Further tags

Ικανοποιώ σεξουαλικά.

Ο Μήτσος έχει σουλουπώσει όλες σχεδόν τις φίλες της αδερφής του.

βλ. και κανονίζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου κάποιος ερεθίζεται κυρίως από την εμφάνιση ή και τη συμπεριφορά κάποιας αιθέριας ύπαρξης.

- Με αυτά τα ξεκωλέ ρούχα που φόρας κάθε φορά μου κατεβάζεις το αίμα στο κεφάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλίκα, το λόμπυ, η σφηκοφωλιά, το γκέτο κάποιων που μόνο γκέτο δεν βλέπουν να είναι, καθότι, συνήθως, πουλάνε την παραμύθα στους εαυτούς τους και στους απ' έξω ότι είναι άνθρωποι προοδευτικοί κουτουλούκουτουλού, καταλαβαίνετε τώρα.

Χαρακτηριστικά δείγματα παρεΐτσας: το ΚΚΕ ανάποδα, το λαμπρακιστάν, το εκδοτικό σινάφι γενικά, η γενιά του πολυτεχνείου γενικά... Ο παρεΐτσας Σαββόπουλος το είπε μόνος του ότι οι παρέες κάνουν ιστορία.

Να μη συγχέεται με το παρεάκι.

  1. - Τι έγινε, εγκρίθηκε το κονδύλι;
    - Μπααα...
    - Γιατί; Αφού ο Χ τα πήρε τα λεφτά που ζήτησε με λιγότερο δυνατή πρόταση.
    - Ε προφ είναι παρεΐτσα ο Χ.

  2. τίτλος από άρθρο μπλογκ:
    Κυριακή, 29 Αυγούστου 2010
    Οι Γερμανοτσολιάδες της μεταπολίτευσης. Πώς η παρεΐτσα ρήμαξε την Ελλάδα.

  3. από φόρουμ:
    δε νομίζω κανείς να χαρακτήρισε “παρεΐτσα” όλους όσοι διαβάζουν την εφημερίδα που λες, επομένως ούτε και εσένα. “παρεΐτσα” ΒΓΑΖΕΙ την εφημερίδα. Η ίδια “παρεΐτσα” που εκθειάζει τους “οπαδούς” του ολυμπιακού για την προβατοφροσύνη τους (και που στον ελεύθερο χρόνο, τραβάμε και ένα στιλιάρι) , που χρόνια τώρα αντί να εστιάζει σε αυτά που λες επιτίθεται με μανία σε όποιον εκφέρει άλλη άποψη από αυτήν της παε και της “παρεΐτσας”. Η ίδια “παρεΐτσα” που μέτρησε κάποιες χιλιάδες κόσμου (8) στο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΜΗ ΠΟΛΙΤΙΚΟ/ΚΟΜΜΑΤΙΚΟ/ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ ΣΚΟΠΟ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΓΙΝΕΙ ΠΟΤΕ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Η ίδια “παρεΐτσα” που ανακαλύπτει συντονισμένους κι υποκινούμενους, πληρωμένους και στημένους από αντιπαναθηναϊκά άτομα, που …ε μωρέ τα φερε η τύχη και μας χτίζουν και το γήπεδο. Η “παρεΐτσα” που ΒΡΙΖΕΙ παλαιμάχους που δίδαξαν έναν Παναθηναϊκό, που ποτέ δε θα ζήσουν, θα μάθουν, και ποτέ δε θα απαιτήσουν.
    Η “παρεΐτσα” που έχει αφεντικό, έχει “προστασία”. Η “παρεΐτσα” που βρίζει τους αντικειμενικούς, αλλά μωρέ φράγκα είναι και τώρα τα παίρνουμε και από δαύτους. Η ίδια “παρεΐτσα” φίλε tak pan που βάζει παιδάκια στο πρωτοσέλιδο, με τίτλο “να ποιοι είναι οι τσάτσοι του βαρδινογιάννη” μετά από το ματς με ηρακλή για να δημιουργήσει εντυπώσεις.

τι σε κόφτει λοιπόν εσένα αδερφέ; διάβασε εσύ όποια εφημερίδα θες, κι ας την βγάζει η “παρεΐτσα”. δε γα*ιέται;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Φουμισμένη πόλη της Μακεδονίας. Απόδειξη η φωτό. Καμία άμεση σχέση με τις εκφράσεις:

  2. Δράμα δε βλέπω.

  3. Πού 'ν' η Δράμα;

  4. Έχασα τη Δράμα.

Όλες είναι λογοπαίγνιο από μεταφορά του αμερικανοεγγλέζικου «where is the drama;»

Αυτό λέγεται για να δείξουμε:

α) πως άρχισαν να μας πρήζονται από τις άσκοπες και χωρίς ενδιαφέρον παρλαπίπες που μας πετούν στη μούρη (δλδ ακόμη μια γείωση).

β) δεν παίρνουμε κάβο πού το πάει ο συνομιλητής - ομιλητής.

Μια ώρα κελαηδάει κι ακόμη Δράμα δε βλέπω.

-.......
-Καλά όλ' αυτά αλλά πού 'ν ' η Δράμα;

Καπναποθήκες στη Δράμα (από sstteffannoss, 06/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπονοεί ότι μου άναψαν όλα τα λαμπάκια, δηλαδή εξαγριώθηκα.

- Τι λέει ο Νικολάκης;
- Άι σιχτίρ τον παλιοπούστη, πάλι χριστουγεννιάκο δέντρο μ' έκανε ψες με τις χοντρομαλακίες του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν η κατανάλωση αλκοόλ ή απαγορευμένων ουσιών μπορεί να σε φτάσει στο σημείο χαλάρωσης που νομίζεις ότι είσαι έτοιμος να χεστείς στα βρακιά σου. Είναι συνήθως συναίσθημα δευτερολέπτων στο οποίο κοιτάς σαν ηλίθιος το κενό και σκέφτεσαι «πόσο σκατά μπορεί να είμαι;»

  1. - Με πήραν τηλέφωνο ο Γιάννης και ο Κώστας.
    - Ε, και;
    - Έρχονται.
    - ΟΚ. Βάλε λίγο ουισκάκι ακόμα.
    - Να ρωτήσω κάτι;
    - Ρίχ' το.
    - Ποιος είναι ο Γιάννης και ο Κώστας;
    - Δεν τα ξέρω τα παλικάρια.
    - Πω πω χέσιμο...

  2. - Χε χε
    - Τι γελάς ρε μαλάκα;
    - Χε χε χε
    - Τι γελάς ρε; 'Έχασα κανένα αστείο; Τι τσιγαράκι είναι αυτό;
    - Χέσιμοοοο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Μπιβ» με υπερτονισμένο ακουστικά τον τονισμό και το /β/ μακρόσυρτο.

Μια απομίμηση εκπυρσοκροτήσεως φανταστικού όπλου που ρίχνει στο κεφάλι μας (το όπλο είναι το χέρι μας και συγκεκριμένα η παλάμη μας με τον δείκτη και τον μέσο να παριστάνουν την κάννη, με τον αντίχειρα να παριστάνει τον κόκορα και τα υπόλοιπα δάκτυλα κλειστά).

Όταν λοιπόν δούμε μια καρα-μαλακία να συμβαίνει μπροστά μας και λέμε «ε αυτό να δω και ας πεθάνω», κάνουμε αυτή την χειρονομία με την παλάμη μας και αναφωνούμε δοξαστικά «μπίβββββ»!

- Λεφτά υπάρχουν, ψηφίστε με! Θα βγάλω τη χώρα από το χρέος σε ένα χρόνο ψηφίστε με!
-Μπίβββββ!

(από allivegp, 05/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην έκφραση: κοιτώ/βλέπω ντουβάρι: είμαι σε αδιέξοδο, δε βρίσκω λύση.

- Πώω ρε μπλέξιμο!! Και τι θα κάνεις;
- Μακάρι νά 'ξερα. Παντού ντουβάρια βλέπω.

(από sstteffannoss, 06/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας σαλονάτος τρόπος για να περιγράψεις μια άσχημη οικογενειακή ή ομαδική κατάσταση, χωρίς να καταφύγεις σε χυδαιότερες και γνησιότερες εκφράσεις.

- Η κόρη με 2 αρραβώνες, ο γιος στο καφενείο και η μάνα βόλτα με τον φίλο της.
- Μην το ψάχνεις, οικογένεια αγαπιόμαστε.

Δες και οικογένεια γαμιόμαστε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν γνωρίζω, ομολογώ, την ετυμολογία, αλλά σημαίνει το αδιέξοδο, την κακοτοπιά, την απροσδόκητα δυσάρεστη έκβαση των πραγμάτων.

Σχεδόν πάντα συντάσσεται με το «Πέσαμε σε» και σπανιότερα με το «Πω πω».

  1. - Καλά, ρε συ, ούτε ένα καρό δεν έχεις;
    - Άσε, μεγάλε, πέσαμε σε λούμπα!

  2. - Πήγαμε να τους μαδήσουμε και μας πήραν τα σώβρακα!
    - Χα, χα! Πέσατε σε λούμπα!

  3. - Την πάω με τα πολλά στο σπίτι και πώς πάω να βάλω το χέρι μου, πιάνω κάτι σαν π... Άσε, τρελάθηκα, μαλάκα.
    - Ω, ρε λούμπα! Άλλη φορά να προσέχεις με «ποιες» κάνεις παρέα!

Σύμφωνα με Τριανταφυλλίδη (και Μπαμπινιώτη, και Μπαμπινιώτη...), από το αλβανικό luba (λάκκος).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified