστάσεις μέθης, όπου ο συμπαθής βαρελόφρων από το τρελό φλερτ με ποικίλων ειδών ξύδια υποφέρει από τον προσομοιούμενο ανασκολοπισμό και από τις χημικές αντιδράσεις εντός των ευαίσθητων περιοχών κινδυνεύει να ξεφτιλιστεί , εφόσον απέχει ένα βήμα από ασύστολη και πλήρως ακούσια αφόδευση. Το επόμενο βήμα μέθης περιγράφεται στην έκφραση: "χέστηκε απ' το ποτό".


- Είντα πάθανε κείνοινέ οι κουζουλοί και πηαίνουνε σα τζι βάρκες σε φουρτούνα;
- Δε τζι θωρείς; Καζίκι τση μεθιάς εγίνανε! Ραβδέ που τσι περιμένει απ' τσι κεράδες τωνε...

Got a better definition? Add it!

Published

Κυριολεκτικά: Μένω στη μέση του πελάγους, με τέρμα μπουνάτσα την εποχή των ιστιοφόρων πλοίων και περιμένω να φυσήξει για να πάρουν πάλι μπρος τα πανιά, να γίνουνε μπαλόνια και να συνεχίσω την πορεία μου.

Κατ' επέκταση, μένω στάσιμος σε ένα σημείο, βαλτώνω, αδρανώ, τα χάνω (με την έννοια κολλάει το μυαλό μου από τον όγκο των πληροφοριών που πρέπει να διαχειριστώ, ή την ποσότητα των πραγμάτων τα οποία πρέπει να βάλω σε μια σειρά, σε μία τάξη. Η μεταφορική έννοια είναι που πλέον χρησιμοποιείται κατά κόρον καθώς το κυριολεκτικό πελάγωμα με τα σύγχρονα μέσα είναι σπάνιο και η ανιχνευσιμότητα των πλοίων μεγάλη με την τεχνολογία του gps εκτός κι αν υπάρχουν άλλα συμφέροντα στη μέση.


1.- Πώς τα πήγες στο τεστ;
- Τί να σου πω, ρε συ; Εκεί που ωραία και καλά όλο το σ/κ το είχα ξεσκίσει το λεξιλόγιο, σήμερα όταν είδα όλες αυτές τις λέξεις μαζεμένες, πελάγωσα! Μέχρι το τελευταίο μισάωρο δε λειτουργούσα και τελευταία στιγμή πήρα μπροστά. Τί να σου πω, θα δούμε.
2. Σκούπισμα, σφουγγάρισμα, φασίνα, μαγείρεμα για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι... Πώς να μην πελαγώσει κανείς όταν έρχονται όλα πάνω του και εξαρτώνται απ'αυτόν;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι γίνεται , κάτι κινείται, κάποια διαδικασία βρίσκεται σ' εξέλιξη, κάτι συμβαίνει κυρίως για καλό. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε καταστάσεις που η απόληξή τους είναι το γκομένιαζμα, ως συνώνυμο του κάνω/ έγινε φάση/ φασώνομαι, ή είμαι καθ' οδόν στο να φασωθώ και ίσως μετά και να κρεββατοκυλιστώ.


1.- Και τί έγινε τελικά με το πόστο σου;
- Παίζει φάση για προαγωγή, αλλά μη φανταστείς, ακόμα στον αέρα είναι.
2.- Τί έγινε χτες με τον Μάνθο στο πάρτυ;
- Άσε...Εκεί που χορεύανε όλοι κι ο καθένας στον κόσμο του απ'τα ξύδια έπαιξε φάση. Άρχισε να βάζει το χέρι του γύρω μου - να, έτσι!- μετά να μου ψιθυρίζει στ' αυτί ότι ήμουν η πιο όμορφη εκεί μέσα, ύστερα να μου φιλάει το λαιμό.. Χυμένοι και οι δυο στον καναπέ, ωστόσο... Χαμός σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified