Further tags

Χαρακτηρισμός για κάθε νέτο το οποίο είναι ήδη ψημένο για πάρτη μας, σε σημείο που να μην χρειάζεται να κάνουμε απολύτως τίποτα για να το ρίξουμε. Χρησιμοποιείται ενίοτε και για ψημένη κατάσταση σε οποιοδήποτε άλλο τομέα.

  1. - Θα τον σφυρίξεις στο Μαράκι;
    - Μην αγχώνεσαι, είναι ήδη στο φούρνο. Με έχει ξεπατώσει στα SMS από χθες που βγήκαμε, έχει λυσσάξει σου λέω.

  2. - Δεν βλέπω να κλείνει η μεταγραφή του Δομάζου.
    - Όχι ρε. Είναι στο φούρνο, στο λέω από πρώτο χέρι. Τα βρήκανε και με τον πρόεδρο στα λεφτά.

(από HardcoreGR, 05/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του ρίχνω γκόμενα.

- Πως πήγε χθες το ποτό; Να μαντέψω ότι έφαγες χυλόπιτα;
- Όχι βέβαια. Το γονάτισα το γκομενάκι! Αύριο θα έρθει κι απ' το σπίτι να δούμε DVD.

(από HardcoreGR, 02/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περίτεχνο ανάποδο σουτ σε αγώνα ποδοσφαίρου.

Η κίνηση έχει ως εξής: ενώ ο παίχτης βρίσκετε με την πλάτη στο τέρμα και, συνήθως, εντός της μεγάλης περιοχής, δέχεται μια πάσα που υπολογίζει ότι θα κατάληξη σε ύψος λίγο πάνω από το κεφάλι του, τότε με ένα σάλτο φέρνει το σώμα του σε παραλληλία με το έδαφος ενώ το αριστερό του πόδι (αν υποθέσουμε ότι ετοιμάζεται να σουτάρει με το δεξί) βρίσκεται ψηλότερα, για να δημιουργήσει αντίβαρο και να πάρει φόρα ώστε την κατάλληλη στιγμή, με δύναμη, να σουτάρει με το δεξί φέρνοντάς το αρκετά ψηλότερα από το αριστερό (και μετά πέφτει κάτω).

Η κίνηση αυτή των ποδιώνε, φέρνει στο μυαλό εικόνα ψαλιδιού που ανοιγοκλείνει, απ' όπου και η ετυμολογία.

Αγγλιστί: bicycle kick (ποδηλατοσούτ)

Εκπληκτικό τέρμα του Παντελή Καπετάνου με ανάποδο «ψαλιδάκι» έδωσε τη νίκη στην Κλουζ στην αναμέτρηση με την Τάργκου Μούρες (1-0) στέλνοντάς την στην κορυφή του βαθμολογικού πίνακα. (εδώ)

Ακριβώς αυτά. (από PUNKELISD, 04/03/12)Ψαλίδια στην τέχνη. Άντε όλο μπάλα. (από Galadriel, 06/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εφαρμόζω μετασχηματισμό Λαπλάς.

Για τη μεταβατική κατάσταση λαπλασίασε και –τσουπ!– σου βγήκε η κρουστική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκίζομαι στην εξάσκηση, αναφέρεται κυρίως στις ασκήσεις μαθητών και φοιτητών.

Για να πάρεις καλό βαθμό πρέπει να εξασκιστείς στις ασκήσεις.

Got a better definition? Add it!

Published

Δηλαδή: για να αποκτήσεις κάτι που θέλεις, πρέπει να επιμείνεις.

- Την έπεσα στην Μαίρη και έφαγα άκυρο. Σκέφτομαι να πάω για άλλα, όμως την γουστάρω υπερβολικά πολύ ρε φίλε, έφαγα σκάλωμα...
- Θα ξαναπροσπαθήσεις, αργά η γρήγορα θα πέσει, κατά βάθος σε συμπαθεί και δεν της είσαι τελείως αδιάφορος. Αλλά αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί, να το ξέρεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν για διάφορους λόγους βρισκόμαστε με μια παρέα που δε κολλάμε και απλά καθόμαστε χωρίς να μιλάμε. Εννοείται ότι βαριόμαστε μέχρι αηδίας.

- Καλά πέρασε με τη Ρία;
- Τι καλά ρε μαλάκα. Σκοπιά βάρεσα με τη πολυλογία της...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται όταν προτείνεται ένα πολύ ασθενές μέτρο ή λύση για ένα πολύ βαρύ πρόβλημα. Όπως στην έκφραση «πάει να γιατρέψει τον καρκινοπαθή με ασπιρίνες». Πολύ συχνή έκφραση στο δημοσιοκαφρικό ιδίωμα σχετικά με την οικονομική κρίση, όπου κάθε τόσο ακούμε ότι προτείνονται «μέτρα- ασπιρίνη» για τα ανίατα προβλήματα της Μπουρδελλάδας.

  1. Δεν αντιμετωπίζεται με μέτρα «ασπιρίνη» το καρκίνωμα της φοροδιαφυγής. (Εδώ).

  2. Barclays: Ασπιρίνη τα νέα μέτρα, αναγκαία η αναδιάρθρωση. (Εδώ).

(από Khan, 01/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Η τάπα σε κάποιον, το ρούμπωμα.

A: Η δικιά σου δεν μπορούσε να βγείτε χθες, αλλά ήτανε με τις φίλες της για ποτάκι στο Γκάζι. Χοχοχο.
Β: Ναι, ενώ η δικιά σου ήταν στο σπίτι του Δημήτρη. «Χοχοχο» παπάρα.
Γ: Πωπω ταπίδιιι! Τι του είπε ρε!

(από HardcoreGR, 01/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη θεατρική διάλεκτο σημαίνει ότι, ενώ γίνεται η παράσταση και βρίσκομαι στην κουίντα (τον χώρο δίπλα και έξω από τη σκηνή όπου οι ηθοποιοί περιμένουν κρυμμένοι από το κοινό για να βγουν στη σκηνή), κατά λάθος φαίνομαι από το κοινό χωρίς να παίζω εκείνη τη στιγμή στο έργο και χαλάω την υποβολή του θεατή στην υπόθεση του έργου, αφού με βλέπει να ξύνομαι και να κοιτάζω σαν χαζός κι εγώ τι γίνεται στη σκηνή!

  1. (από παράσταση στη Λυρική)
    - Η Νάγια σήκωσε την κουρτίνα και σφοράρουμε τώρα!
    - Τι κάνουμε;
    - Σφοράρουμε, έτσι λένε στο θέατρο, φαινόμαστε.
    - Ααα, μισό να το σημειώσω να το περάσω στο slang.gr....

  2. (από εδώ)
    ««Σφοράρω», σημαίνει στη διάλεκτο του θεάτρου: διακρίνομαι κατά λάθος ανάμεσα στις κουίντες. Δεν γνωρίζω αν από εκεί κατάγεται και η ονομασία της εταιρείας θεάτρου Sforaris, αλλά με τρεις κυρίως δουλειές στα έξι χρόνια ύπαρξής της έχει καταφέρει να διακρίνεται ανάμεσα στις κουίντες της θεατρικής μας πολυπραγμοσύνης.»

Στην αριστερή κουίντα της Λυρικής. (από Cunning Linguist, 30/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified