Further tags

Συνώνυμο της υπερβολικής, μακροχρόνιας έκθεσης ή συμμετοχής σε ειδικές εμπειρίες ή συνθήκες, όπως μια επαναλαμβανόμενη επίπονη δραστηριότητα, οι δυσκολίες ενός επαγγέλματος, οι αντιξοότητες που αντιμετωπίζουμε κ.α.

Συνήθως χρησιμοποιείται για να δηλώσουμε ότι έχουμε αποκτήσει μεγάλη εμπειρία επάνω σε κάτι που μάλλον δεν το κάνουμε με την ευχαρίστησή μας και που μας έχει πια μπουχτίσει.

  1. Έχει φάει με το κουτάλι όλα τα γήπεδα της επαρχίας, αγωνιζόμενος για 15 χρόνια με την Αναγέννηση Καρδίτσας.

  2. Αν νομίζεις ότι για να αναρριχηθείς στη διδακτική βαθμίδα των ελληνικών ΑΕΙ, πρέπει πρώτα να φας με το κουτάλι τα αμφιθέατρα, κάνεις μεγάλο λάθος. Ισχυρά κονέ ή ακόμη καλύτερα, οικογενειακή συγγένεια είναι τα μαστ του επιτυχημένου αλεξιπτωτιστή.

  3. Τις έχω φάει με το κουτάλι τις στροφές του Χολομώντα, τόσα χρόνια πια που μαζεύω γάλα από τις φάρμες της Χαλκιδικής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο νόημα είναι ακριβώς το ίδιο με τα:

Όμως, είναι προφανής η παραδόξως εντονότερη χροιά ορεσίβιας χυδαιότητας, παρότι και καθώς το γκλούτσα πρέπει να αναφέρεται στην γκλίτσα εξού και το παρατιθέμενο σε άλλο forum:

- Άκου να σου πω, πρωτευουσιάνε, εμείς εδώ στην επαρχία τις πούτσες τις μετράμε με γκλούτσες!!! Άμα θέλεις, για ζύγωσε να δεις τι είναι...!

-Συγνώμη, εκεί Βουλή;
-Μη μπερδεύετε τις βούρτσες με τις γκλούτσες κυρία μου. Εμείς είμαστε ένα καθως πρέπει μπουρδέλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Την τελευταία στιγμή. Συνήθως λέγεται στο παραπέντε (εξού και το πετυχημένο σήριαλ) κι είναι παρόμοιο των: παρατρίχα, στο τσακ, στο παρατσάκ, μόλις και...

  2. Το γνωστό extreme σπορ.

Πάλι στο παραπέντε πρόλαβα το τρένο.

Και οι εκδόσεις Παραπέντε... στο παραπέντε εκδίδουν τα έντυπα τους... χεχεχε (από GATZMAN, 31/10/10)(από GATZMAN, 31/10/10)Με αλεξίπτωτο πλαγίας parapente κάπου στις αυστριακές Αλπεις (βλ. ορισμό, περίπτωση 2) (από GATZMAN, 31/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τόσο κοντά όσο μια τρίχα.

Συνώνυμα: παραλίγο, skin of the teeth - αμερικλάνικη σλανγκιά (εάν είχαν τα δόντια δέρμα, τόσο κοντά πέρασε).

  1. Παρατρίχα να την γαμήσω.

  2. Παρατρίχα την γλύτωσα.

  3. Με κράτησαν και παρατρίχα δεν τον έφαγα τον πούστη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαρύτατη προσβλητική η απειλητική έκφραση που χρησιμοποιείται για κάποιον που ανακρίνεται και καταθέτει πράγματα που γνωρίζει κατόπιν βασανισμού.

Σημαίνει ότι κατέθεσε τα πάντα, εξωτερίκευσε όλα όσα γνώριζε ή έμαθε καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του μέχρι και τη βρεφική ηλικία του, (αν είναι δυνατόν), και, καθ' υπερβολή, έβγαλε από μέσα του μέχρι και το γάλα που θήλασε από τη μητέρα του. Δηλαδή, τα κατάθεσε όλα, τα μαρτύρησε όλα, τα ξέρασε όλα, τα πρόδωσε όλα.

Η φράση σήμερα πλέον, πέραν της αρχέγονης ερμηνείας, προσδιορίζει είτε γερό ξυλοδαρμό είτε έντονη ταλαιπωρία, λόγω του ξυλοδαρμού και της ταλαιπωρίας που περιεχέι ένας τυπικός βασανισμός.

Συχνά συγχέεται με το εκεί που φτύνουμε, δε γλείφουμε.

Συνώνυμο: εδώ θα φτύσεις αίμα.

  1. Μετά από τόσο ξύλο που έφαγε στο καρακόλι, τα ξέρασε όλα, έφτυσε και της μάνας του το γάλα.

  2. Θα σας περιμένουμε έξω από τη θύρα 4 , θα φτύσετε της μάνας σας το γάλα.

  3. Άσε Βούλα μου, χάλασε το ασανσέρ και ανέβηκα με τα πόδια στο 5ο, τι να σου πω, έφτυσα της μάνας μου το γάλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ίσα ίσα, σχεδόν, με το ζόρι (με τη βία, εξ ου και η προέλευση του λήμματος).

Απαντάται και ως «βία-βία».

Ήσαντε πεντ- έξι, βία εφτά νοματαίοι εκεί γύρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Της μάνας σου το μπουγαδοκόφινο.

Προφέρεται ως του-μου-σου-του-μου.

Προσωπική βρισιά.

Πιο ήπιας μορφής το: της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο (τ.θ.σ.τ.μ.)

(Mπουγαδοκόφινο: ειδικό κοφίνι στο οποίο έμπαινε παλαιότερα η μπουγάδα)

Ποιός εισαι σύ που 'ρθες εδώ σε μας να κάνεις πλάκα''; Ρεεε, τουμουσουτουμου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράδοξη φράση (λόγω των αντιφατικών λέξεων υπολογισμός και τύχη), που λέγεται σε κατάσταση κατά την οποία απροσδόκητα όλα πηγαίνουν κατ' ευχή.

  1. - Και πάω που λες στο μπαρμπατζεπέτο και τον λέω να με κόψει στη κορδέλα μια σανίδα για ράφι πάνω από την βιβλιοθήκη και με λέει «πόσο;» και τον λέω «όσο;» και με δίνει ένα ρετάλι, πάω σπίτι το πετάω στον τοίχο και πέφτει κουτί! και να το μέτραγα, τόσο ακριβώς δε θα 'τανε!
    - Δε σε λέω 'γω, είναι όλα υπολογισμένα στην τύχη!

  2. - Η ώρα έχει πάει δύο, πετάμε στις τέσερις και εσύ ούτε έχεις φέρει την βαλίτσα σου από την αποθήκη της μάνας σου, ούτε έχεις βάλει βενζίνη στο αυτοκίνητο!
    - Χαλάρωσε βρε μωρό μου! Αφού είναι όλα υπολογισμένα στην τύχη!
    - ...
    - Βρε, η βαλίτσα είναι εδώ τελικά και μάλιστα δεν την είχα αδειάσει από το προηγούμενο ταξίδι. Όσο για το αμάξι το πήρε ο Θανάσης εχτές και μου το έφερε γεμάτο!
    - Άρα;
    - Άρα, φύγαμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση απευθύνεται σε μοσχαναθρεμμένους, δηλαδή σε άτομα χωρίς εμπειρία ζωής, χωρίς επίγνωση δυσκολιών, ασθενειών, φτώχειας και γενικότερα δύσκολων καταστάσεων.

Κατά κυριολεξία, το τομάρι ενός ζώου είναι ολόκληρο το δέρμα του, για το οποίο η επιστήμη της βιολογίας δεν έχει αποφανθεί τελεσίδικα για τις γνωστικές και γνωσιολογικές του ικανότητες.

Όμως το τομάρι ενός εκάστου, ως αδιάψευστος και αεί παρών μάρτυρας, γνωρίζει καλύτερα απ' οποιονδήποτε άλλο, καταγράφοντας σαν κρυφή κάμερα τις προσωπικές δυσκολίες και κακουχίες που έχει υποστεί και αντεπεξέλθει.

- Καλέ Βαγγέλη, είδες πώς αντέχει ο σκύλος χωρίς ρούχα, στη παγωνιά του χειμώνα;
- Χμ ...το τομάρι του το ξέρει.

(από iwn, 30/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified