Further tags

  1. Μου αρέσει κάτι πάρα πολύ.
  2. Εθίζομαι σε κάτι.
  3. Επαναλαμβάνω κάτι μηχανικά, ξανά και ξανά.

Βλέπε και κολλάω (με κάτι).

1α. - Τρελό κόλλημα έχω φάει με την ντίσκο τώρα τελευταία! Έχω κάνει τον Τραβόλτα εικόνισμα!

1β. - Θέλω να είμαι συνέχεια μαζί της, έχω φάει κόλλημα σου λέω!
- Ηρέμησε ρε χαζομούνη! Θα σε φτύσει στο τέλος έτσι όπως κάνεις!

  1. - Μισό λεπτό να ελέγξω το mail μου και φεύγουμε...
    - Κάθε τρία λεπτά το ελέγχεις, τι κόλλημα είναι αυτό που έχεις φάει;

  2. - Τι γίνεται με τον Άρη; Αμίλητος κάθεται και κάθε λίγο και λιγάκι βγάζει το κινητό από την τσέπη και το κοιτάει...
    - Δεν τά 'μαθες; Χώρισε με τη δικιά του και τώρα έχει φάει κόλλημα. Κοιτάει συνέχεια το κινητό του μπας και τον έχει πάρει τηλέφωνο κι αυτός δεν το άκουσε...

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Εθίζομαι σε κάτι. 2. Ξαφνιάζομαι από κάτι και για λίγο «πατάω pause», δηλαδή δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε άλλο εκτός από αυτό.

Βλέπε και τρώω κόλλημα.

  1. - Πού 'σαι ρε; Πώς τα πας;
    - Άσε, είχα κολλήσει μ' ένα RPG στο PC κι έπαιζα δώδεκα ώρες την ημέρα... Ευτυχώς το τελείωσα και τώρα είμαι καθαρός!

  2. - Άκου ένα σολάκι... (παίζει παπάδες)
    - ...!!!
    - Σου άρεσε;
    - ......
    - Ρέε! Ξύπνα! Σου άρεσε;
    - Ωχ ρε μαλάκα κόλλησα τώρα... Εσύ έχεις γίνει παιχταράς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιοι άσχετοι ασχολούνται με ένα θέμα.

- Ρε, ποια εταιρεία έχει αναλάβει το έργο ;
- Τζο Μποτάκης και η Μαίρη Κορδόνι.

Got a better definition? Add it!

Published

Πολύ απλά ένα πέος σε μεγένθυση, πιο μεγάλο πέος !

Είσαι για τον Πέουλα !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Moonstorm, καταιγίδα απο μουνιά. Το θέμα της λέξης μουνί (δηλαδή το μουν-) ταίριαξε με το αγγλικό moon + storm = moonstorm - μουνοκαταιγίδα

Πωπω ρε φίλε μου, έπεσα σε moonstorm, παντού μουνιά λέμε λέμε !!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κλάσιμο, όχι βέβαια υπό την κλασσική έννοια των εκ του πρωκτού εκπορευομένων βρωμερών αερίων, αλλά αυτό που σημαίνει την πλήρη αδιαφορία για κάτι. Συντάσσεται με το ρήμα έχω, υποδηλώνοντας ότι το υποκείμενο έχει την πλήρη πρωτοβουλία κινήσεων σε σχέση με το κλασμένο αντικείμενο.

- Μ' έχει στο ζαρτ η Σούλα και τα 'χω δει όλα. Τι τηλέφωνα πήρα, τι κάτω απ' το σπίτι της πήγα κι έστησα περίπτερο, τι λουλούδια έστειλα, αυτή εκεί, στο κλάσιμο. Μπας κι έχει γκόμενο δεν ξέρω...
- Όοοοχι. Γιατί το λες αυτό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με τουρκικές ρίζες. Χρησιμοποιείται στη Βόρεια Ελλάδα από μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους, πιθανώς με καταγωγή Κωνσταντινουπολίτικη ή Μικρασιάτικη. Στην σύγχρονη Τουρκία η έκφραση δεν συνηθίζεται αλλά είναι απολύτως κατανοητή. Συνεπώς, χρησιμοποιήστε την σε συνομιλία με Τούρκους μόνο αν πραγματικά την εννοείτε - είναι και παρεξηγιάρηδες αυτοί.

Η έκφραση αποτελείται από τα εξής συνθετικά μέρη:

αλ = παίρνω
σικιμέ = η ψωλή μου
βουρ = βαράω, κοπανάω
ντουβαρά = στον τοίχο

Το όλον, λοιπόν, σημαίνει:

Παίρνω την ψωλή μου και την κοπανάω στον τοίχο.

Η έκφραση δείχνει ότι έχω περιέλθει σε πλήρη απόγνωση από τις μαλακίες που ακούω ή βλέπω να γίνονται - ιδιαίτερα όταν γίνονται ή λέγονται πράγματα πολύ αντιφατικά και όταν ξέρω, παράλληλα, και ότι δεν μπορώ να αντιδράσω. Λέω, λοιπόν, στον συνομιλητή μου ότι, βασικά, έχει φτάσει σε τέτοιο όριο βλακείας και αλαλούμ που είναι σα να έχει βγάλει την πούτσα του και να την βαράει στον τοίχο. Κι εγώ, που δυστυχώς ξέρω ότι είναι μάταιο να προσπαθήσω ν' αντιδράσω, αναγκάζομαι να κάνω το ίδιο - μιλάμε για τέτοια απόγνωση.

- Ξέρετε, γιαγιά, δεν θα μπορέσω να έλθω στο Ωραιόκαστρο να σας πάρω από τη θεία Ευανθία απόψε.
- Καλά βρε παιδάκι μου, μου το υποσχέθηκες, βασίστηκα σε σένα, εγώ πώς θα φύγω τώρα απο κει μες τη νύχτα; - Ναι, συγνώμη, αλλά άλλαξαν τα σχέδια ... θα βγω με τη Μαιρούλα τελικά και θα πάμε Πανόραμα
- Με τη Μαιρούλα; Καλά, εσύ δεν είχες πει ότι αυτή είναι παρτσακλό τελείως και να σε πλήρώνανε δεν έβγαινες ξανά μαζί της;
- Ναι, ξέρετε, γιαγιά, αλλάζουν τα πράματα ...
- Αχ παιδάκι μου, άκρη δε βγάζει ο άνθρωπος με σένα ... αλ σικιμέ βουρ ντουβαρά ...
- Ε, γιαγιά, Τούρκικο είναι αυτό, ε; Τα θυμάστε ακόμα από την Πόλη; Τι σημαίνει; Παροιμία είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ ψιλή βροχή, λιγότερο και από το ψιλόβροχο...

- Μας φτύνουν;
- Όχι ρε... Ψιλοψιλοβρέχει of course!!

Δες και ψιλο-.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει πρόσωπα ή καταστάσεις που κινούνται ή εξελίσσονται πιο αργά απ' ό,τι θα έπρεπε. Συνήθως χρησιμοποιείται αποδοκιμαστικά.

  1. Τί υπαινίσσεσαι λέγοντας ότι είμαι τα ζώα μου αργά; Σε πληροφορώ αγαπητέ μου ότι είμαι γκαζιάρα και κυριολεκτικά και γενικά! (απο ιστολόγιο)

  2. «Τα ζώα μου αργά... οι Δήμαρχοι με τα απόβλητα: Από το... αφτί τράβηξε χθες τους Δημάρχους, ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας Β. Αιγαίου Γιάννης Λέκκας, γιατί ο Νομός μας είναι ο μόνος που δεν έχει δημιουργήσει ακόμα τους φορείς διαχείρισης στερεών αποβλήτων.» (από τον τύπο)

Δες και αργοκάικο, αργοκάραβο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικοποιημένο επίθετο που υποδηλώνει την ατυχία, την αναποδιά, τη γκαντεμιά.

- Λοιπόν σήμερα πήγα και αγόρασα το RX8... 26.000 ευρώ.
- Και που τα βρήκες τόσα λεφτά ρε μαλάκα;
- Έβαλα δόσεις για πέντε χρόνια...
- Καλά, κοίτα μόνο μην γίνει καμιά στραβή γιατί με τις βλακείες που κάνεις σε βλέπω να κοιμάσαι στα παγκάκια...

Got a better definition? Add it!

Published