Further tags

Μεγάλη ανακατωσούρα, η οποία είχε άσχημη κατάληξη.

Έγινε μεγάλος ντουβρουτζάς χθες και μετά πλακώσανε τα στρουμφάκια
κι έγινε το ανακατραμπούχαλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά η τρίχα η ανήκουσα στην τριχοφυία του πρωκτού. Κατά πιο μεταφορικό τρόπο, σημαίνει κάτι το τελείως ευτελές και ασήμαντο με το οποίο δεν θα έπρεπε να ασχολούμαστε (βλ. και χτενίζω τις κωλότριχες). Πλην υπάρχουν, φευ, τριχοφοβικοί μετροσεξουαλιστές αλλά και μερακλήδες τριχόφιλοι που ασχολούνται καθ' υπερβολήν με το θέμα. Κατά τα άλλα, χρησιμοποιείται και η έκφραση τραβάω τις κωλότριχές μου για μεγάλη απελπισία και έκπληξη με κακή σημασία.

  1. Το πέρασμα του χρόνου έχει επιπτώσεις ακόμη και στις κωλότριχές μας. Η διάμετρος της κωλότριχας αρχίζει σταδιακά να μειώνεται και ο κύκλος ανάπτυξής της επιβραδύνεται. Ταυτόχρονα η παραγωγή σμήγματος ελαττώνεται με αποτέλεσμα από τις 100 περίπου κωλότριχες που «χάνονται» καθημερινά να αντικαθίστανται μόλις οι 80. Το κωλοτρυπιδόμαλλο αραιώνει, δείχνει ξηρό, άτονο και θαμπό. (Κάπου στο ελληνικό Ιντερνέτι).

  2. Τον άφησα να παίζει με τις κωλότριχές μου και συνέχισα το γαμήσι. (Από το Gay World).

  3. Θέλω να πω ότι με καύλωσε στην Λένα το ότι οι κωλότριχές της πετάγονταν από το στρινγκ. (Μερακλής σεξομολογείται κάπου στο Ιντερνέτι).

  4. ‘Οταν η κουράδα κολλάει στις κωλότριχες... (Υπαρξιακοί εσκατολογικοί στοχασμοί σε σάη κάπου στο Ιντερνέτι).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ζιλ ζουρνά γκαϊντατζής του Έβρου, στο πρώτο παράδειγμα, ξεκίναγε τη μέρα του με μάλλον ανήπαρκτο τρόπο. Δεν έχω ιδέα αν η φράση λέγεται ( ή λεγόταν ) με αυτήν ή με κάποια άλλη, παρεμφερή έννοια. Το όποιο σλανγκοζούμι, αν υπάρχει, εκεί βρίσκεται. Ας μιλήσουν οι βόρειοι, ή όποιος άλλος τεσπα. Ρωτήστε και κάνα παπού, κακό δεν κάνει.

Η ετυμό : Aραβ. αρχής οθωμ. üşür > τουρκ. öşür vergisi / aşar = φόρος της δεκάτης.

  1. Ξεκίναγε τη μέρα του μ' ένα μεγάλο νεροπότηρο ούζο, ουσούρ, δηλαδή γεμάτο ως τα πάνω, ξεχειλισμένο - έβαζε το δάχτυλό του στα χείλια του ποτηριού για να δει αν το ακουμπάει η επιφάνεια του πιοτού. Τόλεγε ουσούρ γιατί, παλιότερα, πριν τους ξεριζώσουν απ' τον Μαΐστρο της Μικρασίας, όταν έρχονταν οι Τούρκοι φοροεισπράκτορες στ' αλώνια για να πάρουν τον φόρο, γέμιζαν με το στάρι που αναλογούσε γκαζοντενεκέδες ως τα πάνω, ξεχειλισμένους, ύστερα έσερναν έναν χάρακα χείλι με χείλι στον κάθε ντενεκέ να ισιώσει ξέχειλα η επιφάνεια του σταριού - κι αυτό τόλεγαν ουσούρ.
    Γ. Σκαμπαρδώνη «Ουσούρ», από την «Ψίχα της Μεταλαβιάς», εκδ. τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη 1990.

  2. Και διά τούτο από τον καιρόν του αοιδίμου Σουλτάν Μεχμέτη [...] όσοι είναι εις τους τόπους των, και εις τα κτήματά των (μούλκια) οπού εξουσιάζουσι και ευρίσκονται εις τα Καλάβρυτα, και Βοστίτζαν, και παλαιάν Πάτραν, και εις το Χλουμούτζιον, και τα Τρυπία, ωρίσθη να δίδωσι δι' αυτά [...] δεκαπέντε χιλιάδες άσπρα, κατ' έτος, αντί του ουσουρίου και ρεσμίου και των άλλων τεκιλιφίων [...] burada

  3. ΒΑΜΒΑΚΟΧΟΡΤΟΝ, Xylon Herbaceum, είναι [...] το γνωστόν εις ημάς Βαμβάκι [...] λαμβάνει και διάφορα ονόματα, ή από του τόπου, καθ' όν γίνεται [...] ή από του τόπου, από τον οποίον στέλλεται [...] ή από τον τρόπον της εκλογής, ως Ουσούρι (το δέκατον), ή από τον τρόπον της πρώτης κατασκευής, ως δεμένον με άχυρον ή λυτόν, ή και από το μέγεθος των σακίων [...] şurada

  4. Η Οθωμανική φορομπηχτική πολιτική εν Μολδοβλαχία και οι γλωσσολογικές της συνέπειες orada

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κωλογαμήσι εις την ιδιόλεκτον του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

...η βατευόμενη μικρούλα Λαπωνίς, με τα μάτια της υπερμέτρως ανοικτά και γουρλωμένα, από την πίεσιν των ισχυρών και ανενδότων, των καυστικών, σχεδόν, εισδύσεων της πελωρίας και αιχμηράς κυνοψωλής, απελάμβανε τώρα βαθέως την υπό του ωραίου ζώου πρωκτογάμευσίν της.
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 16, σελ. 121)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαρτυρικώς καυλοσφαδάζων και καυλοπυρέσσων.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Μόλις ετελείωσε ο τριπλούς οργασμός, η Τζέην εξ οίκτου δια τον λαγνοσφαδάζοντα ανικανοποίητον μολοσσόν της... (ΛΟΓΟΚΡΙΝΕΤΑΙ!)
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 16, σελ. 122)

Αισθητοποίησις της κυνογαμευθείσης κορασίδος. (από Khan, 01/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καυλιδερό, έγκαυλο τε και καυλωτικό.

Ευρύτατα διαδεδομένη σλανγκιά που χρησιμοποιούσε κι ο σλανγιώτατος ποιητής Ανδρέας ο Εμπειρίκος.

  1. Τι θα έλεγε άραγε ο κύριος Μακ Γκρέγκορ,εάν εμάνθανε ότι προ μιας και ημισείας ώρας, η μαμά της, αυτή η σοβαρή και ευγενική κυρία, είχε κάμει και αυτή μ α λ α κ ί α ν, όπως τα μικρά καυλιάρικα κορίτσια;
    (Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 17, σελ. 129)

2.
Ένα ξανθό καυλιάρικο MILF που θα ήθελες να πηδήξεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αι εκτοξευόμεναι κατά ριπάς ρουκέτται παχύρρευστου ψωλόχυματος.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Η απαλή ως μαγνόλια παις, καίτοι επνίγετο σχεδόν από τας επα΄΄ηλους ορμητικάς σπερμαρορουκέττας, κατέοιε όλον τον γλοιώδη αρσενικόν οπόν, αγβνιζόμενη απεγνωσμένως να μη της διαφύγη ούτε μία σταγών...
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 17, σελ. 139)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαγνοβοών ιαχάς ερωτικάς ή / και γουτσισμούς από την υπέρμετρον καύλαν του.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Λυσσώντες και καυλοβοώντες κατά τον Εμπειρίκον, ηργάζοντο επί δεκατετραώρου βάσεως , ωστε η κρατική μηχανή να εργάζεται με ακρίβειαν του υπολογιστού των Αντικυθήρων!
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καυλιάρικο ή καυλιδερό υποκείμενο ή αντικείμενο, προκαλεί άμα τη εμφανίσει στύσεις. Ευρύτατα διαδεδομένη σλανγκιά, προσφιλής και στον σλανγιωτάτο ποιητή Ανδρέα τον Εμπειρίκο.

Ψευδογαλλιστί: καυλωτίκ.

Και η ψωλή του ανδρός, επάνω εις το μουνέττον, τι κολοσσός, πόσον σκληρά και πόσον φουσκωμένη! Και η χειρ του, επάνω στα βυζέττα της, πόσον αδρά και ισχυρά! Και τα μάτια των εραστών, πόσον στιλπνά και λιγωμένα! Και η κορασίς, πόσον καυλωτική και καυλωμένη!
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 41)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος επιχειρηματολογικού ακροβατισμού, παραπέμπει στα σάπια, παιδαριώδη και ξύλινα επιχειρήματα που συχνά προβάλουν τα συνδικάλια. Πρόκειται για καικαλά σιγουράκια, τα οποία όμως χάνουν λάδια.

Ζαργκόν τση αριστεράς.

1.
Γνωστή συνδικαλιά οι τελευταίες δηλώσεις Σόιμπλε. Επειδή ξέρει ότι θα φύγει ο Σαμαράς και έρχεται ο ΣΥΡΙΖΑ σκληραίνει από πριν, τη στάση του, ενόψη της διαπραγμάτευσης που θα γίνει με το ΣΥΡΙΖΑ.

2.
Το ΚΚΕ βγαίνει από ..δεξιά στον ΣΥΡΙΖΑ!!! Απίστευτη «συνδικαλιά» για να τον εκθέσει στους νοικοκυραίους

3.
Επιστρατεύουν τον τρόμο, την συκοφαντία, την συνδικαλιά, ‘φίλους και εχθρούς’, συναισθήματα και εντυπώσεις, δηλαδή δρόμους άσχετους με την λογική που απαιτεί μια πολιτική στάση. Δρόμους που κουράζουν γιατί είναι κενοί από ουσία.

4.
Αυτο που τρεμω ειναι οτι υπαρχουν 1002 τροποι για τους “σκληρους κομματικους” και στο ΚΚΕ και στον ΣΥΡΙΖΑ να σαμποταρουν στις λεπτομερειες αυτην την ευκαιρια. Σε φαση το σχεδιο νομου να περιεχει και ασχετη φρασεολογια που θα προβοκαρει τους συριζαιους και στην οποια οι “σκληροι” να πατησουν για να την απορριψουν. Παλια συνδικαλια αυτο το παιχνιδι απο τα φοιτητικα αμφιθεατρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified