Further tags

Ο όρος προέρχεται απο τους μηχανοκίνητους αγώνες αντοχής στη Γαλλία γνωστούς και ως Bol d'Or.

Στην Ελλάδα το λέμε για ογκώδεις μηχανές μεγάλου κυβισμού, που κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ότι δεν έχουν fering (=προστατευτικό φτερό μηχανής για την κατακράτηση των λαδιών του κινητήρα, όπως επίσης και για καλύτερη αεροδυναμική)…

...και κάνουν και «βρουμ βρουμ».

-Πω ρε μαλάκα κοίτα ενα μπολντόρι..!
-Τι μπολντόρι ρε παπάρα! Γουρούνα είναι αυτό! Έμαθες μια μαλακία και τη λες συνέχεια!

(από Don_Kilotis, 22/03/09)(από Don_Kilotis, 22/03/09)(από ο αυτοκτονημενος, 22/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή και μπακαντέλα, αλλά και μπαχαντέλα, αναλόγως της γεωγραφικής περιοχής καταγωγής μας.

Το αναξιόλογο, το ασήμαντο, το τιποτένιο. Το παλιό ή άχρηστο αντικείμενο. Το σαράβαλο μηχάνημα ή όχημα και τα τελευταία χρόνια και οι διάφορες συσκευές.

Μεταφορικά και η γυναίκα-σαράβαλο.

Από το ιταλικό bagattella που σημαίνει το ασήμαντο πράγμα, αλλά και το μικρό διακοσμητικό αντικείμενο. Με το ίδιο όνομα όμως, υπάρχει και ένα είδος γλυκού σαβουαγιάρ με κρέμα και λικέρ.

Ο πληθυντικός bagatelle δόθηκε σε μικρής διάρκειας, ανάλαφρα και μελωδικά μουσικά κομμάτια. Από τις πιο γνωστές bagatelle είναι το Fur Elise του Μπετόβεν.

Αλλά και οι Γάλλοι ονόμασαν bagattelle ένα επιτραπέζιο παιχνίδι με μπίλιες δικής τους εφεύρεσης, που θεωρείται ο πρόδρομος του pinball (φλιπεράκι).

Στα Ελληνικά βέβαια ο πληθυντικός διατηρεί την έννοια του ενικού.

  1. - Πρέπει να το αλλάξω πια το αυτοκίνητό μου. Έγινε μπαγκατέλα.

  2. - Το είδες το νέο κινητό του Κώστα;
    - Ποιο μωρέ; Αυτή την μπακαντέλα λες;

  3. - Ρε συ πώς έγινε έτσι η κυρα-Μαρία; Σκέτη μπαχαντέλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαριχουάνα κατά τους Τζαμαϊκανούς. Αυτοί ξέρουν.

- Μεγάλε, έχουμε καθόλου γκάντζα να γίνουμε ωραίοι;
- Όπα ρε τρισδιάστατε... Όπα ρε ράσταμαν... Είχες και στο χωριό σου γκάντζα ρε τυρόβλαχε; Φουντίτσα ελληνική δε μας κάνει δηλαδής;

Δες και σχετικά λήμματα: stuff, σταφ, μπαφόσπιτο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιομοδίτικος όρος για το ποτήρι στο οποίο σερβίρεται η μπύρα χύμα από το βαρέλι. Ναι, ναι, εκείνο το μεγάλο με το χερούλι.

Κατ' επέκταση, η βαρελίσια μπύρα σε ποτήρι.

Η λέξη ψιλοεπιβιώνει στη Θεσσαλονίκη. Άλλωστε, στις δεκαετίες του '60 και του '70, το μόνο μέρος στην Ελλάδα που μπορούσε κανείς να πιει μπύρα από βαρέλι ήταν στη Θεσσαλονίκη - και εκεί μόνον στο διάστημα που διαρκούσε η Διεθνής Έκθεσις. Στην Έκθεση κυκλοφορούσε και μια ποικιλία μαύρη μπύρα - η μαύρη μπύρα ήταν σχετικά άγνωστη τότε στην Ελλάδα. Έτσι, για τους μπαγιάτηδες μιας ηλικίας, κρίκερ και μαύρη μπύρα (ΦΙΞ, εννοείται) είναι συνώνυμα του Σεπτέμβρη στη Σαλονίκη μιας άλλης εποχής.

Η λέξη κρίκερ, σύμφωνα με το λεξικό του Τριανταφυλλίδη, είναι παραφθορά του Krüge ή Krüger που είναι ο πληθυντικός της γερμανικής λέξης Krug. Τώρα, στα Γερμανικά Krug, αντιλαμβάνομαι, είναι γενικά ο αμφορέας και δη ο πήλινος και, σε ό,τι αφορά τη μπύρα, οι Γερμανοί λένε Krug ή Bierkrug το πήλινο ποτήρι. Το κάπως πιο γνωστό σε μας Stein είναι, ας πούμε, ένα είδος Krug με καπάκι από καλάι. Αυτό το γυάλινο ποτήρι που εμείς λέγαμε κρίκερ, στη Βαυαρία τουλάχιστον το λένε Seidel ή, αν είναι του ενός λίτρου, Mass.

Από σέντρα του vikar εδώ και κοντινή πάσα-σχόλιο του ΑΛΛΟΥ.

- Έλα, παιδί μου, δυο σάντουιτς γύρο απ' όλα, δυο πίτα σουβλάκι χοιρινό απ' όλα με χωρίς ντομάτα και δυο Άμστελ ...
- Μπουκάλι;
- Ε, ε... τι ... όχι, όχι ... κρίκερ, κρίκερ ...
- ...
- Κρίκερ, ρε παιδί μου ... χύμα ... απ' το βαρέλι ... - (άσε μας, ρε μπαρμπόιλ) ... Μικρό ή μεγάλο ποτήρι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερθετικός του τζιτζί, το οποίο προέρχεται από το τουρκικό cici = όμορφο, χαριτωμένο. Για κάτι που είναι τρε κομιλφό!

Μας κλείναν το μάτι κάτι γκομενάκια τζιτζιμπρίτζι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γαλλικό très comme il faut, που σημαίνει «πολύ καθώς πρέπει», είναι η επιτομή του ιδανικού των καλοβλαμμένων μικροαστών.

Χρησιμοποιείται για σλανγκοπλάκα από μαγκίτες που έχουν αναθραφεί με γαλλικά και πιάνο, ιδίως (πολύ) παλιότερα, που η γαλλική ήταν η γλώσσα της αστικής τάξης.

Στην εποχή μας σλανγκίζεται επίσης για να δηλώσει το πολύ καθώς πρέπει milf.

Βγήκε η Μενεγάκη στον αέρα μ' ένα αβυσσαλέο ντεκολτέ τρε κομιλφό!

(από Khan, 19/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα μπορούσε να είναι ένα λικέρ Μεταξάς με γεύση λεμόνι (citron στα γαλλικά είναι το λεμόνι), αλλά είναι απλώς ατάκα από ανέκδοτο, όπου ο Βλάχος πάει από το χωριό στην πόλη κι όταν το γκαρσόν του προτείνει «Μεταξάς;», ο Βλάχος το ερμηνεύει ως «Με τα ξας; = Μου τα ξύνεις;» κι απαντά «Γιατί; Ση τρών'; = Σε τρώνε;». Με αποτέλεσμα να έρθει το λικέρ Μεταξάς Citron. Σε καλό μας, ευθυμήσαμε πάλι. Τέσπα, η φράση δηλώνει καταστάσεις δυοξύνης και ξυσαρχιδισμού ή εναλλακτικώς Βλάχων.

Μεταξάς Σιτρόν είμαστε πάλι μέχρι να βγει η διεθνής οικονομία απ' την μπίχλα!...

Προυσ\'χή στς ιοί! (από knasos, 16/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πιστωτική κάρτα που χρησιμοποιείται σε ειδικές περιπτώσεις έλλειψης μετρητών στη διάρκεια εξόδου-επίσκεψης σε στριπτητζάδικο ή και οίκο ανοχής.

Σύνηθες φαινόμενα είναι η υπέρβαση του πιστωτικού ορίου κατά την αποχώρηση και η παντόφλα από το έτερο ήμισυ άμα τη εμφανίσει του επόμενου λογαριασμού. Φυλάσσεται συχνά σε σκιερά και δροσερά μέρη.

-Ρε συ Μικέ, πώς θα πάμε Baby Gold ρε, δεν έχω μία!!!
-Μην ανησυχείς, έχω φυλάξει μία βύζα card ειδικά για σήμερα, ετοιμάσου!!!!
-Μααα.... δεν στις είχε πετάξει όλες η Ποπάρα;;
-Την είχα κρύψει κάτω από το στρώμα....χε χε....

και σέξι άτοκες δόσεις... (από BuBis, 21/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για βρεφικό καθισματάκι που σου επιτρέπει να τα κουνάς και να τα ζαβλακώνεις προσωρινά τα μούλικα ώστε να μπορέσεις και συ να χαρείς νανοδευτερόλεπτα ησυχίας. Εκ του αγγλικού relax. Ακατάληπτο εκτός Ελλάδος.

Έλλην σε κατάστημα βρεφικών ειδών στο Λονδίνο:
- Χελλ-ό-ου μίστερ, αη γουάντ ριλάξ.
- I beg your pardon;
- Mπέημπυ ριλάξ. Ρι-λάξ.
- Too late for that old chap, you should have used a rubber when you had a chance!

Got a better definition? Add it!

Published

Ράστα αποκαλούνται στην Ελλάδα σλανγκιστί οι πλεξίδες (dreadlocks) που αφήνουν για θρησκευτικούς λόγους οι Ρασταφαριανοί, οι φίλοι της μουσικής ρέγγε, αλλά και πολλά τρέντι εθνίκια.

Εκ του Rastafarianism < Ρας Ταφάρι Μακόνεν, το κατά κόσμον όνομα του μακαρίτη Αυτοκράτορα της Αιθιοπίας Χαϊλέ Σελασιέ Α' που αποτελεί θεία ενσάρκωση για τους Ρασταφαριανούς.

-Στα ράστα ενός φίλου μου που ήταν πολλά και μακρυά κάνανε φωλιά κατσαρίδες!!

-Ένας φίλος με μακριά Ράστα είχε κρυμμένα μέσα 15g χόρτο και αφού τον σταμάτησε η αστυνομία και έψαξαν παντού (μέχρι και στην πίσω του τρύπα!) δεν το βρήκανε.

(από εδώ)

Η εμφάνιση αυτή πιστεύεται από τους ίδιους πως εναρμονίζεται με το εδάφιο 21:5 από το Λευιτικόν της Παλαιάς Διαθήκης («καὶ φαλάκρωμα οὐ ξυρηθήσεσθε τὴν κεφαλὴν ἐπὶ νεκρῷ καὶ τὴν ὄψιν τοῦ πώγωνος οὐ ξυρήσονται καὶ ἐπὶ τὰς σάρκας αὐτῶν οὐ κατατεμοῦσιν ἐντομίδας») και το εδάφιο 6:5 του Βιβλίου του Αριθμών («πάσας τὰς ἡμέρας τοῦ ἁγνισμοῦ ξυρὸν οὐκ ἐπελεύσεται ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ, ἕως ἂν πληρωθῶσιν αἱ ἡμέραι, ὅσας ηὔξατο Κυρίῳ· ἅγιος ἔσται τρέφων κόμην τρίχα κεφαλῆς»), ενώ συχνά συνδέεται και με τη βιβλική αναφορά στις επτά «σειρές» της κεφαλής του Σαμψών (Κριταί, Κεφ. ΙΣΤ'.13).

(Βικούλα)

Dr Alimantado: πραγματικός Ράστα με "ράστα" (από Vrastaman, 22/04/09)Rita & Ziggy Marley στον Λευκό Οίκο :-) (από Vrastaman, 16/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified