Further tags

Η υπερβολική κούραση μετά από μέθη με ντόπιο (σπιτικό) κρασί.

Συνήθως τη λέμε τονίζοντας την τελευταία συλλαβή (τσουμπαλααααά). Επίσης πολύ νόστιμο είναι το περιβόητο «σουφλέ με γεύση τσουμπαλά», το οποίο προετοιμάζεται όπως ένα κανονικό σουφλέ, προσθέτοντας όμως στο τέλος δυο τρεις σταγόνες ντόπιου κρασιού τσουμπαλά.

Σε περιπτώσεις οινοποσίας που πραγματοποιούνται σε Latin πάρτυ, η λέξη αλλάζει σε τσουμπαλέιρο.

- Πώς πάει Μήτσο; Είσαι καλά; Φαίνεσαι ξενυχτισμένος.
- Άσ΄τα. Τσουμπαλαααά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που ακούγεται από τα μεγάφωνα του συρμού του μετρό όταν αναχωρεί από το Σύνταγμα.

Ο Ευαγγελισμός είναι νοσοκομείο στην εν λόγω περιοχή. Στην σλανγκική χρησιμοποιείται όταν αυτός που την εκφέρει, αν και υγιής, νιώθει ότι έχει φτάσει στα όριά του από διάφορους παράγοντες κι από στιγμή σε στιγμή θα καταλήξει εκεί.

- Καλά ρε φίλε, πώς την παλεύεις κάνοντας τρεις δουλειές, πηγαίνοντας στο γυμναστήριο και με την Μαιρούλα να σε πρήζει;
- Δεν είμαι σίγουρος ότι την παλεύω. Επόμενη στάση: Ευαγγελισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται συχνά και για ανθρώπους με την έννοια έρχομαι στα ίσα μου, στανιάρω, να συνέρχομαι...

Άντε γ@μήσου να ισιώσεις.

Βλέπε και σάχνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσ. (ουδ). Αναφέρεται στη γυναίκα που έχει τη δυνατότητα επιτόπιων στροφών όταν βρίσκεται επί του αντρικού μορίου, με χαρακτηριστική άνεση. Χορεύτριες, γυμνάστριες της ενόργανης και γενικά κοντόλιγνες γυναίκες μπορούν εύκολα να χαρακτηριστούν με αυτό τον όρο.

  1. Με θετική έννοια:
    Είδες την πρίμα μπαλαρίνα χτες το βράδυ στη λυρική;;; Τι στριφώνι ήταν αυτό;

  2. Με αρνητική έννοια:
    - Τι γυναικάρα είναι αυτή ρε ; Ψηλή, νταρντάνα, άλογο κούρσας. - Ναι ρε φίλε... Αλλά εμένα η γυναίκα μού αρέσει να είναι στριφώνι.

ΣΤΡΙΦΟΝΙ ΓΑΛΒ. ΚΙΝΑΣ No 10Χ50 (από dryhammer, 14/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζουν βίαιες χειρονομίες / βιαιοπραγίες ενός ή περισσοτέρων ατόμων προς ένα ή περισσότερα άτομα, χρησιμοποιώντας μέλη του σώματος ή και διάφορα αντικείμενα, με σκοπό την κακοποίηση και την επιφορά σωματικών βλαβών.

Λαμβάνουν χώρα κυρίως σε εξωτερικούς χώρους, μιας και δημιουργούνται συνήθως από μεγάλη μάζα ατόμων που την αποτελούν διαδηλωτές ή οπαδοί, οι οποίοι όμως προκαλούνται κατά κανόνα από μπάτσους. Η φορά του λήμματος είναι προς τους μπάτσους (εφόσον υπάρχουν) και σχεδόν ποτέ από.

Οι πιο συχνοί συνδυασμοί στους οποίους αναφέρεται το λήμμα είναι όταν πλακώνεται: α) όχλος με μπάτσους, β) όχλος με όχλο, γ) μικρή ομάδα ατόμων (μ.ο.α.) με μπάτσους, δ) μ.ο.α. με μ.ο.α., ε) άτομο με μπάτσο και σπανιότερα στ) άτομο με άτομο.

Τέλος, εκτός από τα ακατάσχετα κλωτσομπουνίδια, πέφτουν και ορισμένα αντικείμενα, τα οποία χρήζουν αναφοράς. Έτσι τα δημοφιλέστερα αυτών είναι οι πέτρες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται κομμάτια πεζοδρομίου και διάφορα παράγωγα τσιμέντου και ασφάλτου, οι μολότοφ, τα καδρόνια, οι σιδερολοστοί, αλλά και εξαρτήματα τουαλέτας (σιφόνια, λεκάνες κ.α.), όταν συμβαίνουν εντός γηπέδου ή άλλου κλειστού χώρου.

Πιθανή προέλευση του λήμματος είναι ο παραλληλισμός, μέσω ποδοσφαίρου, του σουτ με την κλοτσιά. Στην συνέχεια το σουτ ελληνοποιήθηκε, πήρε κατάληξη πληθυντικού και πλέων έτσι χρησιμοποιείται μονίμως.

Συνώνυμα: βρωμόξυλο, μπουνίδι, μάπες κ.α..

- ...και σας κάναμε ντου δέκα άτομα μέσα στα λεωφορείο και πάλι σούτια φάγατε!
- Αφού μπουκάρατε με τις μπάτσοι μέσα ρε μουνί! αλλά μετά, για θυμήσου καλά, ποιος έφαγε τα σούτια; ποιος έτρεχε έξω από το λεωφορείο αρπαγμένος από μολότοφ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συνήθως άνευ ουσίας και γεμάτο σεξουαλικά υπονοούμενα φλιρτ.

Ως έκφραση για να δηλώσει ότι κάτι γίνεται χωρίς προφανή λόγο, έτσι, για την καβλάντα.

- Τι έγινε ρε Μήτσο χθες με το γκομενάκι, έφαγες τπτ;
- Όχι μωρέ, με την μαλακισμένη, έγινε καλή καβλάντα αλλά στο τέλος με το πουλί στο χέρι με άφησε.

- Και τι να πάμε να κάνουμε ρε συ τέτοια ώρα σπίτι του Τάσου, αυτός μπορεί και να κοιμάται.
- Έλα μωρέ, μην είσαι μαλάκας, πάμε έτσι, για την καβλάντα!!

(από jesus, 25/02/11)τσεκάρετε στο 00:42... (από Τσακ εις την μέσην, 26/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέλευση εκφράσεως:

Στον υδρόμυλο ή τον ανεμόμυλο παλιά, υπήρχε πρόβλημα με τη σειρά στο άλεσμα, καθώς ο μύλος δούλευε με χαμηλό ρυθμό και οι πελάτες κατέφθαναν εποχιακά και όλοι μαζί. Ο μύλος δούλευε ασταμάτητα όλο το 24ωρο και όταν ο καημένος ο μυλωνάς κοιμόταν, εξυπηρετούσε παντοιοτρόπως τους πελάτες η μυλωνού. Προφανώς, επειδή το παράκανε και λίγο στη «εξυπηρέτηση», στο τέλος πάθαινε σήκωση του πρωκτού, με αποτέλεσμα ο κώλος της να χάνει το σχήμα του και την καλή του φήμη.

Εναλλακτικά: καλλιγραφία στον κώλο της μαϊμούς.

-Δεν μπορώ να καταλάβω τι σόι ξενοδοχείο είναι αυτό, δεν έχει σεσουάρ στο μπάνιο !
-3 Αστέρων είναι, τί περίμενες; Στης Μυλωνούς τον κώλο ζητάς καλλιγραφία, μου φαίνεται !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπερδεύομαι.

Got a better definition? Add it!

Published

Το ακόμα πιο μπάχαλο.

Φοβάμαι ότι ο Καντάφης θα μας ανοίξει μεγάλες δουλειές και θα γίνει μέγα χάμπαλο.

Got a better definition? Add it!

Published

Υπερβολή φράσης για κάποιον που είναι: α) πολύ κουρασμένος σωματικά β) απλά κάποιος άρρωστος με πυρετό που έπρεπε να πάει στη δουλειά, ή γ) κάποιος που μπεκρόπινε μέχρι το πρωί και είναι χάλια...

  1. - Κουρασμένο σε βλέπω, τώρα γύρισες από δουλειά;
    - Τώρα από τις 12 το βράδυ έκλεισα 12ωρο και είμαι ψόφιος...
    - Πάμε για καμια μπύρα;
    - Τι μπύρα ρε συ... εδώ δε βλέπω την ώρα να πα' να πεθάνω...

  2. - Μάκη χάλια σε βλέπω, ιωσούλα και συ;
    - Ασ' τα, με πυρετό απ' το πρωί είμαι, αλλά έπεσε ο σέρβερ στην εταιρεία και πήγα...
    - Και τώρα πού πας;
    - Πού να πάω, πα' να πεθάνω σπίτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified