Ασταμάτητος, ορμητικός, ασυγκράτητος.
Τρένο ο Πυρσός Γρεβενών, διπλό μέσα στα Σέρβια.
Ασταμάτητος, ορμητικός, ασυγκράτητος.
Τρένο ο Πυρσός Γρεβενών, διπλό μέσα στα Σέρβια.
Got a better definition? Add it!
Στην πραγματικότητα πρόκειται για υπόδειξη στα ελληνικά ειπωμένη από κάποια κορυφή του Ταϋγέτου ή του Πάρνωνος ή έστω του Μυστρά, μάλλον από αλλοδαπό ξεναγό εννοώντας:
Να η Σπάρτη!
- Nice party!
- Yeah, lots of nice people in this group!
Got a better definition? Add it!
Η Ελληνική φράση «Παππού ακούμπα αλλού τα μπαούλα», ειπωμένη με βιασύνη και με Σουαχίλι προφορά.
- Άστα ρε γαμώτο, μετακομίζουμε αυτή τη βδομάδα κι' ο παππούς μου όλο μπερδεύεται στα πόδια μου κουβαλώντας διάφορα έπιπλα.
- Ε και τι του λες;
- Τι να του πω του μαλάκα… του λέω παππουακουμπαλλουταμπαούλα.
Got a better definition? Add it!
Παίρνω πίπα, τσιμπουκώνω, επιδίδομαι σε γλειφοπούτσι, παίζω σόλο κλαρίνο, κάμνω μιμί.
Αργκό του σλανγιώτατου Ανδρέα του Εμπειρίκου. Μινέτ(τ)ο επίσης αποκαλείται το γλειφομούνι κι ο αυνανιοσμός (εκ του μινάρω).
1.
Μια απ' αυτές µάλιστα, που ήταν και από τίς παλαιότερες σκηνές που είδε, µήπως δεν απετέλεσε και τό πρώτο ζωντανό παράδειγµα τής γλυκύτατης πράξεως, που αργότερα έµαθε ότι ονοµάζεται «μιμί» ή «µινέττο», και τήν οποίαν, πριν µάθη τίς λέξεις αυτές, ονόµαζε µόνη της « πιποπιπίλα »;
2.
ο ζωγράφος, εξ αδικαιολογήτου όλως σεβασµού, και µολονότι ήτο φανερόν ότι τήν ήθελε και εκείνος (αφού συχνά επίεζε τήν ψωλήν του, ή τήν έτριβε επί τού στόµατός της) δεν είχε ζητήσει ποτέ ρητώς από τήν Φλώσσυ εκτέλεσιν µινέττου
Got a better definition? Add it!
Άνθος προσφερόμενο σε πούτσο (συμπεριλαμβανομένων των αρχιδιών) με σκοπό την πρώτη προσέγγιση ή επανασύνδεση μ' αυτά τα εργαλεία.
Τις περισσότερες φορές το κόλπο δεν πιάνει προς επαλήθευση των κοινών ρήσεων:
1. Στ' αρχίδια μας λουλούδια.
2. Στον πούτσο μας γαρδένιες.
- Μιλούσα στην Ελένη χθες, θέλει να τα ξαναφτιάξετε.
- Ελένη… καλά.. στ' αρχίδια μας πουτσάνθεμα!
Got a better definition? Add it!
Ο στενόχωρος. Κατά μια άλλη έννοια οι συχνά εναλασσόμενες καιρικές συνθήκες.
- Ρε παιδί μου τι καιρός είναι αυτός; Τη μια συννεφιά με κρύο, την άλλη ζέστη και υγρασία...
- Ναι μουνόχωρος.
Got a better definition? Add it!
Άραξε - ηρέμησε. Αυστηρώς από άτομα που ψάχνουν την προσοχή.
- Μου έχει πει ο ένας να πάμε για καφέ, η άλλη για σινεμά με την παρέα της και ο πατέρας μου να τον βοηθήσω στο συνεργείο. Τι να πρωτοκάνω, έλεος.
- Τσίλαρε, θα τα βολέψεις όλα.
Got a better definition? Add it!
Παίρνω πίπα, τσιμπουκώνω, επιδίδομαι σε γλειφοπούτσι, παίζω σόλο κλαρίνο.
Ονοματοποιία του σλανγιωτάτου Ανδρέα Εμπειρίκου.
- η Μιμή κρατούσα αβρώς τό πέοςτού ταχυδακτυλουργού µε τήν αριστεράν της, και ζυγίζουσα απαλά µε την δεξιάν χείρα της τούς ωσαύτως βγαλµένους έξω όρχεις του, είχε κολλήσει τά χείλη της γύρω από τήν σφύζουσαν βάλανόν του και εις τό φουσκωµένον γεννητικόν του µόριον «µιµί» - τουτέστιν έγλειφε τήν ψωλήν τού ταχυδακτυλουργού µε έγκαυλον ζέσιν, γλωττίζουσα αυτήν και πιπιλίζουσα τόν κόκκινον καυλόν της, ωσάν να ήτο η κεφαλή τής πούτσης τίτθη, ενώ ο Γκρεγκουάρ πανευτυχής και καυλοπυρέσσων, αναστενάζων και λαγνοβοών από τήν µεγάλην ηδονήν που εδοκίµαζε, ευρίσκετο εις τόν Παράδεισον και, καµµύων τούς οφθαλµούς του, έλεγε εις τήν ξανθήν ψωλογλειφίδα λόγια αισχρά, αισχρότατα, ανάµικτα µε τρυφεράς εκφράσεις και επαίνους.
(Ανδρέας Εμπειρίκος, «Ο Μεγας Ανατολικός»)
Got a better definition? Add it!
Η περίεργη αίσθηση του ότι γαμάς κάποια άγνωστη που δεν είναι εκεί μαζί σου.
- Πως είναι η ερωτική σου ζωή;
- Να πάρει ο διάολος! Τώρα τελευταία μπερδεύτηκε… νομίζω πως deja-γαμώ.
Got a better definition? Add it!
Λέξη σύνθετη: πούτσος + ραχάτι (αδράνεια).
Η συνήθης κατάσταση ενός πούτσου, εκτός των τριών περιπτώσεων του όταν γαμάει, μαλακίζεται ή κατουράει ο κάτοχός του.
Μεταφορικά η ολική κατάσταση αδράνειας του εν λόγω κατόχου.
- Με τι ασχολείσαι τελευταία;
- Με τίποτα… Πουτσοραχάτι...
Got a better definition? Add it!