Further tags

Το χέσιμο που ταυτόχρονα συνοδεύεται με κλάσιμο. Γιατί πέρασε η ώρα και δεν κρατιέσαι. Ή γιατί αυτό που έφαγες σε έστειλε κανονικά. Βάρδα να μη συμβεί καταλάθος εκεί που νομίζεις ότι πρόκειται να αφήσεις μια κούφια -και να σου φύγει έστω κι ένα ταρζανίδι στο βρακί...

Στο χεζοκλάνι με το που κάθεσαι φεύγουν αμφότερα την ίδια στιγμή. Έτσι η σκατούλα προωθείται αποτελεσματικότερα, πλην αλλ' όμως ουδείς εγγυάται ευθυχεσία.

Λέγεται και χεσοκλάνι. Κάτι παρόμοιο -ως συνδυασμός- το σκατούρημα και -ως κατάληξη- το μουνοκλάνι.

Ε, καιρό είχα.

  1. - ΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!!!
    - Τι γελά ρε μαλάκα;
    - Σε άκουγα...
    - Αποκλείεται!
    - Ε τι αποκλείεται, γαμήθηκες στο χεζοκλάνι, μέχρι μέσα ακουγόσουνα!

  2. - Πωπω ρεζίλι έγινα, εκεί που περπατούσα άφησα μία και τελικά ήταν χεζοκλάνι μαλάκα! - Δεν έγινες ρεζίλι, κώλος έγινες, μουάχαχα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος, κάποια ή κάτι σου στέκεται εμπόδιο την ώρα που τα ρίχνεις σε μία κοπέλα με απώτερο σκοπό το σεξ. Προέρχεται από την αγγλική λέξη «cock-block» και σημαίνει το εμπόδιο του πέους.

Είσαι στο club απέναντι σου στέκεται μια θεά. Έχεις ανοίξει συζήτηση μαζί της και όλη γύρο σου το έχουν πάρει χαμπάρι ότι γουστάρετε ο ένας τον άλλον. Μετά από πολύ ώρα συζήτησης είστε πλέον έτοιμοι και οι δύο να συνεχίσετε την βραδιά γεμάτο αμαρτία και πάθος. Δυστυχώς η φίλη της σας πλησιάζει και αναφέρει ότι πρέπει να την πάει σπίτι τώρα! Μόλις έπεσες θύμα κοκομπλόκου.

Ο κοκομπλόκος- Η κοκομπλόκο- Το κοκομπλόκο- Τα κοκομπλόκα και πάει λέγοντας.

(από Khan, 07/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χιόνι κατά τη διάρκεια της άνοιξης. Χρησιμοποιείται από χιονοδρόμους για να χαρακτηρίσει την υφή και υγρότητα του χιονιού, περίπου από τα τέλη Μαρτίου μέχρι το κλείσιμο των χιονοδρομικών.

Λόγω υψόμετρου, το χιόνι συνήθως ξεκινάει παγωμένο από το βράδυ και, κατά την διάρκεια του πρωινού, σταδιακά μαλακώνει, αποκτώντας σιγά-σιγά την υφή χοντροκομμένου και υγρού αλατιού ή γρανίτας (βλ. το «κύμα» στο μήδι 1).

Λόγω της υφής και της μη ανανέωσης/χιονόπτωσης, η γρανίτα γίνεται σιγά-σιγά λεμονί (ή κατουρλί) καθώς εγκλωβίζει στην επιφάνεια σκόνη και χώμα από τα σημεία που λιώνουν (βλ. μήδια 2 και 3).

Αν και κάπως επικίνδυνο για αρχάριους, μπορεί να είναι ιδιαίτερα διασκεδαστικό, ειδικά αν καβαλάς σανίδι και το έχεις κερώσει καταλλήλως. Από άποψη τεχνικής, πηγαίνεις όπως και στην πούδρα, δηλαδή το βάρος πίσω για να μην κολλήσεις και σαβουριαστείς αεροπλανικώς (γνωστό ως Superman ή nosedive).

Συνώνυμο: Σούπα (καταχώρηση # 4).

- Μετά τις πούδρες στις αρχές του Μάρτη, το ρίξαμε στη γρανίτα...
- Δε βαριέσαι, καλύτερα απ' τις βρούβες! Όσο προλάβουμε ακόμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα γίνει πάταγος. Χαμός στο ίσωμα. Θα προκληθεί τέτοια αναστάτωση και πατιρντί, που θα γκρεμιστεί το σύμπαν.

Φράση-πασπαρτού που κολλάει για να περιγράψουμε οποιαδήποτε κατάσταση συγκεντρώνει τα άνωθι. Προκύπτει από την μαγική εικόνα ενός τσιμεντένιου (συνεπώς και στιβαρού) οικοδομήματος να καταρρέει.

Γνωστή κυρίως από Αλέφαντο, αν και πιθανότατα δεν ήταν ο ίδιος ο εισηγητής της εις το λεξιλόγιον μας.

- Ρε τι να λέμε τώρα, θα πέσουν τα τσιμέντα, μιλάμε... Το 'να τ' άλλο από 'δω από 'κει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντοπιολαλιά της Ηπείρου που σημαίνει φτιάχνω, αλλά συνήθως χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη σεξουαλική πράξη. Το -σ- στη λέξη προφέρεται παχύ.

- Χθες βγήκα με τη Φρόσω. Ωραία γκόμενα.
- Ωραία ίσως, την έσιαξες όμως;

Δες και σάχνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεπερνάω τον εαυτό μου. Αγγλιά ολκής.

Επίσης, αν δεν απατώμαι (διορθώστε με), είναι όρος στο Στοίχημα.

  1. Ο Μάκης που δε μιλάει ποτέ, έκανε όβερ χθες το βράδυ και όλη νύχτα της τα έσουρε της Σάσα κανονικότατα.

  2. Αφού έκανες όβερ μέχρι και τη Μπουλόν, δεν έχεις να φοβάσαι τίποτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή έκφραση είναι «όπου φυσάει ο άνεμος» και λέγεται για το ανερμάτιστο άτομο που αφήνεται στο τυχαίο φύσημα του αέρα και αναλόγως πορεύεται. Δεν είναι ο τυχοδιωκτικός χαρακτήρας, είναι ο άβουλος άνθρωπος χωρίς προσωπική άποψη, είτε αφορά αυτό την κοινωνική και υπόσταση ή τη συναισθηματική του ζωή.

Παλιά λέγανε «όπου φυσάει ο μπάτης», σήμερα όμως ο μπάτης δε ζειπαί σαν έννοια ή λέξη.

Λέγεται επίσης, ως εκ τούτου, και «όπου φυσάει ο γκόμενος» -για τη γκόμενα που είναι σκιά του αρσενικού της και δεν έχει καμία πρωτοβουλία στην προσωπική ζωή της. Δεν είναι το αντίστοιχο του το μουνί σέρνει καράβι, το οποίο είναι μια γενίκευση και αφορά βασικά το σεξ καθώς και όλους τους άντρες ανεξαιρέτως. Το «όπου φυσάει ο γκόμενος» είναι μόνο για τα θηλυκά που είναι απολύτως εξαρτώμενα από το Είναι του κυρίου και αφέντη τους, οι ιδέες / απόψεις τους είναι οι δικές του, οι κινήσεις τους είναι οι δικές του, και μόλις φύγουν από τον έναν και πάνε στον άλλον, αλλάζουνε μπαντιέρα.

Λέμε επίσης «όπου φυσάει η μόδα».

Συγγενής έκφραση με το «όπου φυσάει»: όπου πάει ο ήλιος.

  1. Ο ΛΑΟΣ πολιτεύεται με μια «σημαία ευκαιρίας» και πλέει πολιτικά ανάλογα με το που φυσάει ο άνεμος. Χωρίς πορεία. Δίχως σαφές λιμάνι προορισμού.

  2. Trendy: «Φυλή» που συγγενεύει, εν μέρει, με τις emo σε επίπεδο ξασμένης φράντζας και κατανάλωσης λακ -αν και υπάρχουν και πιο straight εκδοχές, με πιο Bibi-Bo μαλλούμπα. Από κει και πέρα, ουδεμία σχέση, αφού τα χρώματα των ρούχων τους είναι update, στα πέλματά τους κυριαρχούν τα funky πασουμάκια, οι σαγιονάρες και οι «μπαλαρίνες», τα στέκια τους είναι «in», μουσικά «την ακούνε» όπου φυσάει ο άνεμος και, γενικά, επιδεικνύουν μια αποχή από τον πραγματικό κόσμο...

  3. - Πολύ ξενέρα η Κάτια ρε φίλος, είναι άτομο «όπου φυσάει ο γκόμενος», πώς την αντέχεις.
    - Φίλε, γαμάω καλά; Τέλος.

  4. Η Νάσια δεν έχει δικό της γούστο στο ντύσιμο, είναι όπου φυσάει η μόδα.

(από GATZMAN, 31/03/11)

Σύγκρινε και ΟΦΑ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μην τα ξαναλέμε, μπαντιέρα (ή παντιέρα) σημαίνει σημαία.

Οι εκφράσεις είναι:

Σηκώνω μπαντιέρα = επαναστατώ (επειδή κάθε επανάσταση εκκινεί τύποις με το σήκωμα της σημαίας της).

Αλλάζω μπαντιέρα = αλλάζω άποψη, στάση, φρόνημα, στρατόπεδο, τακτική, όλ' αυτά -και σας γαμώ. Πρβλ. σηκώθηκαν τα αγγούρια να γαμήσουν τον μανάβη. Αλλάζω τροπάριο, δηλαδή.

Το τελευταίο θα μπορούσε να είναι και συνώνυμο με το το γυρίζω (από τη μη σεξιστική άποψη είναι, ούτως ή αλλέως).

Κάνω (κάτι) μπαντιέρα: το καθιστώ σύμβολο και, ξεφτιλίζοντας την (όποια) αξία του, το υψώνω φάτσα φόρα στα μούτρα του άλλου και του κάνω πλύση εγκεφάλου. Κάπως συνώνυμη είναι η πιπίλα, ή η καραμέλα.

Παντιέρα ρόσα: κόκκινη σημαία, παραπέμπει στον κομμουνισμό. Είναι και τραγουδο-ύμνος, τ. Αβάντι πόπολο, Μπέλα Τσάο, Διεθνής κλπ.

Γενικά, μπαντιέρα είναι η άποψη, η κοσμοθεωρία, τα πιστεύω κάποιου.

  1. ...και κει που τον είχαμε για ήσυχο, σήκωσε μπαντιέρα κι έγινε της κατακαριόλας!

  2. Σήκωσε «μπαντιέρα» ο Κόκε
    «Τριγμοί» στο εσωτερικό του Άρη, λίγο πριν τη μεγάλη κόντρα με την Μάντσεστερ Σίτι για το Europa League...

  3. «Παντιέρα» τραπεζιτών κατά. μνημονίου!!!
    Η χθεσινή ημέρα, λίγα μόνο 24ωρα μετά τα «πανηγύρια» στο ΧΑ για την πρόταση συγχώνευσης της Εθνικής με την Alpha, επιβεβαιώνει ότι η ισχυρότερη ομάδα πίεσης της ελληνικής κοινωνίας, που εξακολουθεί να αγωνίζεται κατά των πολιτικών του μνημονίου –όταν αυτές θίγουν τα στενά συμφέροντά τους…- είναι οι τραπεζίτες, που έχουν σηκώσει τη δική τους «παντιέρα», έναντι των πιεστικών απαιτήσεων της τρόικας για συγχωνεύσεις.

  4. Δε μας τα λες καλά φίλε... Τεεε έγινε, αλλάξαμε μπαντιέρα;

  5. Φυσικα η χουντα του Παπαδοπουλου εκανε παντιερα το Πατρις, Θρησκεια, Οικογενεια.

  6. Παντιέρα Ρόσα
    Είναι η στιγμή που οι 33 συνδικαλιστές ηγέτες από 17 χώρες μπαίνουν στο γήπεδο. Στο πρόσωπό τους οι εργαζόμενοι της Ελλάδας υποδέχονται δεκάδες εκατομμύρια εργατών από όλες τις ηπείρους. Ολοι όρθιοι. Μια γυναίκα ανοίγει διάπλατα την κουβανική σημαία. Ο άντρας δίπλα της έχει υψώσει τη γροθιά του. Τα παιδιά σηκώνουν σημαία κόκκινη. Τα συνθήματα γίνονται διάλογος των εργατών του κόσμου. Στα χείλη το «Παντιέρα ρόσα τριομφερά» (Η κόκκινη σημαία θα θριαμβεύσει). Και αμέσως μετά: «Αλληλεγγύη στην πάλη των λαών, κάτω η νέα τάξη των ιμπεριαλιστών».

  7. Φωνάζει ο Γιωργάκης για εκλογές, ο Κωστάκης παίζει Playstation, η Παπαρήγα ονειρεύεται μπαντιέρα ρόσα με σφυροδρέπανα αντί για δέντρο κι ο Τσίπρας θέλει να παραστήσει τον σοσιαλιστή Ομπάμα της Ελλάδας με …ψήφο στα 16χρονα!

  8. Εμένα που με βλέπεις, μόλις κατάλαβα τη ζωή, κορόιδο δεν μ' έπιασε κανένας. Εχω δική μου παντιέρα, δική μου κυβέρνηση εγώ. Δεν χειροκροτώ τίποτα, γιατί τίποτα δεν μου 'δωσε το δικαίωμα να το χειροκροτήσω. Ψέματα ήταν όλα.

Όλα, πλην των 1 και 4, από το δίχτυ.

το σιγουράκι τεσπά... (από Desperado, 31/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φάτσα κάρτα, απλώς λίγο πιο μάγκικο και όχι τόσο διαδεδομένο.

Το απροκάλυπτο -που έρχεται απότομα μπροστά στα μάτια μας (με φόρα;).

  1. εγω ειμαι της σχολης, οτι το «φατσα-φορα» δεν ερεθιζει τοσο οσο το «μισοκρυμενο»...
    ...η φαντασια ερεθιζεται πιο πολυ απο το μισοκρυμενο και η φαντασια παιζει πρωτο ρολο στη διεγερση...

  2. και πώς να σταματήσω τώρα, να φρενάρω ξαφνικά
    μ' έχεις φέρει φάτσα φόρα στον παράδεισο μπροστά
    (στίχοι: Μελίνα Τανάγρη, Ιάσων Γρηγορίου - «Ραντεβού»)

από το νέτι

Φάτσα με φάτσα: φάτσα κάρτα, φάτσα μπάτσα, φάτσα παρτίδα, φάτσα φιγούρα, φάτσα φόρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης: συνώνυμο της καραμέλας (ορισμός 2).

Όταν μας κάνουν πλύση εγκεφάλου, πιπιλάνε το ίδιο πράμα ολημερίς κι ολονυχτίς, εμείς το χάφτουμε, και κατόπιν το κάνουμε εμείς πιπίλα, για μας και για τους άλλους.

Από τη μονοτονία και την επαναληπτικότητα της κίνησης που κάνουμε όταν πιπιλάμε. Αν αυτό δεν σε καβλώσει, σε αποχαυνώνει.

  1. οχουυ βαρέθηκα την πιπίλα με το Slash..νταξ Ναούμ..καλός ο Slash αλλα τα καλύτερα τους ο izzy τα έγραφε,όταν ο slash μπεκρούλιαζε και τσακωνόταν με τον Rose.....

  2. Τι σημαίνει αυτό το «fast track» που πιπιλάνε όλη μέρα οι μπατσόκοι;
    Υφίσταται αυτός ο όρος; Ή είναι άλλη μια επινόηση, στα πλαίσια της νέας μπατσοκικής γλώσσας;

Got a better definition? Add it!

Published