Further tags

Σύνηθες υποκοριστικό για τον τοξικομανή, τον ντρογκάτο, ή, δευτερευόντως, και για την ίδια τη ντρόγκα, δηλαδή τη ναρκωτική ουσία.

  1. Τι θα γίνει με την ντρογκαρισμένη νεολαία που εγκαταστάθηκε λόγω της αδιαφορίας των αρχών στο πλάι του Πολυτεχνείου (μεταξύ Πατησίων και Μπουμπουλίνας) αποτελώντας πια εστία λύπης, απόγνωσης κι ενίοτε αγανάκτησης των ανθρώπων της γειτονιάς, καθώς ντρογκάκια, βαποράκια, μαυράκια και παρατρεχάμενοι κάθε λογής λύνουν και δένουν. [...] Άλλωστε η κρίση που περνάει η χώρα είναι το καλύτερο μέσο για να βγάλει όνομα η περιοχή, να πάρουν των ομματιών τους οι κάτοικοι κι έτσι να μπουν τα φιλέτα στο μεγάλο τηγάνι.
    (Παπαγιώργης, Κωστής, «Οδός Τοσίτσα και πέριξ». Εν: Αθηνόραμα, Β΄593).

  2. Αλήθεια, όταν βλέπουν οι τηλεθεατές τον κ. Πέτρο Κωστόπουλο να μοστράρει στις οθόνες τους το ξεθυμασμένο μεν αλλά πάντα δηλητηριώδες λαϊφοστυλάδικο ντρογκάκι του, γνωρίζουν ότι την ίδια ώρα απολύει εργαζόμενους από τη δική του επιχείρηση, την «Imako», από την υπεραξία των οποίων χαίρεται τα κοστούμια του και τα σπίτια του; Κι αν το γνωρίζουν αυτό οι τηλεθεατές, το ενθυμούνται καθώς χαυνώνονται κι αποχαζεύουν παρακολουθώντας (ως παρακολουθήματα) το κυρίαρχο βλαχομπαρόκ κυριλίκι της ημιθανούς μας νεοπλουτιάς; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικός χαρακτηρισμός που, όταν αναφέρεται σε κάποιο άτομο, σημαίνει τον άχρηστο, αυτόν που είναι για πέταμα, το σκουπίδι, το τσόλι (που υπονοείται έντονα μια και είναι παρά φι ομόηχα), τον αναξιοπρεπή, τον μικροπρεπή, που δεν έχει περιεχόμενο, ουσία άρα και ποιότητα, αυτόν που το ηθικό του ανάστημα θυμίζει φιλαράκι της Χιονάτης χωρίς τα φημολογούμενα προσόντα.

Πολύ κοντά στο άδειο μύδι, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευκολότερα στο γραπτό λόγο στη θέση βαρύτερων και σλανγκικότερων χαρακτηρισμών.

Όταν εκτοξεύεται σα βρισιά είναι -εκτός των παραπάνω- κοντά στα: «βλάκας», «ανόητος», «μισή μερίδα» και ανάλαφρες εκδοχές του «μαλάκας».

Μέχρι εδώ, ξέρει πάνω – κάτω κι ο Μπάμπης.

Παίζει σε εκφράσεις όπως:

---ακόμη δεν βγήκε απ’ το τσόφλι καθόλα ισάξιο του «ακόμη δεν βγήκε απ’ τ’ αυγό» που εκτοξεύεται προς μοιράκια, στραβάδια, νέοπες και γενικά νιάτα κάθε είδους.

---ούτε τσόφλι: τίποτε, καθόλου, κανένας, ούτε κατά διάνοια, ούτε μυρωδιά, ούτε δείγμα.

---άσ’ τα τσόφλια: άσ’ τα σάπια / τα πούστικα που ξέρεις / τις μαλακίες / τις βλακείες / τα μα και μου, όπως φαίνεται και στο π.χ. που δίνει ο GATZMAN εδώ.

Όταν αναφέρεται σε κάποιο αντικείμενο (συνήθως είδος εξοπλισμού, σκαρί, κατασκευή, ακόμη και μηχανοκίνητο) υπονοεί πως από τη μάνα του είναι εύθραυστο, προβληματικό, ευτελές, με περιορισμένες δυνατότητες σε σύγκριση με κάποιο άλλο.

Μ’ αυτή την έννοια, εκτός από απαξιωτικά, μπορεί να εκφέρεται και χαϊδευτικά αφού ακόμη κι αν όταν ονειρεύεσαι Maserati παθαίνεις απανωτές φλοκοδιαρροές, η σχέση λατρείας – μίσους που σε δένει με το όποιο σαραβαλάκι σου δεν σου επιτρέπει παρά μόνο πικραμένη γλύκα στη φωνή όταν το βρίζεις. (Απόρροια του δεσίματος με τα καθημερινά αντικείμενα σε συνδυασμό με το φετιχισμό που καλλιεργεί η καταναλωτική κοινωνία και, κάπου – κάπου, ένα υφέρπον ταξικό μίσος ζευγαρωμένο με φανερή ζήλια για τους έχοντες και κατέχοντες).

1.
Τα σοσιαλιστικά τσόφλια που ψήφισαν το μνημόνιο παρεούλα με την τελειωμένη και τον κωλοτούμπα, δεν έχουν κανένα δικαίωμα στην διαφωνία. Αν διαφωνούν, ας το δείξουν στο Κοινοβούλιο κατά την ψήφιση του νομοσχεδίου, αλλιώς, μόκο και ταβλάκι στο καφενείο της Βουλής.

2.
Σοβαρά το νόημα της ζωής είναι το να έχεις ζωή, όποτε σταματήστε να διαβάζετε χαζά βιβλία και get a life! Που μου διαβάσατε τον τίτλο και νομίζατε ότι θα μιλήσουμε για αστρικό ταξίδι, τσόφλια!!!!

3.
Εγώ που δεν έζησα τίποτα ουσιαστικό, για την ηλικία μου. Κοιτώ τους εικοσάρηδες κι αισθάνομαι ότι έχω γεράσει. Στα 34 μου. Φαντάζομαι ότι φυλάνε κατουρημένες ποδιές για μια θέση στο δημόσιο. Ποιος είσαι εσύ, που θα βρεις μόνιμη δουλειά, ακόμη δεν βγήκες απ’ το τσόφλι;

4.
Ήμασταν καμιά 100αριά άτομα, από τις 8.30 το πρωί. Είχαμε σταθεί στην κύρια είσοδο με πανό και ντουντούκες, διακριτικά «κλεισμένοι» από μια διμοιρία μπλε για να μην κόβουμε την είσοδο. Γύρω (εκτός όσων συνοδεύανε κρατουμένους) μπόλικοι ασφαλίτες, πεζοί και με μηχανάκια, κόβανε κίνηση. Από φασίστες, ούτε τσόφλι.

5.
Μπορεί να είναι ανθεκτικά αλλά χαλάνε. Το ντουλαπάκι και σε εμένα και σε όλους χαλάει εντάξει μου το πέρασαν στην εγγύηση. Εγώ το μεγάλο πρόβλημα που έχω σε 5θυρο και οι πίσω πόρτες είναι οι χειρότερες πόρτες που έχω δει. Είναι τσόφλια τελείως, το έχω ένα χρόνο και κουνιούνται χωρίς να τους κάνω πολύ χρήση. Το χερούλι είναι τελείως πλαστικό σε αίσθηση και τα πλαστικά στις πόρτες σε ανωμαλίες στο οδόστρωμα (όχι λακκούβες) τρίζουν. Αν δείτε 5θυρο ανοίξτε και κλείστε τις πίσω πόρτες να δείτε. Δοκιμάστε μετά και τις μπροστά...

6.
Και μέχρι στιγμής κανένας δεν έχει «πειστήρια». Τι είδους; μια ανάλυση λαδιών μετά από ΧΨ χιλιάδες χιλιόμετρα. Εδώ σε CATERPILLAR, λάδια ημισυνθετικά γνωστής εταιρίας μετά από 200 ώρες non-stop χρήσης (αν γνωρίζει κανείς από Τσιμέντα Χαλκίδος ξέρει για τι τέρατα μιλάω) σε τρελές θερμοκρασίες και καταπονήσεις, ύστερα από ανάλυση και τα λάδια μπορούσαν να βγάλουν κι άλλο και τα κρατάγανε μέχρι 240-250 ώρες!! Και μιλάμε τώρα για το τι καταπόνηση δέχεται το λάδι στα τσόφλια μας;

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καλαμπόκι(ο καρπός), όπως λέγεται τουλάχιστον στην Πελοπόννησο, στην Κέρκυρα και πιθανόν σε πολλά άλλα μέρη.

Χρησιμοποιείται κυρίως χαϊδευτικά, με την έννοια «κούκλα (μου)». Πρέπει να είναι πολύ διαδεδομένο, αν κρίνω από το ότι μας έχει μείνει το σλανγκ κουτσούνι.

  1. Εκείνη τη νύχτα, την αναστάσιμη, όλοι κρατούσαν από μια κουτσούνα και ένα κόκκινο αυγό και με ανυπομονησία περίμεναν το τέλος της λειτουργίας...

  2. Και στο φινάλε, αν είναι να χρειαστεί να γίνω κουρούμπελο (ήτοι, να αντιλαμβάνομαι το περιβάλλον μου μέσα από παραμορφωτικό πρίσμα) τότε ρε πούστη (σχημα λόγου, Αστέρω μου κουτσούνα μου! :lol: ) τουλάχιστον να πάω κάπου που θα την βγάλω με 40-50 ευρά, όχι κάπου που θα μου έλθει το κοστουμάκι 2 κατοστάρικα για δύο άτομα...

από το νέτι αμφότερα

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Προφ από τη μπουκουνιά, αντίστοιχο της λέξης παστάκι, με τη σημασία μανάρι κλπ.

  2. ...Τοπικό νόμισμα, βλ. παρ. 2.

  1. ΠΟΣΑ ΜΠΟΥΚΟΥΝΙΑ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΜΑΖΕΥΤΟΥΜΕ ΣΤΟ FASEBOOK;;;;;;
    wraio paidi=mpoukounaki, polu wraio paidi=mpoukouni, para polu wraio paidi=mpoukounaros

  2. Καλώς ήρθατε στο Δίκτυο Ανταλλαγών και Αλληλεγγύης της Κέρκυρας!
    Μία εναλλακτική κοινωνική οικονομία εφαρμόζεται στην Κέρκυρα, που φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά, γιατί Ανταλλαγή σημαίνει και Αλληλεγγύη. Είναι μια θετική δράση από τους ίδιους τους πολίτες, οι οποίοι παίρνουν τη ζωή τους στα χέρια τους, δημιουργούν ευκαιρίες απασχόλησης, δίνουν αξία στα τοπικά προϊόντα, βοηθούν τις οικογένειες τους και τις επιχειρήσεις τους να επιβιώσουν και να αντιμετωπίσουν την οικονομική κρίση. Η εκτίμηση της οποιασδήποτε προσφοράς και ζήτησης στα πλαίσια των ανταλλαγών ανάμεσα στα μέλη του Δικτύου δεν γίνεται σε ευρώ, αλλά σε ΜΠΟΥΚΟΥΝΙΑ ή αλλιώς ΤΕΜ (Τοπική Εναλλακτική Μονάδα).

από το νέτι αμφότερα

Ο θεωρητικός της αναρχίλας, Μιχαήλ Μπακούνιν (από allivegp, 04/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που προσποιείται ότι είναι κάτι που δεν είναι, το παίζει πχ όμορφος, μορφωμένος, λεφτάς, σώμας, γαμιάς, ανάλογα πού πατάει το κόμπλεξ του.

Παρομοίως λέγεται και για μια κατάσταση, μια άποψη, μια ατμόσφαιρα, ένα στυλ, μια εμφάνιση, κττ.

Εϊτίλα.

Δες εδώ και δηθενάδικο, δηθενιά, δηθενισμός, δηθενιστής. Επίσης πρετεντέρης.

  1. Απεχθάνομαι τα δήθεν τυπάκια που πλάθουν όλο ψέματα για τη μίζερη ζωή τους.

  2. Ποτέ ο κόσμος δεν θα σκεφτόταν για μένα ότι είμαι δήθεν. Σ' αυτή τη φάση το καλύτερο μου είναι αυτό που κάνω. Δεν μπορεί να θεωρηθεί δήθεν.

από το νέτι

(από Khan, 03/09/11)(από mafie, 04/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνική κατά Vrastaman απόδοση του δυσμετάφραστου και πολύσημου όρου underdog.

Προς συμπλήρωση του υπάρχοντος ορισμού, να λεχθούν τα εξής.

Χρησιμοποιούμενος είτε ως όνομα ουσιαστικό είτε ως επιθετικός προσδιορισμός, το underdog / υπόσκυλο παραπέμπει σε άτομο ή σύνολο που πιθανολογείται οτι θα εξέλθει χαμένο από έναν αγώνα ή σύγκρουση. Ενναλλακτικά, ο όρος σημαίνει το θύμα κάποιας αδικίας ή δίωξης.

Να υπογραμμιστεί οτι ο όρος δεν ενέχει αρνητική ή υποτιμητική αξιολογική φόρτιση. Χρησιμοποιείται ως εργαλείο πολιτικής και ευρύτερα πολιτισμικής ανάλυσης. Τρεις αξιολογικές εκτιμήσεις συγκροτούν το εννοιολογικό του περιεχόμενο.

  • Αδυναμία και ειδικότερα μειωμένη ικανότητα του υπόσκυλου να ανταγωνιστεί ισχυρότερους αντιπάλους επί ίσοις όροις.
  • Μια διάχυτα ευμενής προδιάθεση και στάση, μια συμπάθεια (με την έννοια του συν-πάσχειν) προς τα υπόσκυλα.
  • Θετική αντιμετώπιση του ενδεχομένου της επικράτησης των υπόσκυλων σε μια μελλοντική σύγκρουση ή αντιπαράθεση με κάποιον ισχυρό.

Η literal βρασταμάνειος απόδοση του underdog είναι εξαιρετικά witty και πιασάρικη, εντούτοις η προσπάθεια εντοπισμού ελληνικού όρου που θα αποδίδει με επάρκεια το πλήρες φάσμα του εννοιολογικού περιεχομένου του αγγλικού όρου αποδεικνύεται ιδιαιτέρως δύσκολη. Οι διαθέσιμες λύσεις παραπέμπουν συνήθως στο χαρακτηριστικό της αδυναμίας και της μειωμένης ανταγωνιστικότητας: «περιθωριακός», «χαμένος», «φουκαράς», «κακομοίρης», «μη ανταγωνιστικός», «μη προνομιούχος», «καταδυναστευόμενος», «ηττημένος», «αδικημένος», «θύμα», κλπ. Ορισμένες απο τις παραπάνω (ιδίως τα «κακομοίρης», «φουκαράς», «αδικημένος») εμπεριέχουν την έννοια της συμπάθειας, όχι όμως και τη θετική αντιμετώπιση της ενδεχόμενης επικράτησης επί ισχυρού αντιπάλου. Το κυριότερο, όλοι οι παραπάνω όροι έχουν ως κοινό υπόβαθρο την αρνητική φόρτιση και την απαξιωτική στάση ως προς αυτό που προσδιορίζουν και, συνεπώς, δεν πληρούν τις αξιολογικές απαιτήσεις ενός λόγου επιστημονικού.

Kατά τον καθηγητή της Πολιτικής Επιστήμης Ν. Διαμαντούρο, οι τρεις όροι που παρουσιάζουν τα λιγότερα προβλήματα απόδοσης είναι το «αδύναμος», «μη προνομιούχος» και το «παρωχημένος». Και οι τρεις εξακολουθούν να εμφανίζουν διάφορα και σημαντικά μειονεκτήματα, με κυριότερα αυτό της αδυναμίας απόδοσης της διάστασης της συν-πάθειας που ενυπάρχει στον αγγλικό πρωτότυπο, αλλά και αυτό της αδυναμίας τους να εκφράσουν πλήρη αξιολογική ουδετερότητα.

(Βλ.: Νικηφόρος Διαμαντούρος, Πολιτισμικός δυισμός και πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2000)

Η πολιτική κουλτούρα των υπόσκυλων (underdog political culture) αντανακλά την ιστορική πραγματικότητα της ελληνικής μακράς διάρκειας. Εμβαπτισμένη στην οθωμανική-βαλκανική κληρονομιά και επηρεασμένη σε μεγάλο βαθμό από την κοσμοθεώρηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η τελευταία, για λόγους ιστορικούς, ιδεολογικούς και θεολογικούς, διατηρούσε για μεγάλα χρονικά διαστήματα έντονη και κατά περιόδους μαχητική αντιδυτική στάση. Η πολιτική παράδοση των υπόσκυλων χαρακτηρίζεται από έκδηλη εσωστρέφεια, έντονα κρατικιστικό προσανατολισμό σε συνδυασμό με βαθιά διχοστασία απέναντι στον καπιταλισμό και τους μηχανισμούς της αγοράς, συνειδητή προτίμηση προς τον πατερναλισμό και τον προστατευτισμό από κοινού με μια παρατεταμένη προσκόλληση σε προκαπιταλιστικές πρακτικές. Στο σύμπαν των ηθικών αισθημάτων της κυριαρχούν συχνά αρχέγονες ταυτίσεις με στενές αντιλήψεις και αδιαλλαξίες απέναντι σε κάθετι το ξένο, ένας λανθάνων αυταρχισμός ενδυναμωμένος από τις δομές της οθωμανικής εξουσίας και της βαριά κληρονομιά του κατά Weber συστήματος του «σουλτανισμού», τέλος, μια αμφίθυμη αντίληψη για κάθε ανανέωση.

ένα υπόσκυλο που νίκησε στις μελλοντικές συγκρούσεις. (από Khan, 01/09/11)(από Khan, 01/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός, που δύναται να περιγράψει αποκλειστικά εκπροσώπους του θεωρούμενου ως «ισχυρού» φύλου.

Οι έχοντες πέος λοιπόν, το χρησιμοποιούν να «γεμίζουν» τυχόν αδειανά - και πιθανώς άπατα - μέρη του ανθρώπινου σώματος του συντρόφου τους.

Χρησιμοποιείται αποκλειστικά σε περιπτώσεις μόνιμων σχέσεων.

- Είδα τον Κώστα και τη Τζίνα (εναλλακτικά: τον Κώστα και το Γιάννη) εχθές να περπατάνε χεράκι-χεράκι.
- Ναι ρε, αφού είναι ο γεμιστήρας της (εναλλακτικά: αφού είναι ο γεμιστήρας του) εδώ και πέντε μήνες.

Αν ο πέοντας είναι γεμιστήρας, τότε το μουνί είναι όπλο? (από Vrastaman, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο πολεμικό ναυτικό, φασίνα είναι η σκούπα. Χρησιμοποιείται ως χαρακτηρισμός προς τον ανάξιο, τον τελειωμένο, τον καραγκιόζη. Επίσης χρησιμοποιείται ως διακριτικό μεταξύ αρχαιότητας στο Σώμα. Έτσι αποκαλούν τους υφιστάμενους οι ανώτεροι, θέλοντας να τους υπονομεύσουν.

Επίσης χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσουμε μια γυναίκα που είναι άσχημη, χονδρή, την λεγόμενη πατσαβούρα. Μόνο που δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με την εξωτερική εμφάνιση, αλλά και με τον χαρακτήρα που είναι δίχως ευγένεια, τρόπους και τακτ, η γυναίκα «κατσίκα», κατά τον Pavese.

  1. Σκάσε μωρή φασίνα!
  1. Τελειώνετε φασίνες!

  2. Η γκόμενα είναι φασίνα. Δεν τη γαμάω ούτε με μια βαρέλα ουίσκι!

  1. Φέρε μια μάπα (σφουγγαρίστρα) και μια φασίνα να καθαρίσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί χαρακτηριστική απόδοση στις περιοχές της δυτικής Μακεδονίας της λέξης σκατό, απέκκριμα, κουράδα, περίττωμα και όλα τα σχετικά. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί με πολλούς τρόπους, από απλή αναφορά στο παραγόμενο προϊόν της ανθρώπινης και ζωικής πέψης, έως επισήμανση του μεγάλου βαθμού αηδίας που χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο / ζώο / φυτό / πράγμα.

  1. - Τι έκανες τόση ώρα στο μπάνιο ρε;
    - Έβγαλα ένα γκουμπλάρι τεράστιο, μη μπεις μέσα, θα βρωμάει μέχρι αύριο.

  2. - Ο μουσακάς είχε πάνω από μήνα μέσα στο ψυγείο, αλλά τον έφαγα έτσι κι αλλιώς.
    - Τι έκανες ρε, γκουμπλάρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξελληνισμός της ιταλικής λέξης greco η οποία σημαίνει ελληνικός.

Άρχισε να αναφέρεται από κοσμημοτοπώλες τουριστικών νησιών (Μύκονος, Σαντορίνη, Πάρος κ.τ.λ.) στο τέλος των '80s αρχές '90s, περιγράφοντας διάφορα κοσμήματα με ελληνικές παραστάσεις και θέματα, όπως διάφορα δελφινάκια, κίονες, ακροπόλεις, προτομές αρχαίων σοφών και ηρώων (Περικλής, Μέγας Αλέξανδρος, Λεωνίδας κ.τ.λ.), μαίανδρους, Μινώταυρους και χίλια δύο άλλα μυθικά ή μη πρόσωπα.

Τις περισσότερες φορές δε είναι αμφιβόλου αισθητικής, παραφορτωμένα και κακής ποιότητας. Παράταιρες πέτρες, κακά υλικά και καλούπια και πολλές φορές κατασκευασμένα από άτομα τα οποία δεν είχαν καμιά γνώση ιστορίας, μιας και απεικόνιζαν άλλα πρόσωπα και στις τυχούσες περιγραφές είχαν άλλα ονόματα. Κλασσική περίπτωση ήταν μία μεγάλη παρτίδα από «Μεγαλέξανδρους» που όμως απεικόνιζαν τον Περικλή με την κλασσική μορφή που είχε στο παλαιό 20άρικο!!!

Πέρασε λοιπόν πλέον η λέξη να έχει το νόημα της κακής απομίμησης, αλλά και του αντικειμένου ευτελούς αξίας και κακής αισθητικής.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για νεοέλληνες με μεραγκλαντάν αισθητική.

- Μάντεψε τι μου άφησε κληρονομιά η θεία μου η Μέλπω. Ένα νόμισμα των κλασσικών χρόνων δεμένο σε μενταγιόν!!!!
- Μα είσαι εντελώς χάπατο!!! Αυτό είναι γκρέκα από πλανόδιο στην Ίο!!!!

Στέλλα Γκρέκα. Τώρα, αν έχει και καμιά σχέση με τη Γκρέκα φίλμς, who knows? (από GATZMAN, 28/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified