Further tags

Περίεργο πράμα το art of masoulima... Παίζει κι έτσι, παίζει και γιουβέτσι αποτελώντας τρόπο μέτρησης της σκληρότητας κάποιου.

Αρχικά σκληρός είναι αυτός που ΔΕΝ μασάει, δηλαδή δε χαμπαριάζει, δεν καταλαβαίνει Χριστό, είναι τελικώς αμάσητος. Αυτά που ο σκληρός τύπος δεν μασάει είναι αντικείμενα λίγο ως μετρίως σκληρά. Όσο ανεβαίνουμε στην σχετική κλίμακα σκληρότητας, σκληρός είναι αυτός που μασάει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο γνωστός λαϊκός ήρωας Παναγής Κουταλιανός (Κούταλη, 1847 - Κωνσταντινούπολη, 1916), ο οποίος κατά το λαϊκό άσμα μασούσε σίδερα.

Σχετικό λήμμα και το μασάει η κατσίκα ταραμά;

1
- Ο Κίτσος είπε ότι άμα σε πετύχει θα σου ρίξει ένα ταβερνόξυλο που θα πεις το δεσπότη Παναγιώτη.
- Τσου ρε Λάκη... Πες του μαλάκα ότι δε μασώ από τέτοια και άμα θέλει να έρθει το βράδυ στην πλατεία να τονε γαμήσω στις μάπες.

2
Ο ΚΟΥΤΑΛΙΑΝΟΣ
Σίδερα μασάει ο Κουταλιανός
τραίνα σταματάει ο Κουταλιανός
πέτρες ροκανίζει ο Κουταλιανός
και βουνά γκρεμίζει ο Κουταλιανός

Κι αν μασάει σίδερα
και κάνει το λιοντάρι
στο τσαρδί του ο Κουταλιανός
τρέμει σαν το ψάρι
στην κυρά του μπρός
αχ πως τη φοβάται
ο φτωχός Κουταλιανός
τρέμει σαν το ψάρι
στην κυρά του μπρός
αλλά μην το πήτε κανενός (σ.σ. ναι, είναι τόσο παλιό που το «πήτε» γραφόταν ακόμα με -η-)

3
Το τυπάκι είναι Die Hard μεγάλε. Μασάει σίδερα σου λέω... Προχθές του την είχε στημένη ο Μπάμπης ο Σουγιάς με το δείρε τημ και τους έκανε ασήκωτους μόνος του.

βλ. και μασάω, τσιμπάω, ψαρώνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεφεύγω, ξεγλιστράω με υπεκφυγές από μία κατάσταση που μάλλον δε με βολεύει και πολύ, ξαφνιάζοντας την άλλη πλευρά.

Επίσης, αλλάζω ξαφνικά κατεύθυνση σε μία διαφωνία ή εν πάσει περιπτώσει σε μία λεκτική αντιπαράθεση. Δε μιλάμε για μικρή αλλαγή 15 μοιρών. Εδώ μιλάμε για 180 μοίρες αλλαγή που αφήνει τους απέναντι σύξυλους.

Η χρήση της έκφρασης από την πλευρά που έχει φάει τη γυριστή, συνήθως συνιστά παραδοχή ήττας ή τουλάχιστον αιφνιδιασμού. Σε κάθε περίπτωση, αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς μας ήρθαν.

  1. - Πώς πήγε η συνάντηση με τον προϊστάμενο για τις υπερωρίες;
    - Πώς να πάει... Εγώ του εξήγησα ότι δεν παίζει να κάνουμε υπερωρίες τζαμπαντάν και ότι η Επιθεώρηση Εργασίας θα επέμβει και τέτοια και μου κάνει μία γυριστή για τα μπόνους λέει φέτος που θα δει αν μπορεί να εισηγηθεί να είναι μεγαλύτερα κι έτσι και τι να του πω μετά;

  2. Καινούργια μέρα όπου νά ’ναι χαράζει κι εδώ, τίποτα μα τίποτα δεν έχει αλλάξει. Όλα ίδια, όλα δανεικά, στάσιμα, άδεια.. Δεν υπάρχει τίποτα πια.. ούτε δρόμος να γυρίσεις ούτε έξοδος κινδύνου να την κάνεις γυριστή.. Θα πρέπει να μείνεις να παλέψεις.. Κουράστηκες; Δεν θα’σαι καλά μου φαίνεται - πάρτο απόφαση μεγάλε: έτσι θα’ναι η ζωή σου από εδώ και πέρα. Αέναη μάχη.. Get used to it or get the hell out of here. Δεν υπάρχει γυρισμός. Δεν θα’σαι ποτέ πια ο ίδιος.. Όσο κι αν προσποιείσαι κανείς δε σε πιστεύει πια.. Είναι μάταιο.. γιατί πολύ απλά έχασες την πίστη σου στον εαυτό σου εσύ ο ίδιος… και τώρα δεν υπάρχει τίποτα για σένα πια εδώ γι’αυτό καλύτερα δίνε του. Φύγε μακριά.. [από ένα μάλλον πεσσιμιστικό πλην λυρικό blog]

  3. - Εντάξει με τον Μικέ, σ' τα 'δωσε τα φράγκα τελικά;
    - Πήγε το αρχίδι να μου την κάνει γυριστή αλλά μασάει η κατσίκα ταραμά; Τον έπιασα από το λαιμό και του είπα «καριόλη θα φτύσεις το γάλα της μάνας σου, πέφτε τα φράγκα» και τα πήρα.

(από acg, 19/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα παραδοχής, δήλωσης και διαδήλωσης της ανικανότητας τέλεσης μιας ολοκληρωμένης πράξης. Χρησιμοποιείται κυρίως σε καταστάσεις στων οποίων τις απαιτήσεις ο ομιλών γνωρίζει εκ των προτέρων ότι δεν μπορεί να αντεπεξέλθει, αλλά δεσμεύεται φιλότιμα να κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί.

- Κοίταξε να δεις Τάσο, μεθαύριο πρέπει να κάνεις διάλεξη με θέμα: «ισοτρονικοί υπεραγωγοί: εφαρμογές στην ψύξη αβοκάντο, παρελθόν, παρόν και μέλλον». Θα παραστούν όλοι οι ειδικοί αβοκαντολόγοι. Πρέπει να εκπροσωπήσεις την ερευνητική ομάδα του πανεπιστημίου μας επάξια.
- Νταξ. Θα λάβω τα ημίμετρά μου κύριε καθηγητά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τουρκικό düzen (= αρμονία), σημαίνει είμαι στα κέφια μου, βρίσκομαι στην καλύτερή μου φάση.

  1. - Μπράβο Γιώργο, είσαι σφίχτης βλέπω...
    - Τώρα έχω πέσει, που να μ' έβλεπες πριν πέντε χρόνια που ήμουν στα ντουζένια μου!

  2. (Από το διαδίκτυο)
    «Η δεκαετία του 80 τα είχε όλα: Τελειωμένους sooulάδες, punkia στα ντουζένια τους, ροκάδες σε απόλυτη σύγχυση και μια αλήστου μνήμης… ποπ λαίλαπα!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω γρήγορα και συνήθως σε μεγάλες ποσότητες, καταβροχθίζω. Συνώνυμα: περιδρομιάζω, γουρουνιάζω (χρησιμοποιείται συνήθως από διαιτομανικές γκόμενες), τρώω τον περίδρομο/άμπακα/αγλέουρα, τρώω σαν ζώο.

  1. Bλέπω όλους αυτούς στις διαφημίσεις για παγωτά και τσιπς, να τα χλαπακιάζουν ξένοιαστοι στις παραλίες χωρίς να επηρεάζονται οι κοιλιακοί τους. Kανονικά με τόσες θερμίδες δεν θα έπρεπε τουλάχιστον να έχουν μια μικρή μπάκα; (απο τη σελίδα της Athens Voice).

  2. [Τραπέζωσαν] τους συμπαίκτες τους, την τεχνική ηγεσία και τη διοίκηση, πριν το ντέρμπι με τον Ολυμπιακό. [...] Μαζεύτηκαν 35 νοματαίοι. Οι περισσότεροι χλαπάκιασαν μπιφτέκια και μπριζολίδια, σαλατικά, κάτι ψιλά ορεκτικά και λίγο κρασί. Αθλητές είναι οι άνθρωποι και πριν από ντέρμπι, δεν μπoρούσαν να ανοίξουν την κάνουλα και να γίνουν τσαλμπουράνια.

  3. «Θες το υπόλοιπο; Δε θα φάω άλλο». Μου πρόσφερε το γιαούρτι της. Δεν είχε φάει ούτε το μισό.
    «Δεν πεινάς;» τη ρώτησα.
    «Πώς δεν πεινάω. Απλά κάνω δίαιτα. Έχω πάρει μισό κιλό».
    Σκέφτηκα ότι, έτσι κι έχανε κι άλλα κιλά, θα εξανεμιζόταν. Παρ' όλα αυτά, της άρπαξα το γιαούρτι από το χέρι και το χλαπάκιασα με δυο μπουκιές. Είχα να φάω από το πρωί. (Χ. Φασούλας, «Με λένε Μοίρα»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του γαλλικού savoir-vivre (προφέρεται «σαβουάρ-βίβρ» και είναι οι περίφημες «συνταγές» για καλούς τρόπους). Με τον όρο αυτόν περιγράφεται ο χοντροκομμένος άνθρωπος ή αυτός /-ή που παρουσιάζει ανάρμοστη συμπεριφορά.

- Ωραία γκόμενα η Στέλλα και πολύ σαβουάρ-βίβρ, φίλε μου...
- Τι σαβουάρ-βιβρ και μαλακίες... επειδή έχει τζακούζι στο σπίτι της και κρυστάλλινα ποτήρια; Σιγά και τη μόστρα... Θες να πεις σαβούρα-βίβρ... Δεν θυμάσαι που στον γάμο της πήγε στην εκκλησιά μασώντας τσίχλα;
- Έλα ντε... Και φορούσε και στριγκάκι... Ωραία περάσαμε εκείνη τη μέρα πάντως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χρησιμεύει ως έκφραση απόγνωσης και εγκατάλειψης. Καθιερώθηκε στον Ε.Σ.

  2. Απευθύνεται σε κάποιον που έχει παράλογες απαιτήσεις / συμπεριφορά.

  1. -Πω πω μαλάκα, συνέχεια στο χωσίδι σε έχουν, πώς την παλεύεις; -Άσε, δεν την παλούλου καθολούλου!

  2. -Ο διευθυντής με έστειλε πάλι για σουβλάκια πρωινιάτικα! Πάει καλά; -Δεν την παλούλου το άτομο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δευτεράντζα, όχι και πολύ καλής ποιότητας.

Παρά την ευρέως κρατούσα άποψη ότι προέρχεται από το bus class και αναφέρεται σ' αυτούς που λόγω χαμηλού εισοδήματος πηγαίνουν με το λεωφορείο, είναι μάλλον πιθανότερο να προέρχεται από το basse classe, όπου basse σημαίνει κάτω και classe σημαίνει τάξη. ΟΚ, πάλι έχει μία ταξικότητα ως έκφραση αλλά τουλάχιστον απενεχοποιούνται έτσι οι αστικές συγκοινωνίες και είναι πλέον politically correct και για τα υψηλά εισοδήματα να τις χρησιμοποιούν. Ουφ...

Παίζει και ως μπασκλασαρία.

  1. - Για την Λίτσα τι λες;
    - Πολύ μπασκλασαρία ρε αδερφάκι μου.

  2. Είπα να χτυπήσω ένα μεταχειρισμένο παπάκι να κάνω τη δουλίτσα μου και μου την πέσανε όλοι ότι είναι λέει πολύ μπας κλας και θα ρίξω το επίπεδο μου.

  3. - Πώς ήταν χθες το πάρτι;
    - Δεύτερο μεγάλε. Πολύ μπας κλας. Το κέτερινγκ μάπα, τα ποτά μπόμπες, ο κόσμος άσ' τα να παν'. Σε μισή ώρα την έκανα και πήγα για ύπνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος αξιοπρεπής - τζέντλεμαν, με την πραγματική έννοια.

Ντόμπρος και λίγο βαρύς, χωρίς περιττά λόγια.

Καλοντυμένος, ίσως και ακριβά ντυμένος, αλλά ποτέ επιδεικτικός.

Χωρίς μικρότητες, δεν τσιγκουνεύεται τα λεφτά. Δεν είναι απαραίτητα κονομημένος αλλά ξοδεύει γενναιόδωρα χωρίς όμως να κάνει επίδειξη.

Μια γυναίκα μπορεί να είναι κιμπάρισσα. Ένα πράγμα - ρούχο, έπιπλο, κόσμημα - μπορεί να είναι κιμπάρικο. Η ιδιότητα του κιμπάρη είναι το κιμπαριλίκι - μια αρχοντιά, τέλος πάντων.

  1. Ωραίος άνθρωπος ο πεθερός σου, κιμπάρης... Λίγα λέει, πολλά καταλαβαίνει... Και παλτουδιά κασμίρι... Κι αυτή η αλυσιδίτσα που έφερε για το μωρό 22 καράτια είναι, ξέρω εγώ από τέτοια...

  2. Τι να σου πω, αγόρι μου... Δικό σου είναι το σπίτι είναι και δικιά σου και η τσέπη... Αλλά αυτό είναι άλλο πράμα, κιμπάρικο... Κάνει κάτι παραπάνω αλλά τ' αξίζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άσχημη κατάσταση! Κάνω μανούρα, κάνω φασαρία, ζητάω τον λόγο, χειρονομώ και φωνάζω, μπλέκομαι σε καυγά.....

  1. - Ρε συ γυναίκα, αμάν μ' αυτή τη μανούρα σου κάθε βράδυ... Πού ήσουνα και πού ήσουνα! Στο καφενείο με τα παιδιά ήμουνα...

  2. - Καλά ρε αφεντικό, με μανουριάζεις επειδή άργησα δέκα λεπτά την παραγγελία;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified