Further tags

Εκνευρίζω κάποιον, του χαλάω το κέφι.

Και πάντα χαμογελάει από πάνω και παίρνει και το μέρος του μπόση έτσι χωρίς λόγο απλά και μόνο για να μου τη σπάσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κοπυπαστώνω, κοπυπάστωμα

Άθλια ελληνοποίηση του «κάνω copy-paste», όχι όμως πιο φρικτή από το «κάνω αντιγραφή κι επικόλληση».

Βλ. επίσης: σιπάρω, κοπυπαστατζής.

1.
Σκέφτηκα λοιπόν να ανεβάσω ένα από αυτά τα παλιά άρθρα και… βλέπουμε για τα υπόλοιπα. Πάντως, δεν κοπυπαστώνω: έχω χτενίσει το παλιό άρθρο, έχω προσθέσει μερικά, έχω ενσωματώσει κάμποσα πράγματα από τα (λιγοστά, τότε) σχόλιά σας.

2.
ΕΜΕΙΣ Δ Ε Ν ΕΦΑΡΜΟΖΟΥΜΕ Τ Ι Π Ο ΤΑ ΑΠΛΑ, ΠΑΠΑΓΑΛΙΖΟΥΜΕ ΜΕ ΠΕΡΙΣΣΗ ΑΥΤΑΡΕΣΚΕΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΕΣ ΠΟΥ ΤΙΣ ΚΟΠΥΠΑΣΤΩΣΑΜΕ ΜΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ…

3.
ΚΑΤΙ ΚΟΛΛΗΣΕ ΣΤΟ ΑΝΕΒΑΣΜΑ..Η ΚΑΤΙ ΞΕΧΑΣΑ ΣΤΟ ΚΟΠΥΠΑΣΤΩΜΑ...ΟΛΟΙ ΟΙ ΡΟΚΑΔΕΣ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΕΛΟΣΠΑΝΤΩΝ....:-)

4.
- κοπυπάστωμα -> copy/paste, copying and pasting
- Έκτρωμα δεν είναι ο όρος; Απορώ πώς το χρησιμοποιούν ορισμένοι...
- Αλήθεια, σε ρήμα πώς θα ήταν; Κοπυπαστώνω (με μπόλικο αλάτι;) ή κοπυπαστάρω; :Ρ
- Το «κοπυπαστώνω» θυμίζει παστά, το «κοπυπαστάρω» πάστες, ακόμα και το «κοπυπαστίζω» θυμίζει παστίτσιο. Δεν πεινάω, αλλά έτσι μου ακούγεται.
(διάλογος διερμηνέων)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γλώσσα των θεατρανθρώπωνε και των ραδιοτηλεοπτικών μουμουέδων, όταν ο ηθοποιός ή παρουσιαστής παθαίνει κοκομπλόκο και ξεχνάει ή χάνει τα λόγια του, ωσάν ένα τεράστιο σεντόνι να του θολώνει τον νου.

1. Ρένια Λουϊζίδου:«Έπαθα σεντόνι και ήθελα να έρθει η μαμά μου να έρθει να με πάρει»

2. Η Ναταλία Γερμανού άκουσε το όνομα του Μάριου Αθανασίου και «έπαθε σεντόνι»!

3. Παύλος Σταματόπουλος: «Έπαθα ένα μικρό σεντόνι, δεν θυμόμουν τον τίτλο της εκπομπής... Δεν ξεκινάμε καλά!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρώτα μια μικρήπαρένθεση. Η εγχώρια σλανγκ μπολιάστηκε ανεπανόρθωτα από την διαδικτυακή παγκοσμιοποίηση. Το πρώτο μεγάλο κύμα εμφανίστηκε στα μέσα/τέλη των ενενήνταζ μέσω του τσατ (κυρίως MIRC) και των πρώτων φλώρουμ, χαρίζοντας εκφράσεις τ. λολ, ομιτζί, κ.ά. Το δεύτερο μεγάλο κύμα προήλθε τα πρώτα κοινωνικά μήδια και εβλόγια των 2000αζ. Μέσω του MySpace και μετά του φατσομπουκίου εισήχθηκαν σλανγκιές τ. βάιραλ, λάϊκ και καραλάικ, φορ τεχ λουλζ, και δεν συμμαζεύεται. Το τρίτο το μακρύτερο κύμα μας ήφεραν στα σύγχρονα κοινωνικά μήδια των εξυπνόφωνων: τα Τοιούτερ, ινστραγκράμια, ask.fm, Vine, κ.ά., έχουν τερματίσει την παγκοσμιοποίηση της εφηβικής αργκό με κελεπούρια τ. γιολάρω, σελφάρω, σουάγκ, και δεν συμμαζεύεται. Εδώ κλείνει η παρένθεση.

Το σιπάρω είναι απόρροια του τρίτου αυτού κύματος και σημαίνει: πάω, γουστάρω, εγκρίνω κάποιο ζευγάρι ή κάποια ρομαντική σχέση. Τυπικά εκφέρεται με ένα συνδυασμό των ονομάτων του εν λόγω ζεύγους. Για παράδειγμα, εάν κάποιο πιπιναριό αναρτήσει στο ασκεφέμ «σιπάρω σακάτι» στην ουσία επιδοκιμάζει το ζεύγος Σάκη Ρουβά και Κάτιας Ζυγούλη.

Εκ της αμερικλανιάς I ship them, με την ίδια έννοια.

Πέον να σημειωθεί ότι το σιπάρω σπανιότερα σημαίνει και κοπυπαστώνω, από το από το c/p (copy/paste). Βλ. τελευταίο μύδι.

1.
- αι ν υπαρχει ειλικρινα απιστευεις οτι η ελενα ειναι καλη γ τον Στεφαν γιατι ειναι λογος που δεν του σιπαρω πια .. πιστευω οτι του αξιζει κατι καλυτερο κ οχι αυτη..
- [παράθεση γιουτουμπακίου] Κάποιοι από τους λόγους που σιπάρουμε στελένα !!!

2.
- η perrie ειναι πουτανα! Απορω πως σιπαρεις Zarrie!
- είναι η γνώμη μου οκ; Δν θα σου δίνω λογαριασμός για το τι σιπάρω κ τι δν σιπάρω!

3.
@Κατ, δεν σου έχει τύχει σε μια σειρά που βλέπεις να σιπάρεις κάποιους και κάποιοι άλλοι να σου σπάνε τα νεύρα;;;; ή σε μια σειρά οι συντελεστές να προωθούν κάποιο άλλο ζευγάρι και εσύ να θες άλλους μαζί;;

4.
- Έχω συναντήσει και το «σιπάρω» (από το c/p - copy/paste) σε προφορικό λόγο ευτυχώς μόνο. :)

(από Khan, 08/10/14)Jaime Lannister + Brienne of Tarth=  I ship them SO HARD. (από Khan, 08/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάποιος κάνει μεγαλόστομες υποσχέσεις και διακηρύξεις που υποψιαζόμαστε ότι δεν θα τηρήσει, υπόσχεται τα πάντα, ότι θα πέσουνε οι τιμές και άλλα πέρα από τις δυνάμεις του.

- Πώς την βρήκες την ομιλία του Κλασομπανιερίδη στη ΔΕΘ;
- Μια απ' τα ίδια. Και τα ακριβά φτηνά και τα ρέστα τζάμπα. Έρχονται κι εκλογές κι αρχίσανε τα όργανα των υποσχέσεων...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βήτα συστατικό της καθομιλουμένης και της αργκό, που σχηματίζει ουσιαστικά θηλυκού γένους.

Η κυριότερη σημασία που προκύπτει είναι η «μπόχα», η «(δυσάρεστη) μυρωδιά» που αναδίνει το πρώτο συστατικό, είτε στην κυριολεξία της (αρχιδίλα, μουνίλα) είτε και μεταφορικά (πιχί κορεκτίλα). Συνηθισμένη χρήση στην καθομιλουμένη είναι και η «απόχρωση» με βάση το πρώτο συστατικό (κοκκινίλα, κιτρινίλα), που και πάλι μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά (μαυρίλα για την «κακή διάθεση»). Οι μεταφορικές χρήσεις είναι τόσο συχνές, που ο Τριαντά πολύ σωστά απομονώνει ως κύρια σημασία και τη «δυσάρεστη κατάσταση» (στην αργκό πιχί τσατίλα, ψοφιμίλα), που εμένα τουλάχιστον μου φαίνεται να προέρχεται από τη σημασία της μπόχας.

Μ' αυτήν την έννοια η σημασία είναι κατά κανόνα μειωτική, καθώς οι συνδηλώσεις είναι συχνότατα μπόχας και βρομιάς, παρά απόχρωσης. Στο βαθμό δε που η βρομιά στην αργκό απενοχοποιείται*, μπορούμε φυσικά να μιλάμε και για θετικές χρήσεις (καφρίλα, σαπίλα), αυθεντικά αργκοτικές.

Άλλες χρήσεις, σε συνδυασμό ή και όχι με τα προηγούμενα, είναι η επίταση (αφαγία -> αφαγανίλα, τζάμπα -> τσαμπίλα, χέσιμο -> χεσίλα, δες και παράδειγμα 3), η περιληπτική (δες πιχί τη ρατσιστίλα εδώ), και είτε ο εξελληνισμός ξένων δανείων (εϊτίλα, τουματσίλα, χαρντκορίλα, δες και παράδειγμα 2) είτε γενικότερα η ουσιαστικοποίηση κατά τ' άλλα δυσουσιαστικοποίητων(!) άλφα συστατικών (θεΐλα, δες και παράδειγμα 5) –παράβαλε και την αντίστοιχη χρήση του -ιά (καμενίλα και καμενιά).

Παράγωγο: -ίλας, για πρόσωπο που χαρακτηρίζεται απο την αντίστοιχη -ίλα (κορεκτίλα -> κορεκτίλας, δες και παράδειγμα 6, όπου το βρομίλας, με έλξη βέβαια απο το βρομύλος, εδώ ωστόσο προέρχεται απο τη βρομίλα).

Λίγες πίπες για τα συστατικά στην αργκό

Με το -ίλα συμβαίνει αυτό που συμβαίνει κατακόρον με επιθήματα και άλλα συστατικά της αργκοτικής: τα ονόματα που σχηματίζονται είναι πολύ συχνά προσωρινά, χωρίς αξιώσεις παγίωσης στη γλώσσα, προορισμένα να υποστηρίξουν μόνο και μόνο τη διατύπωση της στιγμής.

Το φαινόμενο παρατηρείται ήδη στην καθομιλουμένη –βλέπε τη χρήση του ξε- στη σημασία IV του ορισμού εδώ– και στην αργκό ίσως περισσότερο· χαρακτηριστική η περίπτωση του ψιλο-, το οποίο είναι τόσο ισχυρό συστατικό ώστε να έχει αυτονομηθεί ως επιρρηματικό.

Θα το έθετα λοιπόν ως εξής: στην αργκό υπάρχει αυξημένη τάση, μορφολογικά συστατικά να αυτονομούνται συντακτικά. Την αυτονομία αυτή την καταλαβαίνει κανείς αν αναλογιστεί το μάταιο στο να λημματογραφηθεί σε ένα λεξικό κάθε (καταγραμμένη) χρήση τέτοιου συστατικού –το λεξικό του Τριανταφυλλίδη θα έπρεπε τότε να έχει περίπου άλλο μισό λημματολόγιο μόνο και μόνο λόγω του ξε-...

(Το θέμα σηκώνει παραπάνω και συστηματική κουβέντα, ντάξει. Σταϋπόψη...)


* Για την αλλαγή προσήμου της βρομιάς στην αργκό, λέω κάτι χαζά εδώ στα σχόλια.

  1. Παραδείγματα που ήδη υπάρχουν στο σάιτ: ανετίλα, ανιωθίλα, αντρίλα, ανωτερίλα, αριστερίλα, αρχιδίλα, αυνανίλα, αφαγανίλα, βαλκανίλα, βαρβατίλα, βουτυρίλα, διχρονίλα, δωματίλα, εϊτίλα, επικίλα, καινουργίλα, καμενίλα, κατρουλίλα, κλανίλα, κομμουνίλα, κορεκτίλα, κορίλα / χαρντκορίλα, κωλίλα, μαντσίλα, μαυρίλα, μεϊνστριμίλα, μεταχειρίλα, μουνίλα, μπακαλιαρίλα, μπεκρίλα, μπουρντίλα, μπριζολίλα, ξεραΐλα, ουρδίλα, παπαρίλα, πατίλα, περιπτερίλα, πιουρίλα, πουτσίλα, προποτζίλα, σαπίλα, σατανίλα, σκατίλα, σκοτεινίλα, σπαρίλα, τουματσίλα, τραγίλα, τρενιχίλα, χεσίλα, χορτασίλα, ψαρίλα, ψοφιμίλα

  2. Όπλα, επιχειρηματίες που διαπρέπουν στον “αθλητικό χώρο”, συνδεση με την αστυνομία, παράνομες ελληνοποιήσεις, πλαστογραφίες με παρανόμως κτηθείσες αστυνομικές σφραγίδες, ματσίλα και εμφανής σεξουαλική στέρηση: η διάσπαση του πυρήνα της Χρυσής Αυγής στην Κεφαλονιά μάς ανοίγει μια τρύπα για να θαυμάσουμε το στερέωμα του φασιστικού υπονόμου. (από εδώ)

  3. Βαρειά κουβέντα; Για να φανταστείς πόση ανοητίλα τους δέρνει σου λέω το εξής απλό: Εφήυραν και επέβαλλαν την λέξη ανταγωνισμός Αν το καλοεξετάτάσεις θα δείς ότι είπαν πως το μηδέν είναι το άπαν. Πως την πατήσαμε εμείς; Μα οι περισσότεροι θεωρώντας ότι ο καθένας κάνει την δουλειά του σκύβαμε το κεφάλι και δουλεύαμε. Αυτοί το λοιπόν εύρισκαν ευκαιρία και μας ….. Τώρα που άνοιξε ο μάτης να τους δώ τους ξυπνοπουλάκηδους. (εδώ)

  4. — Είχα πάει που λες στην Όταβα, την ομοσπονδιακή πρωτεύουσα του Καναδά.
    — Τι μου λες!
    — Ναι παιδί μου, λούσα, ωραία πόλις, περιποιημένη. Πολλή αγγλίλα όμως βρε παιδί μου. Απαπα! Λες και ήμουν στο Λίντς ή στο Μάντσεστερ ή στο Μπέλφαστ.
    (εδώ)

  5. By the way λόγω τη φύσης του επεισοδίου αυτή ήταν η πρώτη φορά που μου έλειψε ο τρομερός Pierce...η χλαπατσίλα του στο πρώτο D&D ήταν η απόλυτη στιγμή του...στο 2ο D&D ο Dean ήταν απλά επικός...τρομερά δυνατό επεισόδιο (εδώ)

  6. Ο μικρούλης μου είπε 5 ετών και τελευταία παρατήρησα ότι μυρίζει η μασχάλη του!!! Δεν είναι σε φάση που μυρίζει ας πούμε όταν περνάει από δίπλα σου ,αλλά μία μέρα όπως τον πήρα αγκαλίτσα κάτι μου μύρισε και σκέφτομαι, μπα δεν είχαμε σήμερα κεφτεδάκια για φαγητό , τι μυρωδιά είναι αυτή... Και όπως κολλάω τη μύτη μου στη μασχαλίτσα του ...ωχ...μποχίτσα.. [...] Μίλησα με την παιδίατρο και με ρώτησε αν έχει τρίχες στο πουλάκι του ή κάτι τέτοιο , είπα ΟΧΙ.Ε μην ανυσηχείς είναι το δέρμα του τέτοιο , έτσι μου είπε. Εχετε παρατηρήσει κάτι τέτοιο στο μικρό σας; Πω πωωωωωωωω , λέτε να μου γίνει βρομίλας;;;; (αγωνιών γονιός, εδώ)

(από σφυρίζων, 06/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν προσπαθούμε να κρύψουμε κάτι και δεν το καταφέρνουμε, αλλά φαίνεται από κάπου αλλού. Μια του ψεύτη δυο του ψεύτη, τελικά αποκαλύπτεται. Και όταν αναφερόμαστε σε ερωτική απιστία και γενικά.

Να είσαι προσεκτικός. Να παρατηρείς τους άλλους. Κοίταζε τους στα μάτια. Αν δεν το δείχνει η γίδα, το δείχνει το κέρατό της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύγχυση. Ταραχή. Μπέρδεμα μυαλού.

Έπαθα κοκομπλόκο όταν το άκουσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός φυσικά από το προσφιλές και γνωστό σε όλους τους Έλληνες εκ Θήρας έδεσμα, στον μικρόκοσμο του συνοικιακού μπιλιαρδάδικου μεταφορικώς δηλώνει την τυχαία καραμπόλα ή τρίσποντη στο Γαλλικό μπιλιάρδο ή οποία αλλιώς θα ήταν αδύνατον να επιτευχθεί είτε για λόγους δυσκολίας, είτε για λόγους μη επαρκούς εμπειρίας/επιπέδου του παίκτη που την εξετέλεσε κτλ.
Η φάβα στο μπιλιάρδο άλλοτε είναι αποτέλεσμα καθαρής τύχης από λάθος ή στεκιάς αρχάριου παίκτη στυλ «χτυπάω την μπάλα κι όποιον πάρει ο Χάρος» αλλά μπορεί να βγει και από προφέσορα που υπολόγιζε να τις παίξει αλλιώς αλλά τελικά βγήκε η καραμπόλα ή η τρίσποντη με άλλο τρόπο.
Στις μέρες μας χρησιμοποιείται επίσης και στο Αμερικ(λ)άνικο οκτάμπαλο ή εννιάμπαλο στις αίθουσες μπιλιάρδου σαν αστεϊσμός ανάμεσα στους παίκτες. Εδώ βέβαια μιας και οι κανόνες του παιχνιδιού αλλάζουν μπορεί να βγει φάβα όταν θα μπει κατά τύχη μια μπάλα ή θα μπει άλλη από εκείνη που υπολόγιζε ο παίκτης να μπει, θα μπει η μαύρη ή η «9» με φάβα δίνοντας μια νίκη κτλ.
Όταν η φάβα ξεπροβάλλει σε μεγάλου ειδικού βάρους αναμέτρηση τιτανοκολοσσιαίων συνοικιακών προφεσόρων είθισται να ζητεί εκείνος που την καρπώθηκε(και άρα συνεχίζει να παίζει) συγνώμη λιτά μεν, με σοβαρότητα δε από τον συμπαίκτη του λέγοντας: «συγνώμη για την φάβα».
Εξαιρετικά εκνευριστικό είναι να βγαίνουν σε μια αναμέτρηση φάβες κατ' εξακολούθησην ή πραγματικά απίθανες/διαστημικές φάβες που ούτε οι κανόνες της Φυσικής θα μπορούσαν να επιτρέψουν να συμβούν στο τραπέζι. Η τελευταία είναι η λεγόμενη «σπέσιαλ» ή «με ολίγο κρεμμυδάκι».

-Πάω τουαλέτα, μην ακουμπήσεις το τραπέζι.
-Όταν πηγαίνει ο άλλος τουαλέτα ξέρεις όμως σε τί είμαι καλός.
-Σε τι;
-Βγάζω καλές φάβες!
-Χαχαχα

*(από προσωπική εμπειρία).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη σημαίνει την απίστευτη βαρεμαρα, τη διάθεση να κάτσεις σπίτι και να μην κάνεις τίποτα. Μπορεί να λεχθεί και για δύσκολες καταστάσεις.

1ο παράδειγμα:
- Ρε πάμε για κανένα ποτό απόψε;
- Μπα με έχει πιάσει αναμαριά. Θα σαπίσω σπίτι..

2ο παράδειγμα:
- Τι έχεις ρε Ιωάννα;
- Τι να 'χω... Άστα αναμαριές... Χωρίζω με το Σωτήρη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified