Further tags

Ο περίεργος, ανώμαλος, διαφορετικός, άχαρος. Μπρεί να περιγράψει και πρόσωπα και καταστάσεις.

Ρε κοίτα πως περπατάει ο ψηλός ρε, πολύ αλούμπαρδος.

ή

Πω ρε μαλάκα, το μυστήριο εκεί στο Lost όσο πάει γίνεται και πιο αλούμπαρδο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυθικός τόπος τιμωρίας. Επίσης, κατάσταση απίστευτης στενότητας - και φως δεν φαίνεται από πουθενά.

Φανταστείτε, λοιπόν, τον λάκκο των λεόντων ή τη στέρνα με τα πιράνχας από παλιές ταινίες του Τζέιμς Μποντ. Αλλά, αντί για λιονταράκια ή ψαράκια στον πάτο υπάρχουν κάτι γιγαντιαία κωλοδάχτυλα όρθια και ντούρα και ο δυστυχής ο οποίος έχει πέσει στο λάκκο δεν μπορεί παρά να κάτσει πάνω σ 'ένα απ' αυτά. Αν με τα χίλια ζόρια ξεφύγει από το ένα, το πιθανότερο είναι ότι θα πέσει πάνω στο διπλανό. Κι αν προσπαθήσει να ξεφύγει προς τα τοιχώματα του λάκκου όπως παραδοσιακά έκαναν τα παλληκαράκια στα έργα, και αυτό έχει προβλεφθεί και δεν υπάρχει σωτηρία - διότι εκεί εκτελούν κυκλική περιπολία άλλα κωλοδάχτυλα, μικρότερα μεν αλλά πολύ πιο ευκίνητα και επιθετικά.

Η έκφραση συντομεύεται και ως «στο λάκκο».

  1. - Καλά, αυτόν τον μήνα έχω μπει στον λάκκο με τα κωλοδάχτυλα. Κανονικά. Φοβερό χώσιμο στο γραφείο, οι κάρτες με κυνηγάνε, το αμάξι θέλει σέρβις και η Πέπη ντε και καλά έχει φαγωθεί μ' αυτή την τσάντα τη Μάλμπερι - Μάλμπορο πώς την είπε δεν ξέρω ... Γάμησε τα πρόεδρε ...

  2. Παλιά γηπεδική ιαχή με στόχο τον ποδοσφαιριστή Μάικ Γαλάκο:

Στον λάκκο, στον λάκκο
τον πούστη τον Γαλάκο

(από electron, 02/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην έκφραση την κάνω Λάκης, σημαίνει πως κάποιος φεύγει γρήγορα, συνήθως όταν προκύπτει μια δύσκολη κατάσταση. Συνώνυμο με το την κάνω Λούης.
  1. - Τι έγινε ο Θανάσης; Βγήκε με αυτήν που γνώρισε στο chat;
    - Πήγε, και μόλις είδε τι σαύρα ήταν, την έκανε Λάκης επιτόπου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχει 2 κύριους ορισμούς :

  1. Ίδιο με τη φράση «παίρνω τον πούλο»
  2. Ίδιο με τη φράση «Την πουλεύω, την κάνω»

Προέρχεται από την διακωμώδηση του ονόματος γνωστού πολιτικού προσώπου.

  1. - Δεν την παλεύω με το κρύο εδώ έξω. Τομπούλογλου!

  2. - Τι έπαιξε χθες με τη Ρένα; Έγινε τίποτα;
    - Τομπούλογλου, με το πουλί στο χέρι έμεινα!

Τομπούλογλου (από panos1962, 29/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν κάποιος έχει κάνει / πει κάτι βλακώδες, συνήθως συνδέεται με την «μαλακία στον εγκέφαλο».

- Ρε τι κάνουν αυτοί στο jackass; Πάνε καλά;
- Άσε, τα παλικάρια έχουν κάψει φλάντζα...

Βλ. και φλατζοκαμμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά σημαίνει δεν μπορείς να πατήσεις καλά καλά. Μεταφορικά χρησιμοποιείται όταν κάποιος δεν μπορεί να καταφέρει κάτι. Είναι πάντοτε προσδιορισμός που χρησιμοποιείται προς ένα άλλο πρόσωπο (ποτέ προς τον εαυτό μας).

- Πάλι κόπηκα στο μάθημα, τίποτα δεν έγραψα!
- Έεε απατέμπαε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταλαβαίνω, παίρνω είδηση / χαμπάρι. Ίσως βγαίνει από την γραμμή του τηλεφώνου (από το οποίο μαθαίνουμε διάφορα νέα).

  1. - Μεγάλο πουτανάκι η Ειρηνούλα, ε; - Ναι, το πήρα γραμμή κι εγώ από αυτά που μας έλεγε...

  2. - Πολύ άτομο ο Θανάσης! - Τι άτομο ρε αγαθιάρη, μούσια ιστορία πουλάει ο φιδέμπορας! Δεν το πήρες γραμμή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρίσκομαι σε κατάσταση χαλάρωσης, νωχελικότητας, αποβλάκωσης, κούρασης ή μαστούρας, ανάλογα με τον τύπο του λιωσίματος.

Επίσης χρησιμοποιείται για να δείξει ότι ασχολούμαι με κάτι σε υπερβολικό βαθμό.

  1. Έλιωσα στον ύπνο όλο το Σαββατοκύριακο... Δεκαπέντε ώρες την ημέρα κοιμόμουν!

  2. Ήρθε προχθές ο Βαγγελάκης σπίτι και λιώσαμε στο Playstation!

  3. — Έφερα το μαύρο! — Είναι καλό ρε μαλάκα ή δεν θα καταλάβουμε Χριστό πάλι; — Καλό είναι ρε, θα λιώσουμε σου λέω!

  4. Άντε να τελειώνει η εξεταστική γιατί έχω λιώσει στο διάβασμα έναν μήνα τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο άσχετο, δεν τό 'δα νά 'ρχεται, μ' έπιασε εξαπίνης, σιγά και μην το περίμενα, αλλιώς τα περιμέναμε, αλλιώς μας ήρθαν. Λέγεται και στο ξεκούδουνο, αλλά η ουσία παραμένει: αιφνιδιαστήκαμε.

- Καθόμαστε λοιπόν Μερόπη μου στον καναπέ και πίνουμε τον καφέ μας ήσυχα κι ωραία και μιλάμε και ξαφνικά στο ξεκούδουνο γυρίζει και μου χουφτώνει το βυζί.
- Ναι, πες μας τώρα ότι δε σου άρεσε κιόλας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανωτερότητα, η ποιότητα, το κιμπαριλίκι, εκείνο το κατιτίς που κάνει κάποιον να ξεχωρίζει. Το αλμπενί παρεμπιπτόντως το δείχνουμε, τουτέστιν μεθερμηνευόμενον δε συντάσσεται με άλλα ρήματα.

- Μα τη μία μέρα να μου λέει μωρό μου για σένα ζω και την άλλη να πηδιέται με τον Κοσμά; - Έλα ρε μαλάκα, δείξε το αλμπενί σου και γραψ' την στ' αρχίδια σου. Το τσόκαρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified