Further tags

Η λέξη έχει πολλές έννοιες. Την λες ας πούμε όταν διαφωνείς με κάτι και λες, ας πούμε, ότι δεν θα γίνει ποτέ (τ' Αγίου Πούτσου), ή όταν θες να περιγράψεις κάτι που είναι χάλια, π.χ. μια κατάσταση, ή κάτι, τέλος πάντων. Σε όλες τις περιπτώσεις η λέξη είναι χυδαία.

Πω ρε με αυτή τη κρίση. Δεν θα καταφέρω να κρατήσω το σπίτι μου με τέτοιο τριπούτς επάγγελμα.

Jeanne Tripplehorn, έχει καυλώσει περισσότερα από τρία πουτς (από Vrastaman, 02/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Επειδή δεν βρήκα κανένα άλλο λήμμα που να εξηγεί αυτόν τον όρο).

Σταρχιδισμός είναι όταν ένας άντρας/αγόρι/παιδί τα γράφει όλα στα αρχίδια του. Όλο και πιο συχνά χρησιμοποιείται και από γυναίκες/ κορίτσια/παιδιά θηλυκού φύλου.

Συνήθως το ακούμε σαν την έκφραση στ' αρχίδια μου. Το οποίο σημαίνει «δεν με νοιάζει τίποτα και τα γράφω όλα εκεί κάτω» (στα παλιά μου τα παπούτσια δλδ).

- Ρε συ, τι έχει κάνει ο άνθρωπος εκεί;
- Άσ' τον αυτόν, αυτός έχει γραφτεί στο club του σταρχιδισμού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση μεγάλης οικειότητας και τακιμιάς. (1) Είμαστε τόσο «κοντά» με τον τάδε που τα σάλια μας ανακατεύονται, μιλάω εγώ την ώρα που αυτός γελά κι όλο κάτι καταπίνεται εκατέρωθεν.

Προφ η φράση περιλαμβάνει μια αρνητική νότα δεδομένου του ότι σε φάση ρουτίνας τα ξένα σάλια δεν τρώγονται, μην πω και τα δικά σου ούτε καν, δηλαδή τι, παίζει να φτύσεις σε ένα κουταλάκι και να τα ξανακαταπιείς; Ίου! (Ισχύει και για άλλα σωματικά υγρά).

Μην αναφερθούμε σε εξαιρέσεις, ναι μεν είναι αναμενόμενο να ρουφάς αχόρταγα τα σάλια του αγοριού / κοριτσιού της καρδιάς σου, αλλά ακόμα και σε αυτή την περίπτωση δεν το αντιμετωπίζεις ως αυτοσκοπό, παρά ως παράπλευρη απώλεια για την οποία στ' αρχίδια μας κιόλας, εδώ ρουφάς άλλα κι άλλα το σάλιο σε μάρανε.

Κατά κυριολεξία: Ακούσια παίζει να φας τα σάλια άλλου, αν είσαι αξιωματικός στο στρατό, αχώνευτο διοικητικό στέλεχος κλπ, αλλά βέβαια, ό,τι δεν ξέρεις δεν μπορεί να σε βλάψει. Επίσης τα παιδάκια στα νηπιαγωγεία αρρωσταίνουν συνεχώς γιατί τρώνε τα σάλια τους ρουφώντας ίδιες πιπίλες, γλείφοντας τις ίδιες κουδουνίστρες ή, στα πλαίσια εξερεύνησης του κόσμου, μελετώντας το φαινόμενο άνοιξε-το-στόμα-σου-παιδάκι-να-παίξω-μπάσκετ-με-τη-ροχάλα. Σε αυτές τις περιπτώσεις η πρακτική είναι σλανγκ αλλά η φράση δεν είναι. (2)

Τέλος ας σημειωθεί ότι το φαινόμενο της κατάποσης ξένου σάλιου έχει ήδη καταγραφεί αλλά με άλλη έννοια και προεκτάσεις.

(1) Σιγά μη δεν πάρει δάνειο:
- Είμαστε φίλοι για δεν είμαστε;
- Είμαστε!!!
- Γροίκα το λοιπό. Άμε στην Τράπεζα και ζήτα δάνειο. Δυό χιλιάδες για μένα και δυό χιλιάδες για σένα...
- Και θα εγκριθούνε;
- Αυτό άστο σε μένα. Με το Διευθυντή τρώμε τα σάλια μας...
- Και δεν ψακώνεστε;
- Άστε τ' αστεία κι εδώ μιλάμε σοβαρά.

(2) Στρατιωτική θητεία για τις γυναίκες: Υπαινίσσεσαι πως οι νεοσύλλεκτοι είναι ένα μάτσο τσογλάνια;;; Συμπάθα με, αλλά όχι. Τσογλάνια είναι αυτοί που τρώνε τσάμπα στις λέσχες (σάλια φαντάρων τρώνε, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία). Τσογλάνια είναι αυτοί που μένουν σε σπίτια χωρίς να πληρώνουν ενοίκιο. Αυτοί που αγοράζουν σε τιμές κόστους από τα πρατήρια. Αυτοί που κάνουν τσάμπα διακοπές.

Βλ. και έχουμε φάει τα σάλια μας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαϊκή ρήση την οποία άκουσα όταν ήμουνα μικρή (δεν θυμάμαι πού), αλλά, προς μεγάλη μου έκπληξη, κανείς δεν την έχει ακουστά και ούτε στο ιdερνέτ την έχω βρει.

Είναι το αντίστοιχο του «ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εβγάλαμε», δηλαδή προεξοφλούμε την απόκτηση ενός δυσαπόκτητου αγαθού ή την πραγματοποίηση μιας μάλλον ανέφικτης για τα μέσα μας κατάστασης, λες και είναι σίγουρη η έκβαση του πράγματος: δεν έχουμε ακόμα αποκτήσει το βόδι και αγοράσαμε ήδη το σκοινί με το οποίο θα το δένουμε.

- Και την μέρα που θα κάνω τα εγκαίνια του μαγαζιού, θα φωνάξω έναν πάρτι μέικερ να τα κανονίσει όλα και δεν θα κουνήσω το δαχτυλάκι μου!
- Καλά... πριν το βόδι, το σκοινί... πάρ' το δάνειο πρώτα, βρες και τον χώρο, και τα λέμε.

Η άμαξα πριν το άλογο (από poniroskylo, 09/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, η σκόνη, ο κουρνιαχτός.

Μεταφορικά: η μάζα, το σύνολο, το μπούγιο, το χάος, το κοπάδι, η αγέλη (μεταφορικά πάλι). Προφ, όταν ένα σύνολο Χ μετακινείται, σκων' σκον'.

Έκφραση: «με τον μπουχό» = κοπαδηδόν.

Βλ. και γίνομαι μπουχός, βλ. και εδώ.

Δεμπάω διακοπαί με το μπουχό, προτιμώ να κάτσω σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε αντίθεση με την κλασσική ένοια της παντόφλας, η οποία αναφέρεται στη γυναικεία γκρίνια, με τρώει η παντόφλα είναι υπέρτατη απειλή άντρα-σατράπη-αφέντη, προκειμένου να επιβληθεί η τάξη. Δεν διευκρινίζεται αν η παντόφλα είναι απλή, ενισχυμένη, γούνινη ή στρινγκ, αν και το τελευταίο αποφεύγεται γιατί δεν συνάδει με τον ενδυματολογικό κώδικα ενός ξηγημένου γαμάω.

- Δεν πάαααω! Την άλλη φορά έπλενα τρία τέταρτα. Ξέρεις πόσες κατσαρόλες θέλει η μπεσαμέλ;
- Μαράκι λογικέψου γιατί με τρώει η παντόφλα! Να μπεις στην κουζίνα και να μη βγεις άμα δεν κρατάς ένα ταψί μουσακά!

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Αυτό δεν είναι slang» θα αναφωνήσει ο μέσος αναγνώστης. Και θα έχει δίκιο.

Κάποιες παρέες όμως χρησιμοποιούν τον όρο αυτόν εννοώντας ότι στην έξοδο θα συμπεριλαμβάνονται τελικά και γυναίκες - αλλά με μια σημαντική λεπτομέρεια: οι γυναίκες αυτές θα είναι οποιεσδήποτε άλλες, ΕΚΤΟΣ από τις δικές τους.

Με αυτήν την έννοια, το λήμμα προάγεται σε slang - και μάλιστα εξαιρετικής χρησιμότητας.

(μετά από πολύωρο καυγαδάκι με συνοδεία παντόφλας)
- Μα ρε μωρό μου, δεν σε καταλαβαίνω. Τόσο καιρό είμαι τύπος και υπογραμμός. Δικαιούμαι πιστεύω μετά από τόσα χρόνια να βγω επιτέλους αντροπαρέα.
- Ουφ, τέλος πάντων. Σου επιτρέπω μια τελευταία φορά, αλλά να ξέρεις ότι θα με αποζημιώσεις αδρά.

(μετά από πέντε λεπτά, στο τηλέφωνο)
- Έλα ρε μαλάκα, ΟΚ τελικά, εγώ πήρα άδεια από τη δικιά μου. Οπότε, παίρνω αμέσως την Κική να την καλέσω και να της πω να φέρει και καμιά πεινασμένη φίλη της.
- Έγινε, κι εγώ θα πω στην 25η κάβα, την Τζένη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος έχει κάνει κάτι πολύ βρώμικο και διεφθαρμένο και έχει λερωμένη την φωλιά του. Συνήθως λέγεται ο Δούναβης, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθούν και άλλα ονόματα ποταμών, θαλασσών, πηγών, μαρκών μεταλλικών νερών κ.ά. Τα επόμενα πιο συχνά που δίνει ο γούγλης μετά τον Δούναβη είναι ο Νιαγάρας, ο Πηνειός, ο Ειρηνικός και ο Αμαζόνιος. Λιγότερο ο Νείλος, ο Ατλαντικός και ο Βόλγας, καθώς και για βιβλικούς λόγους ο Ιορδάνης.

  1. Το αγόρι που είχατε ραντεβού δεν εμφανίστηκε ποτέ στο μέρος που κανονίσατε αλλά ούτε και τηλεφώνησε. Τι κάνεις;
    Α. Του τηλεφωνείς και περιμένεις να έχει μια καλή δικαιολογία. Αν όχι, δεν τον ξεπλένει ούτε ο Δούναβης. (Εδώ).

  2. Τη σχέση με συνάδελφο καπαρωμένο από άλλη συνάδελφο: μετά δεν σε ξεπλένει ούτε ο Δούναβης. Καλό είναι να κρατήσετε τη σχέση μυστική. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Παίρνω μάτι.

Κανονικά σημαίνει παίρνω μάτι, παρακολουθώ,
μπανίζω ---> μπάνιο + -ίζω (πριν καθιερωθούν τα μικτά μπάνια, οι άντρες συνήθιζαν να παίρνουν μάτι τις γυναίκες που κολυμπούσαν στη θάλασσα).

  1. Πάμε να μπανίσουμε κανά γκομενάκι;;;

  2. - Γιατί κοιτάς από την κλειδαρότρυπα;;;
    - Μπανίζω κίνηση φίλε...!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

'Οταν ένας οδηγός παίρνει πολύ απότομα στροφή και το αμάξι (ή άλλο μεταφορικό μέσο) πετάγεται πολύ απότομα, αλλά συνήθως ο οδηγός δεν χάνει τον έλεγχο.

Σε αυτή την στροφή θα μπω με τις μπάντες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified