Μετά την εμπειρία μιας σχεδόν 5ετίας μανιασμένου ψόφα, ψόφα, ψόφα, ξεκινάει νομίζω/ελπίζω η αργή πορεία της συνειδητοποίησης του πόσο έφθειρε τη ζωή μας αυτός ο θυμός για οτιδήποτε μας θύμιζε τον «παράδεισο» που ζούσαμε και χάσαμε, χωρίς τουλάχιστον να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα, ώστε να ηδονοτριφτούμε μετά μανίας και χαιρεκακίας. Ήδη και μόνο η αναφορά σε *κίνημα «ψόφα» *δείχνει(;) μια τάση αυτογνωσίας.

● Οι αντιδράσεις των μαχητών του πληκτρολογίου ενδεικτικές μιας κοινωνίας που καταρρέει.

● Οι συνδικαλιστές που την προπηλάκισαν της «εύχονταν να ψοφήσει από καρκίνο».

1.Το κίνημα του “ψόφα!”, όλοι εκείνοι που από το 2011 εξαπολύουν από τα social media απίστευτης σφοδρότητας και ανατριχιαστικής χυδαιότητας επιθέσεις σε όποιον εκφράζει άποψη διαφορετική από το δικό τους αυριανισμό, θρηνεί με κροκοδείλια δάκρυα τον Βαγγέλη Γιακουμάκη. Και καταδικάζει το μπούλινγκ. Ουαί υμίν υποκριταί!

  1. Άντε τώρα να συμμετέχεις στο hashtag 'φασισμός είναι' κ να καταδικάσεις το κίνημα του ψόφα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οικιακό σκεύος της υψηλής κοινωνίας του περασμένου αιώνα, σε σχήμα χωνιού (όπως το χωνί στα παλιά γραμμόφωνα), το οποίο χρησίμευε στο να διοχετεύει τη βρώμα μιας κλανιάς που έπεφτε κάτω από τα σκεπάσματα, μακρυά από το κρεβάτι. Στις μέρες μας ο όρος χρησιμοποιείται υποτιμητικά για γυναίκες που πέφτουν στις παρακάτω κατηγορίες: μπάζο, σαύρα, μπουρούχα, γενικά γυναίκες που είναι για κλάσιμο μόνο και τίποτε άλλο.

(Σε δημοπρασία στο Sotheby's του Λονδίνου)

Το επόμενο αντικείμενο της συλλογής Γλύξμπουργκ, νούμερο 324 στους καταλόγους σας, η χειροποίητη ασημένια κλανιόλα του Βασιλέως Γεωργίου του Β', κατασκευασμένη από τον οίκο Bochler (μπόχλερ) του Αμβούργου το 1894. Τιμή εκκίνησης 75000 στερλίνες. Ακούω 75000;

βλ. και κλανοπότηρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σχετικά νεόκοπη αυτή σλανγκιά έχει κάμποσες εφαρμογές:

1.
- είμαστε πολύ χεσαμόλα χώρα ,άντι να τρέξουμε την Γερμάνια για της αποζημιώσεις επι Β παγκοσμίου πολέμου και να τους τα πάρουμε χοντρά , Αντι να κάνουμε αυτό ,καθόμαστε και ανεχόμαστε αυτόυς
που μας χρωστάν να δηλώνουν...

2.
Μέτα από μισή ώρα τοστ-καφέ-τσιγάρου ακούω τις πρώτες τυμπανοκρουσίες να προμηνύουν την βρωμερή καθιερωμένη πρωινή χεσαμόλα. Με δέος και ευεξία μπαίνω στην αραχνιασμένη τουαλέτα μου και κάθομαι περήφανα στην πορσελάνινη κουραδορουφίχτρα.

3.
Κι εμείς είμαστε υπέρ του να σου γαμήσουμε την πρωκτάδα τόσο πολύ που θα είσαι μια μόνιμη χεσαμόλα.

4.
Η μητέρα του ήταν η Εστε Λόντερ που έγινε βαθύπλουτη πουλώντας ματζούνια και γυναικείες χεσαμόλες.

5.
ΡΕ ΒΑΓΓΕΛΗ ΠΟΛΥ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΕΨΑΧΝΕΣ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΚΑΡΑΠΑΠΑΡΑ ΤΗΝ ΧΕΣΑΜΟΛΑ;

Got a better definition? Add it!

Published

Να προσθέσω τρία ακόμα είδη μουνικών στον έξοχο ορισμό στη καθ' ύλην αρμόδιας Iron:

  • Κρέμα ή φάρμακο για μουνολογικές παθήσεις.
  • Το γυναικομάνι, η θηλυκή εκδοχή του αρχιδόκαμπου.
  • Μουνικό οξύ, ένα οργανικό ισχυρό οξύ, μετρίως διαβρωτικό χωρίς ιδιαίτερες βιομηχανικές χρήσεις. Προσβάλλει το δέρμα και διαβρώνει και φθείρει τα εσώρουχα. Η οσμή του είναι ερεθιστική και θυμίζει καμένο ντουί. Το καθαρό μουνικό οξύ είναι τελείως άχρωμο, αλλά το μουνικό οξύ του εμπορίου είναι κιτρινωπό επειδή περιέχει προσμίξεις.

1. μουνικό (= αλοιφή για τη θεραπεία παθήσεων των εξωτερικών γεννητικών οργάνων της γυναίκας)

1. θυμάμαι τον Κώστα Πρέκα που ήτανε πολύ – μα πολύ εξοικειωμένος με το υγρό στοιχείο. Πρωταθλητής καταδύσεων ήτανε ο άνθρωπος. Έριχνε βουτιά απ’ τον ψηλότερο βατήρα στο κολυμβητήριο κι αναστέναζε το μουνικό στις κερκίδες

3. Μικροί κυνηγάγαμε τα μαύρα βρακιά που άπλωναν τα παλιά χρόνια οι θείτσες και γιαγιάδες, αυτά που είχαν ξασπρίσει στο γνωστό σημείο απ΄το «μουνικό οξύ», και με ψαλίδι το κόβαμε και το κρεμάγαμε δίπλα στα βρακιά!! Όλες τις γειτονιάς μόλις μας έπαιρναν είδηση έτρεχαν και τα μάζευαν!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες μαϊμουνίων:

  • Η μαϊμού, με παράγωγο την μαϊμουνιά, συνώνυμο της μαϊμουδιάς. Φέρεται να είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη λέξη στην Κρήτη.Εκ του τουρκοαραβικού maymūn.
  • Τα μαμούνια, ζωύφια, ζούδια. Ενίοτε εκφέρεται εν είδει γουτσισμού για μωράκια, τρυφερά ζωάκια, παστάκια, μπουμπούκους και πάει λέγοντας. Άλλοτε υποδηλώνει κάτι το κακό, πιχί ιό υπολογιστή (τελευταίο παράδειγμα).Υποκοριστικό του μάμμος (οικέτης).

- η ταινία üç maymun (τρεις πίθηκοι) μετράει σκληρά.
(Τζίζας, εδώ)

- Η απογραφή θα γίνει από 10-24 Μαΐου 2011 από την ελληνική στατιστική αρχή Ελστατ (γνωστή για τις μαϊμουνιές-τα λεγόμενα και greek statistics με το προηγούμενο όνομά της: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος
(εκει)

- ΔΕΙΤΕ ΠΟΙΑ ΜΑΙΜΟΥΝΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟ!!
(πιο πέρα)

- Κουβεντα δε λεει το μαιμουνι! :silly: μονο μπα-μπα-μπα, ντα-ντα-ντα,γκια-γκια-γκια..
(παραδίπλα)

- Τελικα αυτο το μαιμουνι τα κανει ολα κρυφα για να θορυβηθεις και να πειστεις οτι εχεις προβλημα και να αγορασεις το σωτηριο scanner του
(απ' τις μπάντες)

(από Khan, 29/11/11)(από soulto, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως υποτιμητικός όρος και υβριστικά.

Στην κυριολεκτική του έννοια σημαίνει «πανί για το μουνί», δηλαδή σερβιέτα.

- Άντε φύγε από 'δω ρε μουνόπανο !

- Άμα σας πετύχουμε μετά το μάθημα ρε μουνόπανα, θα σας γαμήσουμε !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί χαρακτηριστική απόδοση στις περιοχές της δυτικής Μακεδονίας της λέξης σκατό, απέκκριμα, κουράδα, περίττωμα και όλα τα σχετικά. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί με πολλούς τρόπους, από απλή αναφορά στο παραγόμενο προϊόν της ανθρώπινης και ζωικής πέψης, έως επισήμανση του μεγάλου βαθμού αηδίας που χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο / ζώο / φυτό / πράγμα.

  1. - Τι έκανες τόση ώρα στο μπάνιο ρε;
    - Έβγαλα ένα γκουμπλάρι τεράστιο, μη μπεις μέσα, θα βρωμάει μέχρι αύριο.

  2. - Ο μουσακάς είχε πάνω από μήνα μέσα στο ψυγείο, αλλά τον έφαγα έτσι κι αλλιώς.
    - Τι έκανες ρε, γκουμπλάρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάρα πολύ, εξαιρετικά πολύ.

- Γουστάρεις σήμερα μπαρότσαρκα;
- Άσε ρε, αύριο δίνω κι'έχω να βγάλω του κώλου την ύλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για χαρακτηρισμό είδους βρόμας η οποία μοιάζει με πουρί πράσινο σαν λειχήνα. Ακούγεται σε τηλεφωνική συνδιάλεξη φάρσας με τους θρυλικούς «Πατρινούς» όπου ο μινάρας φαρσέρ αποκρίνεται στην δύστυχη ακροάτρια της απέναντι γραμμής λέγοντας «έχει πιάσει το μουνί σου σκουλαμέντρα

- Για κανονίστε να καθαρίσετε εδώ μέσα....
- Ναι κύριε λοχία. Αμέσως...
- Άντε γιατί έχουμε πιάσει σκουλαμέντρα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό δοχείο που έβαζαν στα παλιά χρόνια κάτω απ' το κρεβάτι για να αντιμετωπίζουν τις ακάλεστες, αιφνίδιες επισκέψεις της νυχτερινής ενούρησης (κυρίως αυτής, γιατί άμα τους ερχόταν να κάνουν το χοντρό τους βραδιάτικα, τότε ίσχυε το «χέσε μέσα» με όλη του τη σημασία).

Αναγκαίο σκεύος υγιεινής τότε που τα σπίτια δεν διέθεταν καμπινέδες. Ευτυχώς οι απολίτιστοι αυτοί καιροί παρήλθαν ανεπιστρεπτί, έπειτα από δικαιωμένους κοινωνικοπολιτικούς αγώνες, λάβαρο και ένδοξο σύμβολο των οποίων υπήρξε ο μπιντές, κι έτσι σήμερα εμείς οι πολιτισμένοι απολαμβάνουμε καμπινέδες με ιλουστρασιόν πλακάκια, επώνυμα είδη υγιεινής, τζακούζι, χαμάμ και τα λοιπά απαραίτητα είδη κάθε αξιοπρεπούς σπα.

Η χρήση του καθικιού έχει περιοριστεί πλέον στα νήπια που βρίσκονται στο μεταβατικό στάδιο από την πάνα προς στη λεκάνη της τουαλέτας και ως τέτοιο αποκαλείται σαχλά και δήθεν ευγενικά «γιο-γιο».

Και τα παλιά χρόνια όμως για λόγους ευπρέπειας, το καθίκι λεγόταν «δοχείο νυκτός». Ευπρέπεια ωστόσο που δεν εμπόδισε τη μεταφορική χρήση της λέξης ως βρισιά. Τόσο κλασική και διαδεδομένη πια που δεν αποτελεί καν αργκό, αλλά δεν παύει, ακόμη και σήμερα, κάτω από ειδικές περιστάσεις να είναι ιδιαιτέρως προσβλητική. Σε υπερθετικό βαθμό, ο βρωμιάρης / -α στους τρόπους και κυρίως στο ήθος αποκαλείται και καθίκι «άπλυτο» ή «λερωμένο».

Άλλη χρήση της λέξης γίνεται, ως παρομοίωση, για τα δεικτικού σχήματος καπέλα και γενικά υπερβολικά αξεσουάρ που κοσμούν το κεφάλι και κάνουν τον φέροντα να παρουσιάζει ένα γελοίο θέαμα. Κατά προέκταση, καθίκια λέμε τα πάσης φύσεως κέρατα (ιδίως τα μεγαλόσχημα που είναι κατασκευασμένα από πολύτιμα μέταλλα και κοτρώνες) που φοράει το παπαδαριό στο κεφάλι, όπως καλυμμαύκια, μήτρες, τιάρες κ.λπ.

Μία ακόμη και σχετικά πιο πρόσφατη χρήση της λέξης γίνεται με χαϊδευτικό ύφος όταν πειράζουμε αθώα κάποιον -και χωρίς προφανή λόγο («είσαι ένα καθίκι εσύ!» π.χ. προς ένα χαριτωμένο παιδάκι), αλλά συνήθως σε περιπτώσεις που ο άκακος μπαγαμπόντης προδίδεται για κάτι ασήμαντο και αστείο συνήθως (βλ. παράδειγμα 4).

Γράφεται και καθήκι, προέρχεται από το κάθημαι ή το καθίζω και συνώνυμό του είναι το αγγειό (μάλλον γιατί αρχικά κατασκευαζόταν από πηλό, ενώ η ίδια λέξη, αγγειό ή 'γγειό, μάλλον περιγράφει και άλλα κεραμικά οικιακά σκεύη). Με τη μεταφορική έννοια, της βρισιάς, σχηματίζεται το αρσενικό ο «καθήκης» αλλά και το λιγότερο συνηθισμένο θηλυκό η «καθηκού».

1 – κυριολεκτικά:
Αγλαΐα, το καθίκι! χέζεται το πιτσιρίκι!

2 – μεταφορικά:
- Αυτοί οι Παπαδοπουτσοπουλέοι είναι σαν την «εταιρεία δολοφόνων» ένα πράμα, το 'χουν πάρει γραμμή να γιατροπορεύουν γερόντια και καλά, αλλά στην ουσία τα ξεπουπουλιάζουν...
- Γνωστό κωλόσογο απ' τα παλιά, από πάππο προς πάππο όλοι τους καθίκια άπλυτα! Απ' όπου και να τους πιάσεις λερώνεσαι!

3 – μεταφορικά (για καπέλο):
- Τι, έτσι θα 'ρθεις στη θάλασσα; μ' αυτό το καθίκι στο κεφάλι; Ρεζίλι θα γίνουμε!
- Καλά εσύ κάτσε παραπέρα και κάνε ότι δεν με ξέρεις!

4 – πειραχτικά-χαιδευτικά:
- Είδες χτες Μαμαλάκη;
- Πφφφ… αμάν με το Μαμαλάκη κι εσύ πια. - Βρε είχε ένα κατσικάκι στη γάστρα άλλο πράμα σου λέω, μου τρέχανε τα σάλια!
- Αρνάκι ήταν!
- Α ώστε τό 'δες κι εσύ, καθίκι, ε καθίκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified