Further tags

Φράση δανεισμένη από το Ευαγγέλιο.

Η έκφραση κυριολεκτικά αναφέρεται εις τη αρμονία που επικρατεί στο σύμπαν. Η σλανγκ μετατροπή της, αφορά συνήθως σε αιθέριες υπάρξεις (ελαφρά ενδεδυμένες), που ομορφαίνουν το ανθρώπινο και ειδικότερα το αρσενικό σύμπαν. Για παράδειγμα η παραλία του Ρίο ντε Τζανέϊρο. Ο θρησκόληπτος φυσιοδίφης θα παρατηρήσει μια πολύ ωραία ακτογραμμή. Ο κοινός θνητός θα παρατηρήσει την απουσία γραμμών εις τα σώματα των γύρω ενδημούντων θηλυκών. Και οι δύο θα αναφωνήσουν: Όλα εν σοφία εποίησε!

-Τι ήταν αυτό που πέρασε ρε Φάνη;
-Καινούρια μεταγραφή στη γειτονιά. Μένει απέναντι στον τρίτο. Χωρισμένη, έχει και ένα κοριτσάκι μικρό.
-Και κωλαράκι τούρλα, και βυζά τροφαντά, και προσωπάκι γλυκό, και περπάτημα λυγερό, και ψηλό κομμάτι.
-Ακριβώς, όλα εν σοφία εποίησε!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οριακά αδόκιμη απόδωση του εμ-πι-θρή στα ελληνικά, με το αδόκιμο της λέξης να έγκειται στο ότι διαβάζουμε τον αριθμό στα ελληνικά και τα γράμματα στα αγγλικά.

Ενδέχεται να απαντά και στη μορφή εμ-πι-θρήα ή και εμ-πι-τρί, με το θρήα και το τρι να αποτελούν τα δυνατά υβρίδια, κροσόβερ στα ελληνικά, του θρή με το τρία.

Και ας περάσουμε στα αποτελέσματα του πάμε στοίχημα. Εμ-Πι, τρία-μηδέν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Παλιός (;) σχολικός όρος, για την χάρτινη χειροβομβίδα που περιείχε νερό, η ρίψη της οποίας σηματοδοτούσε το κλείσιμο των σχολείων και την έναρξη των μπουγέλων.

Η χειροβομβίδα αυτή ήταν χειροποίητη-αυτοσχέδια, κρύβονταν και φτιάχνονταν εύκολα, διπλώνοντας μαστόρικα το χαρτί του τετραδίου, περίπου όπως όταν φτιάχνεις καραβάκι ή σαΐτα και διατηρούσε το νερό με σχετική στεγανότητα, έως τη ρίψη.

Οι πιο θρασείς γέμιζαν σακκούλες σκουπιδιών (!) με νερό και τις πετούσαν από ύψος σε κεφάλι ανυποψίαστο, όμοια όπως στο φυλακόβιο «στήσιμο».

Οι πρώτοι στόχοι ήσαν (φυσικά) τα κορίτσια, στα οποία τα αγόρια εξέφραζαν μ’ αυτόν τον τρόπο την προτίμησή τους, (όπως και με άλλους βίαιους/αδέξιους τρόπους π.χ. τράβηγμα μαλλιών-φριτζάρισμα, τσικιτρόνι, σαλαμάκια-πενιές, γαργαλητό, σφίξιμο κλπ), τα οποία κακαρίζανε χαμογελώντας μουσκεμένα, ότι (δήθεν) «θα το πούνε στην κυρία»…

- Τι φτιάχνεις εκεί ρε;
- Νερόμπομπες! Να ρίξουμε στη Μαίρη!

μπουγελόφατσες - the collection (από johnblack, 03/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευδο-ιταλοπρεπής χιουμοριστική έκφραση, που δηλώνει νοσταλγία για την τίμια πίτσα, που έφτιαχναν μια φορά οι πιτσαρίες του κώλου στην Ελλάδα, σε κάτι λαμαρινένια συρτάρια βουτηγμένη στα πολυκορεσμένα παλιόλαδα.

Μύριζε λαμαρινίλα κι βγαινε σε δυο μόνο τύπους:

  1. Απλή (λιωμένο κασέρι και ντομάτα κονσέρβα-τώρα τη λένε και καλά «μαργαρίτα») και
  2. Απ' όλα (τα ανωτέρω + σκατόζαμπόν + βρωμομπέικον).

Μετά το 1990, που οι κωλοέλληνες ξεψαρώσανε και ζητήσανε (λέει) ποιότητα κι έτσι, εγκατέλειψαν τις παλιές πιτσαρίες (που μαράζωσαν), στρεφόμενοι σε καινούριες, μουράτες, ντιζαϊνάτες, με δήθεν ευρεία ποικιλία πίτσας-σπαγγέτι (καμία απο δαύτες δεν έχουν ανταπόκριση στην Ιταλία) με υποχρεωτικό ξυλόφουρνο για πιο αισθητική...

Έλα όμως που, ακόμα κι αυτές, οι καλοφαγάδες Ιταλοί δεν τις αναγνωρίζουνε για δικές τους και τις βρίσκουν λαδερές, υπερβολικά παχύ το προζύμι και παραφορτωμένες αλλεπάλληλες επιστρώσεις υλικών, αφού ο λιγούρης νεοέλληνας ζητάει τα πάντα όλα πάνω στην πίτσα, ωσάν να πρόκειται για ποικιλία ούζου...

Το βασικό συστατικό της πίτσας είναι η λιτότητα. Λέει σωστά ο Χατζής «η πείνα τρέφει τα παιδιά κι ο ύπνος τα γερνάει». Η παραδοσιακή ναπολιτάνικη πίτσα, ήταν το φαΐ του φτωχού=Ένα ψωμάκι-πίτα με πασπαλισμένα υπολείμματα απ’ το χτεσινό φαγητό (κανά κρομμύδι, καμιά ελίτσα, φρέσκια ντοματούλα κι όξω απ’ την πόρτα, όπως λένε).

Η πλάκα είναι, ότι κατά πάσα πιθανότητα η πίτσα, έλκει την καταγωγή της απο την αρχαιοελληνική ταπεινή πιτούλα και ιδίως τον πλακούντα με μέλι (όπως περίπου τις φτιάχνουν ακόμα οι ελληνικότατοι Κρήτες στα Σφακιά κι ας λέει ο Καζαντζάκης), ίσως και με κάποιες επιρροές από την Αραπιά.

Άραγε, η νεοελληνική προτίμηση για την πυραμιδωτή (τίγκα στο δευτεράντζα υλικό) πίτσα με τα κάλπικα όσο και βαρύγδουπα ψευτο-φράγκικα ονόματα, έρχεται σε προφανή αντίθεση προς το ελληνέζικο «μηδέν άγαν» και καταδεικνύει το ποσοστό μας σε περιεκτικότητα ελληνικής παιδείας (!)

Σ.Σ. Προκειμένου να παρηγορηθούν οι ελληνολάτρεις, να προστεθεί ότι η εγκλέζικια λέξη «μπέικον» είναι ελληνικής προελεύσεως, διότι προέρχεται απο το τριγενές και τρικατάληκτον ουσιαστικοποιημένον επίθετον ο μπέικος-η μπέικια-το μπέικον, επίρρημα: μπέικα (την περάσαμε), βλ. άλσος Βεΐκου και προέρχεται από την υποτακτική του ρήματος βαίνω (βλ. το Ηρακλειτιώτικο «τα πάντα ρει και ουδέν μένει, δις ες τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης»)!

-Πάμε για κανά βρώμικο;
-Εγώ ψήνομαι για πίτσα λαμαρίνα. Έχει ένα χλιμίτζουρα εδώ στη γωνία. Είσαι;
-Τί’ πες τώρα; Φύγαμαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες τσιμπουκότρυπας:

Αφενός:

Η ελληνική απόδοση του glory hole, της «σήραγγας» που φέρουν τα χωρίσματα ορισμένων δημοσίων ουρητηρίων για να διευκολύνουν στην διεξαγωγή ανώνυμου στοματικού έρωτα, κυρίως μεταξύ ομοφυλοφίλων. Όπως και με την σκουληκότρυπα, η τσιμπουκότρυπα συνδέει σημεία κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι ενδιαφερόμενοι να καταλήγουν σε κάποιο προορισμό που θα ήταν πολύ πιο μακριά μέσω του συμβατικού χωρόχρονου.

Η λέξη προέκυψε από συζητήσεις επαγγελματιώνγια την μετάφραση ατάκας του Homer Simpson («We can outsmart those dolphins. Don't forget -- we invented computers, leg warmers, bendy straws, peel-and-eat shrimp, the glory hole, and the pudding cup!»).

Aφεδύο:

Χυδαιότατη περιγραφή του ανθρωπίνου στόματος. Χρησιμοποιείται κυρίως όταν θέλουμε κάποιος να το βουλώσει.

Εκ των çubuk (της πολυτελούς κεχριμπαρένιας πίπας πού κάπνιζαν οι προύχοντες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας) και τρῦπα.

1, - Οι τρύπες που υπάρχουν στις τουαλέτες σε κατεστραμμένα μπαρ της Αμερικής με σκοπό τη «γνωριμία» με το άτομο που βρίσκεται στο διπλανό καμπινέ (δεν μπορώ να το πω πιο κόσμια).
(O πιο κομψός ελληνικός ορισμός της τσιμπουκότρυπας, από εδώ)

  1. - Φτου, σκουληκοτσιμπουκότρυπα!
    (γλωσσοδέτης)

  2. - ...η φοροδιαφυγή, οι μίζες στα εξοπλιστικά και οι λοβιτούρες της Εκκλησίας μας στοιχίσαν στην τελευταία 4ετία όσο περίπου οι παροχές που τάζει ο ΣΥΡΙΖΑ για παιδεία, υγεία και περιβάλλον οπότε εθνικά υπερήφανοι πολεμόγκαβλοι ορθόδοξοι κάντε μου τη χάρη και ΒΟΥΛΩΣΤΕ ΤΗΝ ΤΣΙΜΠΟΥΚΟΤΡΥΠΑ ΣΑΣ. Είναι προκλητικό να τη λέτε εσείς στο ΣΥΡΙΖΑ για μη επαφή με την πραγματικότητα. Αφήστε να του τη λέω εγώ που τουλάχιστον τα λέω σωστά...
    (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δόξα και τιμή στο μηχανάκι που μύησε την πλειοψηφία των καβλόγκαζων στη γοητεία των δύο τροχών. Έχω την τιμή να ανήκω στις τελευταίες γενιές που έμαθαν να οδηγούν μηχανάκι, και πήραν δίπλωμα μηχανής, πάνω σε μια βέσπα. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τις ταχύτητες στο χέρι ή την ρεζέρβα (αν έχεις το Θεό σου, πες το σε τωρινό καβλόγκαζο, που αφαιρεί το πατάκι για να κερδίσει χιλιόμετρα).

Όπως και η κολινός, έφτασε να χαρακτηρίζει την κατηγορία προιόντων σε σωληνάριο, έτσι και η βέσπα (εύηχο, καβλωτίκ, ιταλικό) έφτασε να χαρακτηρίζει την κατηγορία των scooter (αμερικανιά).

Το όνομα βέσπα προήλθε από το γνωστό σε όλους μας μοντέλο της ιταλικής Piaggio. Vespa εις την ιταλική σημαίνει σφήκα, το έντομο. Και όπως καταλάβατε, η συγκεκριμένη ονομασία προήλθε από τον θόρυβο του δίχρονου κινητήρα της βέσπας, και ακόμα από το θόρυβο της κόρνας της βέσπας που θυμίζουν τον απειλητικό ζουζούνισμα της σφήκας. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο Zingarelli (σαν να λέμε στου Ελευθερουδάκη), ο ορισμός της λέξης βέσπα (με τη σημασία του μοτοσακό), δεν αποτελεί υπο-ορισμό στην έννοια του εντόμου, αλλά παρατίθεται ως ξεχωριστό λήμμα.

Στο manual της βέσπας θα έπρεπε να ήταν γραμμένη η εξής παράγραφος αν η βέσπα φτιαχνόταν στη Γερμανία αντί για την Ιταλία.

Αγαπητοί μελλοντικοί αγοραστές της βέσπας, σιγουρευτείτε ότι:

  • είστε μηχανικός για να την επισκευάζετε, διότι ανά 100 χιλιόμετρα, κάτι χαλάει,
  • έχετε μπουζόκλειδο,
  • έχετε συγγενή βενζινά, και δεν είστε μαλωμένοι, γιατί εκτός από λάδι και βενζίνη η βέσπα τρώει και μπουζιά, και έτσι θα μπορείτε να πετύχετε καλύτερες τιμές,
  • δεν βιάζεστε, διότι μία βέσπα ως κυρία, πάντα θέλει το χρόνο της, και έχει και τον δικό της ιδιότροπο χαρακτήρα,
  • υπάρχει περίπτωση η βέσπα να ζηλεύει, και κάθε φορά που βάζετε την γκόμενα σας πάνω, να πέφτει η απόδοσή της στο 1/3, ενώ όταν βάζετε τη μάνα σας η απόδοση εκτινάσσεται (αυτό οφείλεται στον ιταλικό χαρακτήρα),
  • φτιάχνουμε μαμίσια καφάσσια φρούτων για τη πίσω σχάρα, και μαμίσια παρμπρίζ, οπότε παρακαλείσθε να αποφεύγετε τας απομιμήσεις.

    Παρόλες τις δυσκολίες, η βέσπα ήταν σαν τις πρώτες καψούρες. Μπορεί μετά να πήραμε το XT, μετά το Africa, και μετά ένα GS, αλλά αν ανοίξεις την καρδιά μας, μέσα είναι μία κόκκινη πενηντάρα βέσπα. Και αυτό είναι το μεγαλείο της βέσπας. Η γοητεία! Από βέσπα και μετά, κανένα μηχανοκίνητο ον δεν έφτασε το μεγαλείο της θορυβώδους ιταλίδας.

Ακόμα και αν στη σλανγκιά της η βέσπα είναι το συνώνυμο του κάρβουνου, του δίτροχου που είναι αργό και πασέ. Βέβαια κάθε φορά που ένας καυλόγκαζος παθαίνει λάστιχο, πάντα θα εμφανιστεί ένας γέρος για να ρωτήσει τι συμβαίνει, και να αποφανθεί, ότι τα παλιά μηχανάκια είχαν και ρεζέρβα, εννοώντας βέβαια τη βέσπα.

-Είδες τη μηχανή του Τζόνι, 500 κυβικά θηρίο.
-Τι θηρίο μου λες και πράσινα άλογα. Βέσπα δεν είναι ρε;
-Scooter της suzuki είναι ρε. 500 κυβικά σου λέω.
-Αφού έχει χώρο για ψώνια μπροστά απο το καβλί του, βέσπα είναι. Να πάρει κανα δούκα, και να μας κουνηθεί μετά.

-Την Κυριακή πάμε μηχανάδα;
-Αν έχει καλό καιρό πάμε. -Είπε και ο Τζόνι να ρθει.
-Με τι; -Με το 500άρι σκούτερ.
-Πες του οτι θα τον πάρουμε μαζί, τον Αύγουστο άμα βγουν τα σύκα, για να γεμίσουμε τα ταπεράκια της βέσπας του.

(από electron, 05/09/09)Ξέρεις από βέσπα; (από Stravon, 05/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακοστριμένο τσιγάρο, που συνήθως φέρει σχήμα κωνικό, κοινώς μπουρί.

Ο πιτσιρικάς δεν ξέρει να στρίβει... κοίτα εκεί μια πρασόπιτα!

(από λεξικλάστης, 06/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή «καυτερή»: Λέγεται η τζούρα απο ρογά, που πνέει τα λοίσθια.

Επειδή, το τσιγάρο έχει φτάσει στη τζιβάνα, μαζεύεται όλο το λάδι της καννάβεως στο τέλος και η ρουφηξιά είναι αναγκαστικά καυτή και λαδερή, έχει δε οσμή και γεύση ψητού στα κάρβουνα (όταν είναι άλφα ποιότητα), γι’ αυτό και οι τελευταίες τραβηχτικές λέγονται και «μπριζολάτες» και για τον λόγο αυτό, η φούντα λέγεται και «ψητό» ή «ψητούρα».

Οι αμετανόητοι θιασώται της καννάβεως, δεν αποδέχονται να αποχωριστούν το φοσμπά, ούτε καν αφού έχει φτάσει στην τζιβάνα και για να μην καίνε τα δάχτυλά τους (όπως λένε: Τί δάχτυλα είν’ αυτά; Ναυτικός είσαι;) χρησιμοποιούν ειδική προς τούτο τσιμπίδα ή λαβίδα.

Αυτά τουλάχιστον ισχυρίζονταν, κάποιος άγνωστος θαμώνας ενός καφενείου σε κάποιο μακρινό τόπο, που δεν ανήκει πλέον στην ελληνική επικράτεια, που συνάντησε φευγαλέα ο γράφων πριν την Καταστροφή και που μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, έφυγε για την Αυστραλία, άλλαξε το όνομά του και κάηκε (λέει) πριν καμιά 25αριά χρόνια σε ατύχημα εγκλωβισμένος σε καμπριολέ τζιπ, μαζί με το μοναδικό πρωτότυπο του «Τσελεμεντέ του Μαόρι», θεόσχωρέστον...

Παλιότερα, λόγω της απερίγραπτης φτώχειας, καυτή λεγόταν εν γένει η προ-τελευταία τζούρα του κανονικού τσιγάρου, αφού τα τακίμια την κάπνιζαν «αγκαζέ» (βλ. μπατίρια Φωτόπουλο & Σταυρίδη «Η ωραία των Αθηνών»).

Ο Μίσιος αναφέρεται στην καυτή τζούρα που δεν δέχθηκε να του παραχωρήσει συγκρατούμενός του στο σύρμα και χαρακτηρίζει το (σπάνιο) ολόκληρο τσιγάρο «δοκάρι»...

Ο Λουντέμης, γράφει για τα παλιοκαιρίσια καθηγητάκια των Γυμνασίων, τα οποία οι πιο εύποροι συνάδελφοί τους αποκαλούσαν ειρωνικά «κόπτες», αφού έκοβαν με ξυράφι τα τσιγάρα στη μέση, για να’ χουν και για μετά (όπως λέει κι η Γαλάνη στην «κουτσή κιθάρα»), λόγω της πενιχρής μισθοδοσίας.

Ο Καββαδίας, θυμάται στη «Βάρδια», την εποχή που είχε μείνει ξέμπαρκος σε κάποιο ευρωπαϊκό λιμάνι, όπου έσκιζε τις γόπες από τ’ αποτσίγαρα και γέμιζε με τον εναπομείναντα καπνό τους, το τσιμπούκι του, μιας και το μπατιριλίκι του δεν είχε φράχτη.

Σήμερα, το τσιγάρο (του εμπορίου) φουμέρνεται αγκαζέ, κατά την έκφραση «το παίρνω παρτούζα = μοιράζομαι (βλ. ιταλικό αντίστοιχο fumare della mignotta = καπνίζω αλά πουτανέ), όταν το χαρμανλίκι προκύπτει μάλλον λόγω απρονοησίας (π.χ. ξέχασα να πάρω, είναι αργά-δυσπρόσιτο μέρος, έκλεισε το περίπτερο κ.α. βλ. Αφροδίτη Μάνου «Η νύχτα παίζει και κιθάρα και μένει πάντα από τσιγάρα»)...

- Ρε συ, έμεινε τίποτα;
- Κανα-δυο καυτές!
- Έ, φέρε κι από δω, είπαμε να γυρίζει, μην είσαι Μπόγκαρτ!

Πότε, πότε με είδες να καπνίζω;Aυτό που κρατάω;Του σκηνοθέτη είναι (από GATZMAN, 08/09/09)

Ακόμη: καρκινιάρικη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καφετέρια ή μπαρ-ρεστωράν, συνήθως εντός πολυκαταστήματος, όπου υφίσταται θόλος από γυαλί, ώστε οι θαμώνες να μην χάνουν (λέει) την επαφή με τα καιρικά φαινόμενα (π.χ. ήλιος, βροχή κλπ) εν είδει atrium (αίθριο).

Συνήθως απρόσωπο αν και πολυάνθρωπο, πολύβουο και κλειστοφοβικό αν και ευμεγέθες, βοηθά το μαγαζάτορα ν' αβγαταίνει τα κέρδη του, ενώ οι πελάτες αναπτύσσουν χλωροφύλλη.

Αν δεν τους ποτίσουν κάτι φίλοι...

-Πάμε στο Μώλλ για καφέ;
-Πού ρε, άσε με τα θερμοκήπια να πούμε! Μια φορά πήγα για ψώνια κι έφυγα με πονοκέφαλο...

για όλα τα φύλα και ηλικίες! (από BuBis, 08/09/09)(από anchelito, 08/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογιστική αργκό (!) της διαφθοράς.

Τα ρολά αποδείξεων, που έχουν στην διάθεσή τους οι καταστηματάρχες, όταν κλείνουν ταμείο κάθε βράδυ, έχουν την ένδειξη Ζ (ζήτα) και αντιστοιχούν στις εισπράξεις της ημέρας.

Τούτο αποτελεί μονάδα μέτρησης απαιτητού ποσού είτε από διεφθαρμένους εφοριακούς, που έρχονται τάχαμου για έλεγχο, είτε από υπερ-προστατευτικούς νταβατζήδες με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου...

-Τελικά τί έγινε με τον έλεγχο; Τη σκαπούλαρες;
-Εμένα μου λες; Του’ δωσα τρία ζήτα και καθάρισα...

υπάρχουν και νόμιμες... ζήτα τες... (από BuBis, 08/09/09)(από patsis, 23/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified