Further tags

Όταν κάτι μου αρέσει τρελά, όταν κάτι μου κάνει κούκου, εν κατακαυλείδι, όταν κάτι κωλολέει.

Γυναίκα, αυτά τα κιοφτεδάκια μου μίλησαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πελοποννησιακά: Φλομώνω, βουλώνω / φράζω (αναφορά: εδώ), ταπώνω / πωματίζω (αναφορά: εδώ). Σε λεξικό το βρίσκουμε ως μετάφραση του αγγλικού «stuff».

Ένα σπίτι μπορεί να πουμώσει από καπνό, να ντουμανιάσει σε φάση. Μια μύτη μπορεί να έχει πουμώσει από τις μύξες, η φάση που είσαι εντελώς φρακαρισμένος, αλλά δεν πάει ούτε μπρος ούτε πίσω, όσο και να φυσάς / ρουφάς.

Στη Ναύπακτο όπως και στη Λακωνία φαίνεται να έχει και την έννοια σκεπάζω καλά, κρύβω κάτι, συγκαλύπτω για το οποίο όμως δεν εβρέθη σχετικό παράδειγμα, ο έχων ακούσει παρακαλώ να συνεισφέρει σχετικά.

Παραδείγματα από σλανγκογιαγιά:

-Ανοίχτε κανα παράθυρο, έχει πουμώσει ο τόπος εδώ μέσα από τα λιβάνια.

-Πω πω δεν είναι συνάχι αυτό, ρίχνω σπρέι, κάνω εισπνοές, ό,τι και να κάνω νιώθω τη μύτη μου εντελώς πουμωμένη είναι εντελώς δυσάρεστο (φφφφρ στο μαντήλι άκαρπη προσπάθεια).

Περαστικά. (από Galadriel, 21/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του γκουγκλάρω, η οποία, παρόλο που ακόμα δεν δίνει πολλά αποτελέσματα στην Αναζήτηση (και παρόλο που λέμε «γκουγκλ» και όχι τόσο γούγλε) τείνει να επικρατήσει. Ίσως γιατί στη λέξη αυτή είναι πιο δόκιμη και σαφώς διασκεδαστική η ελληνοποίηση (το -γ- δηλαδή), παρά σε άλλες περιπτώσεις (όπως το κωμικό πια Χάυδν αντί Χάυντν).

Γουγλάρω: είμαι στο ίντερνετ και ψάχνω πληροφορίες ή εικόνες ή βίντεο για κάτι.

Γουγλάρω κάποιον: ψάχνω σαν τον χαφιέ ή σαν την κυρα-περμαθούλα να μάθω ό,τι μπορώ προτού επισυνάψω σχέση (κάθε είδους) με κάποιον.

Η λέξη ακόμα δεν έχει βρει την οριστική ελληνική μορφή της ή την απόλυτη σημασία της. Εδώ στο σλανγκρ φαίνεται μέρος της πορείας της:

γόογλε / γούγλε
γκουγκλάρω
γούγλε γούγλε
ψαχτήρι
καθώς και εδώ

  1. - Τι να απέγινε εκείνο το αρχίδι που με παρακολουθούσε πριν τρία χρόνια;
    - Ξέρω και γω, για γουγλάρισέ τονα μπας και διαβάσεις ότι τον χώσαν στην στενή.

  2. Μωρό μου, μπαίνω μισό να γουγλάρω κάτι που χρειάζομαι ακόμα και μετά φεύγουμε, οκ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκ της μηχανοκίνησης και αυτοκίνησης το οποίο απαντάται σε απότομη ενέργεια του οδηγού, χαρακτηριστική της κακής οδηγητικής του συμπεριφοράς και χαμηλής συνείδησης του κινδύνου. Συνήθως αφορά σε απότομη κάθετη προς το αντίθετο ρεύμα στροφή ή σε επί τόπου στροφή σε αυτοκινητόδρομο ή λεωφόρο, ή και σε επικίνδυνα σλάλομ, σφήνες ανάμεσα στα υπόλοιπα κινούμενα οχήματα κλπ.
Επιπλέον, υπάρχουν περιπτώσεις πέραν από τον χαρακτηρισμό της ενέργειας του οδηγού που ο όρος εστιάζει στην ίδια τη δυναμική συμπεριφορά του οχήματος, όπως τη ροπή κάποιου pimp-αρισμένου οχήματος στις στροφές, τα drifts, τα πετοκωλίδια και λοιπά, μηχανικά χαρακτηριστικά που αυξάνουν την αδρεναλίνη του επιβάτη...

«Χτες βράδυ τα χρειάστηκα. Οδηγούσα στην επαρχιακή οδό και το μπροστινό μου φορτηγό ξαφνικά έκοψε χαριλίκι σε χωματόδρομο αριστερά και με ανάγκασε να φρενάρω απότομα και να κόψω δεξιά σε βενζινάδικο για να τον αποφύγω. Μάλλον δε με είδε ο μ*&^#$ς στα σκοτάδια.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο Ναυτικό, γίνεται κόμπλα όταν κάποιος βαθμοφόρος αποφασίσει αίφνης να τηρήσει κάποιον κανονισμό με αποτέλεσμα να μοιραστούν ποινές και γενικά να μας κάνει τη ζωή κόλαση.

= Έγινε κόμπλα χθές. Βρήκε ο εφοδεύων τον Ιωσηφίδη στη σκοπιά τύφλα στα ούζα, βάρεσε κλήση και λείπανε 3...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται όλο και πιο συχνά, αντικατοπτρίζοντας την αβεβαιότητα της νεολαίας για το αύριο με δεδομένη τη σίγουρη επαγγελματική αποκατάσταση των καθ όλα αξιαγάπητων ιερόδουλων. Αντανακλά την έκπτωση αξιών στις σύγχρονες αστικές μεγαλουπόλεις. Συχνή απάντηση στην ερώτηση : «Τι θα κάνεις όταν τελειώσεις τη σχολή/μετά το στρατό/αύριο;»

- Ρε Μήτσο, δύσκολα τα πράματα...
- Δεν γαμιέται, έτσι κι αλλιώς όταν μεγαλώσουμε, όλοι πουτάνες θα γίνουμε!

Ευτυχώς που υπάρχουν (από allivegp, 19/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω επαφή με κάποιον, κάνουμε παρέα, κλπ.

Η έκφραση σπανίως χρησιμοποιείται θετικά. Συνήθως λέμε «Δεν μιλέμαι», εννοώντας ότι τσακώθηκα, χώρισα τα τσανάκια μου, έκοψα, κάνω μούτρα, κουτουλού.

- Τά 'μαθες; Η Βάλια και η Κάτια δεν μιλιούνται λέει!
- Έλα!!!

(από MXΣ, 18/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκσπερματώνω κατά τη διάρκεια της συνουσίας μέσα στο γυναικείο αιδοίο.

- Τι έγινε ρε γιατί είσαι αγχωμένος; Δεν πήγε καλά με τη Μαρία χθες;
- Καλά πήγε ρε, αλλά δεν φορούσα προφυλακτικό και τά 'δωσα μέσα όλα.
- Μαλακία, πες της να πάρει το χάπι μη γίνεις μπαμπάς από το πουθενά!

Δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο έρωτας με την πρώτη ματιά.

- Με το που είδα τον Αντώνη τον ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το εξαιρετικό ντεκαβάζ ορμώμενος, ας βάλω ακόμη ένα λιθαράκι στον σλάγκειο Όλυμπο.

Τσέπη εν τω πόκειω χώρω καλείται το ενθυλακωμένο χρήμα, το οποίο συνήθως δεν δύναται λάβει μέρος στο εξελισσόμενο παίγνιο, χάριν των ισορροπιών.

Όπως γράφει και ο electron, στο τραπέζι παίζει ό,τι έχει μπει στην κάβα, για να υπάρχει ένας έλεγχος στα ποσά που αλλάζουν χέρια (σε φιλικά τραπέζια πάντα). Αν κάποιος ζητήσει να παίξει με τσέπη, σημαίνει συνήθως ότι έχει καλό χαρτί και θέλει να σκουπίσει το τραπέζι. Αυτός είναι ένας κακός άνθρωπος και να μην τον παίζετε.

Η τσέπη παίζει σε κάποιες παραλλαγές που μπορεί ο παίκτης να «αγοράσει» μπαλαντέρ σε μεταβαλλόμενη τιμή, η οποία δεν μπορεί να προδικασθεί.

- Γιώργο, μιλάς!
- ..................
- Ε...
- Τσέπη παίζει;
- Πάσο!
- Πάσο!
- .......
- Όχι ρε παπάρα, δεν παίζει τσέπη, ένα απλό νεκροταφειάκι παίζουμε. Το γάμησες πάλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified