Further tags

σκορδομπούτσογλου, σκορδοπούτσογλου

Πρόκειται για λέξη που χρησιμοποιείται για να δείξει τη ματαιότητα κάποιας δήλωσης καθώς και το πλήρες μπάχαλο που επικρατεί. Συναντάται κυρίως σε εργασιακούς χώρους.

  1. - Τελικά άλλαξαν οι προτεραιότητες στο έργο.
    - Σκορδοπούτσογλου.

  2. Έγινε συνενόηση Σκορδοπούτσογλου.

  3. Άλλα έλεγαν πριν, άλλα τώρα. Σκορδοπούτσογλου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρυφερίτσα: η μαγική χώρα τσῆ τρυφῆς, τσῆ ἀκολασίας καὶ τσῆ μαλθακίας.

Βγαίνω στην τρυφερίτσα: πρωτάρχισαν τα όργανα, τα μπαλαμούτια, τα φίκι-φίκι καθώς βγαίνω στο κλαρί ή / και από την ντουλάπα.

Κλασικός γιαγιαδισμός που δίκην τζιλφ διατηρεί την φρεσκαδούρα και την σλανγκενέργειά του.

1.
Στις 6 του Φλεβάρη του 1981, ο Ράλλης εκτός από την καθαρεύουσα κατάργησε την ποδιά από τις μαθήτριες όλων των βαθμίδων και έδωσε δουλειά στην αντιπαράθεση εχόντων και μη εχόντων, αντί της ισότητας που έδινε η ποδιά. Αποτέλεσμα να αναπτυχθεί το μίσος μεταξύ των παιδιών, λόγω αδυναμίας αγοράς των διαφόρων σινιέ που διέθεταν οι πλούσιες. Το επόμενο βήμα ήταν η τρυφερίτσα για να αποκτηθούν τα σινιέ. Ευτυχώς που τα ΜΜΕ δείχνουν την κατάντια των σημερινών παιδιών ακόμα και μέσα στα σχολεία.

2.
Κάθε χρόνο το Athens Pride (και πλέον το ακόμα πιο πολωτικό Thessaloniki Pride) βγάζει στην τρυφερίτσα όλες τις τρελές: τις θεούσες, τους παπάδες, τους φασίστες, τους δήθεν φιλελεύθερους «με gay φίλους».

3.
Ας μη βγουμε λοιπον στη τρυφεριτσα (κι αλλο μπλαβο στους κοκκινους) και... παθητικη αντισταση! Γιατι, μαγκες, η επανασταση οταν ειναι βασιμη και μαζικη, εχει... το εμπριμέ της!!

Got a better definition? Add it!

Published

Πλέμπα έχουμε θέσει τον ορισμό του τεμπελοβρομιάρη που όπου βρει φιδιάζει.

Τέρμα πλέμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν ξέρω την τύφλα μου στον απόλυτο υπερθετικό βαθμό.

- Διάβασες μαθηματικά;
- Τι να διαβάσω ρε μαλάκα, τη μισή χρονιά έχασα τη μπάλα με τις ασκήσεις. Δεν ξέρω τ' αρχίδια μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όψιμη χασισλάνγκ: όταν την ακούς χάλια και κάνεις «βαρύ κεφάλι» μετά από κάπνισμα κακής πχοιότητας χασισακίου.

Προϋπήρχε ως ιατρικός όρος από τότε που βγήκαν οι λάσπες (βλ. πρώτο παράδειγμα), κυρίως με την μορφή καρηβαρία.

Ετυμολογείται εκ των κάρα (κεφάλι) και βαριά· η παρουσία του γαμοσλανγκενεργού «καρά-» είναι παντελώς συμπτωματική.

1. ... ἀνακαίνισις καὶ καραβαρία καὶ σκάτωσις καὶ ρῖχος περὶ τήν κεφαλήν ...
(Συμεών Μάγιστρου και Φιλοσόφου του Αντιοχέως, «Φιλοσοφικά και Ιατρικά», Βερολίνο, 1842)

2.
Το «Τραγούδι της Μορφίνας»
Αυτός είμαι εγώ…
Αυτός είσαι εσύ…
Αυτό είναι το Παν.
Στοιχειωμένοι..
Παιδιά του δρόμου. ..
Έξω όλη νύχτα..
Καραβαρία
Μπερδεμένα όλα…

  1. Καραβαρία: αποχαύνωση μετά το κάπνισμα κακής ποιότητας χασισιού.
    (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου, «Το λεξικό της Ντάγκλας», εκδόσεις Όπερα 1995)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η σόμπα (από τα ιταλιάνικα).

  2. Χαρακτηρισμός για τον πολύ ζεστό και υγρό, άρα αποπνικτικό καιρό / ατμόσφαιρα (βλ. παράδειγμα).

- Τρελή ζέστα σήμερα, τάχω παίξει.
- Νταξ, αλλά ξερή, φυσά βοριάς, δεν είναι σαν τη στούφα που είχε πλακώσει τις προάλλες.

Ωδή στη στούφα (από Jonas, 25/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Ρεμπέτικη φρασεολογία για το λαθρεμπόριο και τον κοντραμπατζή, αντίστοιχα. Επί τουρκοκρατίας, μια μεγάλη μερίδα Ρωμιών θησαύριζε διακινώντας λαθραία καπνά. Οι σύγχρονοι κατσιρματζήδες διακινούν λαθραία τσιγάρα με κακοτάξιδα πατατάδικα.

Ως ναρκοσλάνγκ, κατσιρματζής αποκαλείται επίσης το βαποράκι που (συχνά εν αγνοία του) μεταφέρει πράμα (βλ. εδώ).

Εκ του τουρκικού kaçırma / kaçırmasi (απαγωγή). Στην γουγλογραφία εμφανίζεται κι ως κατιρματζής.

1.
Επαγγελματίες βαρκάρηδες, ξεμπαρκάρανε τους επιβάτες από τα μεγάλα βιαστικά βαπόρια, τα ποστάλε, που δεν μπαίνανε μες στο λιμάνι, μόνο αράζανε μισό η κι ένα μίλι στ' ανοιχτά. Κοντά σ' αυτό, λίγο ψαράδες, λίγο κατσιρματζήδες, λίγο νταβατζήδες στα καφέ σαντάν και τα καφέ αμάν του λιμανιού. Ποτισμένοι άρμη, ψημένα παλικάρια κι από τις δυο μεριές.

  1. ♪♫ Μες τα Βουρλά κατιρματζής
    αντάμης και κοντραμπατζής
    και της τουρκιάς ο τρόμος
    καβάλα σε λιγνό φαρί
    το μάτι του θόλο βαρύ
    πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος

Είχε σκοτώσει τσαντιρμά
Όταν περνούσε κατσιρμά
Μπροστά απ’ το καρακόλι
Για να γλιτώσει τα καπνά
Σκαρφάλωσε από τα βουνά
Και τα φευγάτισε στην Πόλη ♪♫ («Ο μπάρμπας μου ο Παναγής», Μιχ. Ζαμπέτας)

3. Κατιρματζής είναι ο λαθρέμπορος. Επί Οθωμανών υπήρχε ένας τεράστιος υπόκοσμος που ζούσε από το λαθρεμπόριο καπνών για το οποίο υπήρχε αυστηρότατος έλεγχος. Οι Έλληνες της ανατολής πρωτοστατούσαν σε αυτή τη δραστηριότητα.

(από Khan, 19/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H παπάτζα, η μούφα, το παραμύθιασμα. Εκ του λήμματος φίδι (ψεύδος, τσαρλατανιά), εμπλουτισμένο με το γαμοσλανγκοεπίθημα -ιά.

Βλ. επίσης φίδια, φιδέμπορας, Φιδίας, μουφίδι. Πέον να συγκριθεί με το αγγλικάνικο snake-oil merchant.

Το λήμμαν εκφέρεται και με διαφορετικό πνεύμα.

1. Έκλεισε στον... Πυθωναϊκό. Σε μια ακόμη παραδοσιακή ελληνική... φιδιά, εξελίχθηκε η «συμφωνία» του Βλάσση Τσάκα με τον «Μάθε στον Ριβάλντο λίγη μπάλα». Ο Σικαμπάλα ρωτήθηκε για ...

2. Ο δικηγόρος του παιδιού δε μπορεί να γνωρίζει τι είπαν στον ανακριτή. Λες ο ανακριτής να είναι τόσο βλάκας που να φοβήθηκε από τους εκβιασμούς, να άλλαξε την απόφαση του και να το ανακοίνωσε σε γνωστούς που δεν πρέπει; Αυτό μου μυρίζει φιδιά του δικηγόρου... Τα συνηθίζουν κάτι τέτοια

3. Στις ΗΠΑ οι πολιτες έχουν το δικαιωμα της οπλοφορίας, γιατί οπως είπε κάποιος, πρέπει να ειναι ετοιμοι ανα πάσα στιγμή να προστατευσουν τη δημοκρατια και τη χωρα τους από καθε επιβολή. Κι αυτο ξεκιναει από την ιστορια της Αμερικάνικης Επαναστασης και τους Πατερες του Αμερικανικου εθνους. Δεν ξερω αν αυτο ειναι αληθινη ιστορία ή φιδιά, αλλά μου αρεσει σαν ιδέα! Ενω σε μας ο Μπενυ κι ο ΓΑΠ σε κοροιδευουν καταμουτρα, σε δερνουν με τα ΜΑΤ και σου λενε οτι δε χρειαζονται εκλογές !

Original φιδιά (από σφυρίζων, 17/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πυρκαγιά, το ολοκαύτωμα, η φούντωση, η φλόγα, η καψούρα. Τουρκογενής σλανγκιά που σώζεται μάλλον μόνο σε λαογραφικά πλαίσια.

Εκ του τουρκικού yangın (πυρκαγιά).

♪♫ Σαν της Σμύρνης το γιαγκίνι
στο ντουνιά δεν έχει γίνει
κάηκε και `γινε στάχτη
κι έβγαλ’ ο Κεμάλ το άχτι ♪♫ (παραδοσιακό)

  1. ♪♫ Κλάψτε τώρα ντερβισάδες
    δεν θ’ ανάψουν οι λουλάδες
    Θα γινότανε γιαγκίνι
    με μαυράκι κι ηρωίνη ♪♫ («Ηρωίνη και μαυράκι», Σωτήρης Γαβαλάς)

  2. ♪♫ Μη με ρωτάτε βλάμηδες γιατί όλο συλλογιέμαι,
    καρα-γιαγκίνι μες στην καρδιά έχω και τυραννιέμαι,
    ααχ! φέρτε πρέζα να πρεζάρω και χασίσι να φουμάρω.♪♫ («Το Ερηνάκι», αγνώστου)

4.
♪♫Ο σεμπτάς σου μ' άναψε γιαγκίνι στην καρδιά μου
Μα να σβήσει δεν μπορεί, γκιούλ μπαξέ κυρά μου ♪♫
(Μεχμέτ Μπέης Σταφιδάκης, Τουρκοκρητικός τραγουδιστής)

Got a better definition? Add it!

Published

Ναυτική ορολογία για τις υδρορροές ενός πλεούμενου. Εάν το παπόρι φορτωθεί «έως τα μπούνια» κινδυνεύει να μπάσει νερά από το κατάστρωμα· πιο πολύ βουλιάζει.

Εξ ου και οι σλανγκιές:

Εκ του ιταλικού bugna, η άκρη του πανιού του καραβιού (σ.ς. καμιά σχέση με τα (α)πλωτά bunga-bunga του Silvio). Αρχαιοκαυλιστί: οι ευδιαίοι.

Ασίστ: Doctor, ironick.

  1. ♪♫ Είχα ράψει στο σακάκι
    Δυο σακούλες με μαυράκι
    Και στα κούφια μου τακούνια
    ηρωίνη ως τα μπούνια ♪♫
    («Ηρωίνη και μαυράκι», Σωτήρης Γαβαλάς)

2.
Μπαίνουν μέσα με τα ΜΠΟΥΝΙΑ τα συντρόφια της «Ελευθεροτυπίας»...Που είδαν ευκαιρία να κονομίσουν ανασταίνοντας την πεθαμένη Ελευθεροτυπία με το όνομα «Εφημερίδα των Συντακτών» ...

το βέλος δείχνει προς ένα μεταλλικό στρογγυλό σιφόνι (δεν χώραγε στο πλάνο) (από ironick, 04/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified