Further tags

Τα ψέματα στα οποία μας φλομώνει ο φιδέμπορας Φιδίας. Μάλλον εννοείται ότι πρόκειται κάτι σαν το αντίστοιχο ιστοριών για αγρίους με πρωταγωνιστές επικίνδυνα τέρατα, πρβλ. και δράκοι, αρκούδες κ.τ.ό.

Στο Δ.Π. υπό Πονηροσκύλου.

Μας φλόμωσε στα φίδια ότι πήδαγε στη Νάξο μια Σουηδέζα τουρίστρια, και μετά πήδηξε και την μάνα της, που είχε πάρει διαζύγιο πρόσφατα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του κλάνω μέντες, δηλαδή διακατέχομαι από μεγάλη τρομάρα. Οι μπάμιες ως δύσπεπτες προκαλούν αέρια, οπότε η χρήση τους εδώ μάλλον είναι επιτατική, δηλαδή κλάνω πάρα πολύ (από τρόμο).

Πάσα: Μπίφτεξ, Πονηρόσκυλο.

  1. Ε ετσι πρεπει να παιζεται το Σκοτεινο Δωματιο.Να ακουει ο αλλος «σειρα σου» και να κλανει μπαμιες. (Εδώ).

  2. Μου παν πως είσαι μπελαλής
    άντρας σκληρός και ντερτιλής
    μα σαν τον παίρνεις και γελάς
    κλάνεις μπάμιες και πονάς. (Ποίηση).

  3. nikolaki θα το παρω μια μερα να σε παω λαμπαδα να κλασεις μπαμιες. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προπηλακίζω, προγκάω, κυνηγάω, διώκω, αποβάλλω, πετάω έξω κακήν κακώς κάποιον η κάποιους.

Επίσης και παίρνω με τα φκιάρια.

Οι δυο χαρτοκλέφτες στο νησί.
- Μη μου μιλάς, γιατί θα μας πάρουν με τα φτυάρια, αν μας μυριστούν οι ντόπιοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω ψήσει, προθερμάνει, προετοιμάσει, ζεστάνει, προλειάνει, διεγείρει, γκαυλώσει κάποιο άτομο, συνήθως προς ερωτική συνεύρεση.

Στο φοιτητικό κυλικείο :
- Και που λες, έχουμε ακούσει τη μουσικούλα μας, ήπιαμε και το ουισκάκι μας και πάνω που την έχω φέρει στο μάλιστα, τσαφ, ανοίγει η πόρτα και μπουκάρει μέσα ο συγκάτοικος με τους γονείς του που ήρθαν να τον δουν απ το χωριό.
- Πω πω ξενέρα μεγάλη, δικέ μου.

ΚΟΡΙΤΣΙΑ, Ο ΜΠΑΡΚΟΥΛΗΣ. (από iwn, 12/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τρέλα, αλλά και ο τρελός.

Από το ιταλιάνικο saltare, απ' όπου και το ρήμα σαλτάρω ή σαλτέρνω (βλ. εδώ ή εδώ).

  1. Έχει πέσει πολλή σάλτα τελευταία, ο κόσμος δεν πάει καλά.

  2. Το άτομο είναι τελείως σάλτα.

Δες και .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πηγαίνω πεζός, περπατώντας, βαδίζοντας, οδοιπορικώς, με τα πόδια.

Στις μετακινήσεις μας υπάρχουν ενίοτε συντομότερες διαδρομές, αδιάβατες για οχήματα, όπου μόνο πεζός μπορεί κανείς να τις ακολουθήσει, μειώνοντας την απόσταση (κόβει δρόμο). Προφανώς, στη συνέχεια, το «κόβω με τα πόδια» απέκτησε μια οικουμενική σημασία για την πεζοπορία γενικότερα.

Συνώνυμα: πεζό δύο.

  1. Η έκφραση απαντάται και στην ποδοσφαιρική-αθλητική ορολογία με τελείως διαφορετική σημασία όπως:

Ανακόπτω, εκτρέπω τη πορεία της μπάλας με τα πόδια.
Ανακόπτω, ανατρέπω αντίπαλο παίκτη, λακτίζοντας τον με τα πόδια.

  1. - Σ' εκείνη την ταβέρνα μας έγδαρανκανονικά, δεν μας έμεινε φράγκο ούτε για ταξί, κι έτσι στο γυρισμό τη κόψαμε με τα πόδια.

  2. Ραδιοφωνική περιγραφή:
    - Ο Γιούτσος πέφτει και κόβει με τα πόδια τη πάσα του Λουκανίδη και κατεβαίνει μόνος τώρα.
    (ακούγονται οι ιαχές: Έμπαινε Γιούτσοοοο!!!.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση κλειδί της (προ-)εφηβείας. Στην προεφηβεία λέγεται πιο πολύ για να κάνουμε τους μάγκες, και να ανακοινώσουμε ότι τα «έχουμε με την τάδε», παρότι θα γουστάραμε να μην τα έχουμε, γιατί γουστάρουμε πιο πολύ να παίζουμε μπάλα, και να αλητεύουμε. Από την εφηβεία και μετά δυσκολεύουν τα πράγματα, διότι οι μπάλες που μας ενδιαφέρουν, γίναν δύο και είναι κολλημένες στο στέρνο μιας συμμαθήτριάς μας. Και η καταφατική της απάντηση, στην ανωτέρω αρώτηξη σημαίνει ότι φτάνουμε πιο κοντά στον απαγορευμένο καρπό. Αυτά γινόντουσαν παλιά. Φαντάζομαι, ότι με μικρές αλλαγές θα συμβαίνουν και τώρα.

Μεγαλώνοντας (γύρω στα δεκάξι), η φράση αυτή σημαίνει κάτι διαφορετικό.

Αν λέγεται από τον άντρα, μεταφράζεται εντελώς κυνικά σε: σε γουστάρω πολύ, θέλω να σε γαμήσω, και να το μάθει και ο κόσμος, αλλά το θέλω ΤΩΡΑ.

Όταν το λέει γυναίκα, σημαίνει: ονειρεύομαι παρότι είναι νωρίς, ότι θα κάνουμε παιδιά μαζί, θα περπατάμε μαζί, θα το μάθει ο κόσμος, και στο μέλλον θα γαμηθούμε κιόλας.

Πέραν του ότι σαν έκφραση έχει την κουλαμάρα της, εφόσον δεν βγάζει κυριολεκτικό νόημα, η έκφραση έχει αποκτήσει ένα σλανγκ υπονοούμενο στο χώρο των ενήλικων. Η έκφραση λέγεται (κυρίως περιπαικτικά και μεταξύ κολλητών), όταν κάποιος δείξει συμπάθεια προς το πρόσωπό μας με κάποιο σχόλιο, ή συμφωνήσει ή συμφωνεί γενικά με κάτι που εμείς υποστηρίζουμε σθεναρά.

Υπάρχει και η βερσιόν: «Μήπως θέλεις να τα φτιάξουμε;»

Συνώνυμα: σταμάτα να μιλάς και φίλα με, τα λουλούδια στην κυρία, από μένα.

  1. ...ΦΟΒΑΜΑΙ ΝΑ ΦΛΕΡΤΑΡΩ
    Δεν λέμε στον άλλο/η «θέλεις να σε φιλήσω» ή «θέλεις να τα φτιάξουμε» , έτσι στο ξεκάρφωτο. Αν δεν «παίξεις» και λίγο δεν έχει γούστο κι έχεις και τη ...

  2. ... Θυμαστε που στο δημοτικο λεγαμε στα κοριτσια (ή αγορια) «Θες να τα φτιαξουμε;» Τωρα πως το λεμε; Παρακαλω απαντηστε μου ...

  3. - Ρε, τι χάλια ο Παναθηναϊκός πάλι! Μιλάμε έκαναν παιχνίδι ο Βύντρα και ο ...
    - Ο τιτανοτεράστιος Μαρίνος!!!
    - Σωστά. Και ο Τζόρβας μιλάμε, παραλίγο να κάνει την μαλακία του πάλι.
    - Αυτό θα 'λεγα τώρα. Όπως αυτές τις δύο στο πρώτο παιχνίδι.
    - Πιστεύω ότι πρέπει κάποιος να τους συνεφέρει εκειμέσα.
    - Σωστά, εγώ θα πρότεινα να γυρίσει ο Τεν Κάτε.
    - Απ΄το στόμα μου το πήρες...
    - Θες να τα φτιάξουμε;
    - Γιατί; Με το Μαράκι δεν τα πάτε καλά;
    - Όχι, αλλά επειδή συμφωνούμε, να παίρναμε τον Παναθηναϊκό και να χτυπάγαμε κάνα τσάμπιονς λιγκ...

(από electron, 11/12/10)Εσυ τι λες, τώρα που ακρίβηνε ο φραπές, θα γίνουμε επιτέλους εραστές;  (από GATZMAN, 11/12/10)

Βλέπε και τα ρίχνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πείθομαι πολύ εύκολα, σαν το ψάρι που τσιμπάει το δόλωμα, μασάω, ψαρώνω.

  2. Τρώω ελαφρά.

  3. Κολλάω μια αρρώστια (πχ γρίπη, αφροδίσιο, κλπ).

  4. Τσιμπάω ένα αρχίδι ή δυο αυγά μελάτα.

  5. Την προστακτική, τσίμπα! = πάρε, τσάκω.

  1. - Ρε συ, λέει αλήθεια ο Χαρδαβέλας ότι το τέλος του κόσμου θα έρθει το 2012;;;
    - Τι τσιμπάς ρε πστ κάθε μαλακία που ακούς στην τηλεόραση, θα την πετάξω!

  2. Τι λες, να τσιμπήσουμε κάτι σπίτι ή να βγούμε;

  3. - Πώς είσαι έτσι;!
    - Γάμησέ τα, κάτι τσίμπησα μου φαίνεται, νιώθω χάλια. ααααααΑΨΟΥ!!!!!!
    - Στα μούτρα σου, μαλάκα, φύγε μη με κολλήσεις και μένα!

  4. Την κατέβασα την ταινία, τσίμπα την.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση χρησιμοποιείται για να επισημανθεί, να καταδειχθεί, με παραλληλισμό, η ακατανίκητη προσήλωση, το εξαιρετικό ενδιαφέρον, η προσκόλληση, αλλά και ο ερεθισμός, η ισχυρή διέγερση, η αφύπνιση κάποιου, ιδιαιτέρως σε κάτι η από κάτι πολύ συγκεκριμένο.

Είναι αποδεδειγμένο ότι το κόκκινο χρώμα προκαλεί μια ιδιαίτερη ψυχική και συναισθηματική ένταση στους περισσοτέρους ανθρώπους, πολλώ δε μάλλον εντονότερη στους ψυχασθενείς.

Για τον τρίτο της παρέας, λάτρη του υπερβολικού στήθους, που έχει καρφωθεί στο πληθωρικό ντεκολτέ της διπλανής:
Ο πρώτος: - Μην καρφώνεσαι έτσι, ρε μαλάκα.
Ο δεύτερος:
- Τι να σου κάνει ο άνθρωπος; Το μάτι του τρελού στο κόκκινο κολλάει.

το μάτι του τρελού στο κόκκινο κολλάει (από iwn, 11/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στις μοτοσυκλέτες, η πτώση από μπλοκάρισμα του μπροστινού τροχού.

Ασε, χτες πάτησα το φρένο λίγο παραπάνω κι έφαγα σαπούνι.

Βλέπε και χύμα, στούκα, και το γενικότερο σαβούρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified