Το πασπαρτού επιφώνημα των Ελλήνων. Ο τονισμός παίζει σημαντικό ρόλο (βλ. παραδείγματα).
Όόόόπααα, φτάνει, γέμισε!
Οπάάά, να και ο ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ !!!!!
Όπα, είπα, λέω!
Όπα, μας την έπεσαν, σύρμα!
Το πασπαρτού επιφώνημα των Ελλήνων. Ο τονισμός παίζει σημαντικό ρόλο (βλ. παραδείγματα).
Όόόόπααα, φτάνει, γέμισε!
Οπάάά, να και ο ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ !!!!!
Όπα, είπα, λέω!
Όπα, μας την έπεσαν, σύρμα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πριόνι λέγεται η μηχανή κάποιου κυβισμού (όχι παπάκι δηλαδή, από 450 και πάνω), το οποίο ακόμα και σταματημένο, έχει πάνω του όλες τις παραβάσεις του Κ.Ο.Κ. Σε περίπτωση που πάρει μπρος, και στα χέρια ενός «τεχνίτη» περνάει και σε παραβάσεις αστικού και ποινικού κώδικα.
Πριόνι ονομάστηκε:
όπως και το αλυσοπρίονο, έχει μόνο τα βασικά, δηλαδή έναν κινητήρα νευρώδη και καλά φρένα (για endo και burnout βέβαια, όχι για φρενάρισμα).
Πράγματα που δεν πρέπει να έχει ένα πριόνι:
φλας (τι είναι αυτό που αναβοσβήνει στα άλλα μηχανάκια;)
- Γεια σας, ωραίο το ΚΤΜ, πόσο πάει;
- 7200, και είναι «καθαρό».
- Άλλο όμως μπήκα να ρωτήσω. Το crf to 450, πόσο πάει;
- Καινούριο το 450 του 2009, από 8970, βγαίνει σε προσφορά 7980. Καθαρόαιμο βέβαια.
- Σε μοτάρ έχεις τίποτα άλλο;
- Ένα ΧΤ660, ένα ΤΤ600 και το ΚΤΜ στην είσοδο. Αλλά το crf, δεν βγαίνει πια μοτάρ.
- Μπα, αυτά δεν λένε τίποτα. Βέβαια το ΚΤΜ κάνει την δουλειά μου, αλλά πολλά για μεταχειρισμένο. Το crf σκεφτόμουν.
- Δυστυχώς, δεν βγαίνει πια. Αυτά ήταν τα κρος τα τεσσεραμισάρια, που τα πείραζαν στην Ιταλία, αλλά διεκόπη η συνεργασία. Τώρα αν θες, παίζει κάτι από Κομοτηνή μεριά, κάτι παλουκάρια τα πειράζουν, σου κάνουν ρυθμίσεις, κομπλέ. Αλλά πάλι θα τα στάξεις. Και αν στάξεις κι αρκετά σου βγάζουν και πινακίδες ακόμα....
- Τι να τις κάνω τις πινακίδες; Για πριόνι ψάχνω...
Got a better definition? Add it!
Τυπική μονάδα υπερβολικής μέτρησης μήκους ή μεγέθους στην πάτρα. Ε, όπως και να το κάνεις, το αντίρριο δεν πέφτει και κοντά. Παλιά ήταν μισή ώρα λόγω φερυμπότ, τώρα είναι γύρω στα ντόντιτσι γιούρια μακρυά.
- Ο Βάγγος, ο Βάγγουρας, με την πουτσάρα τη νά!
- Σιγά μην την έχει κι από δω μέχρι τ' αντίρριο.
- Έχει φάει ένα κέρατο ο Σπύρος, από δω μέχρι τ' αντίρριο.
Got a better definition? Add it!
Εξάρτημα από τον χώρο της αυτοκινητιστικής καγκουριάς. Μπαίνει στην εξάτμιση και στο άφημα του γκαζιού αναπαράγει (συνήθως αποτυχημένα) τον ήχο που κάνει το τούρμπο όταν ο οδηγός αφήνει το γκάζι, ένα χαρακτηριστικό σφύριγμα που προκαλείται από την εκτόνωση της πίεσης του υπερσυμπιεστή (τούρμπο).
Πάει γάντι σε αποτυχημένα καγκούρικα αμάξια των οποίων το φτιάξιμο περιορίζεται σε μοντίφες τύπου τράιμπαλ αυτοκόλλητα, παραπανίσια όργανα στο ταμπλώ, αεροτομή-σιδερώστρα, μπούκα-φωλιά μικρών ζώων και λαμπάκια σταρ-τρεκ.
(βρουμ-βρουμ στο φανάρι)
- Γεια σου ρε Βασάρα με τη σφυρίχτρα σου! Κάτσε να φέρω τον τάφο να σε ταΐσω και μ' αυτόν!
Got a better definition? Add it!
«Καθαρό» για την πιάτσα των αυτοκινήτων και των μηχανών, σημαίνει ότι ένα μεταχειρισμένο είναι σε καλή κατάσταση, δηλαδή δεν θα «κουράσει» τον επίδοξο αγοραστή με απρόσμενες εκπλήξεις. Με λίγα λόγια, αυτός που το είχε δεν του έχει γαμήσει την πίστη. Του έκανε τα σέρβις του, και το δούλευε σωστά.
Ο όρος προέρχεται από το ότι η μηχανή είναι καθαρή (ανέγγιχτη), δηλαδή δεν ανοίχτηκε ποτέ ο κινητήρας για επισκευή ή για πείραγμα. Ειδικότερα για τα αυτοκίνητα μπορεί να αναφέρεται και στο σασί (δηλαδή το αυτοκίνητο δεν είχε κάποιο γερό τράκο). Εξωτερικά, ένα μεταχειρισμένο μπορεί να φαίνεται τέλειο, αλλά μηχανικά ποτέ δεν ξέρεις. Μόνο μια έμπειρη μηχανικάντζα μπορεί να σε διαβεβαιώσει ότι το μεταχειρισμένο είναι «καθαρό».
- Γεια σας, ωραίο το ΚΤΜ, πόσο πάει;
- 7200, και είναι καθαρό. Τρεισήμισι χιλιάδες χιλιόμετρα έχει. Καινούριο πάει 9.300.
- Πριόνι, και καθαρό; Τι μας λες;
- Σου λέω, το τυπάκι το είχε τρεις μήνες. Κατά λάθος το πήρε. Το πουλάει για να πάρει αυτοκίνητο. Τι να σου λέω!
- Θα το πάω σε δικό μου μηχανικό να μου βάλει τζίφρα ότι είναι καθαρό. Αν ναι, αύριο έχεις τον παρά.
Got a better definition? Add it!
Περιττεύει, υποθέτω, να αναφέρω ότι τοιαύτη αναφορά ουδόλως αναφέρεται στην αρχαιοελληνική φράση!
Λόγω της καταπληκτικής ομοιότητος τοιαύτης φράσης μετά του γνωστού «φαρμάκου» Cialis (εξού και αι φράσεις, προϊόντα εξαιρετικής εμπνεύσεως: 1. «Θα πάρω Cialis συν τοις άλλοις!», 2. «Πάρε Levitra και στο κρεβάτι θα παίζεις πλήκτρα!») πολλοί μαχηταί του οριζοντίου πεδίου μάχης αναφέρονται εις το... μυστικόν τους όπλο το οποίο τους επιτρέπει διεξαγωγήν μάχης μέχρις εσχάτων, μέχρι της τελευταίας ρανίδος του σπέρμ... εεε αίματός τους, εννοώ! Οποίαι επικαί μάχαι έχουν δωθεί δια την κατάκτησιν της πολυπόθητης Λιλιανίας τε και της Λαουρολάνδης!
Επαρασύρθην πάλι... Λοιπόν, η φράση αποτελούσε εσωτερικόν αστειισμόν παρεών τοιαύτων μαχητών ανεξαρτήτου ηλικίας, ήτοι insider joke.
Η αρχαία ελληνική δεν στερείται λήμματων κύριοι αλλά και τούμπαλιν, και ημείς τροφοδοτούμεθα από την αρχαίαν ελληνικήν!
Φιφακλίων: «Άφεσον φίλτατοι (σνιφ, κλαψ), η έκβαση της Λιλιανικής εκστρατείας εχτές ήτο καταστροφικη λέγω! Έπεσα εις το πεδίον της τιμής! Μπουχουχουου!»
Καυλαγόρας: «Μα διατί μάχεσαι άνευ συμμάχου; Αφού δύνασαι να πολεμήσεις... συυυυν τοις άλλοις! (κλείσιμο ματιού)»
Φιφακλίων: «Α μάλιστα! Καιαι... προελαύνεις στο πεδίον της μάχης όταν μάχεσαι... σύν τοις άλλοις;»
Ηφαιστίων: «Και νικάς κατά κράτος λέγω! ΕΝ ΤΟΥΤΟ ΝΙΚΑ! (Βγάζει κουτί Cialis και το παραδίδει στον Φιφακλίων»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η σαγιονάρα που χωρίζει τα δάχτυλα σε 4 και 1, διχαλωτά.
Μου έσκασε ο Νικολάκης στην καφετέρια με 4-1 δίχαλο! Ρεζίλι έγινα!
Βλέπε και διχάλα 1-4.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σχολική (γυμνασιακή – λυκειακή) σλανγκ.
Τόπος : Κρήτη, αστικό κέντρο.
Χρόνος : Τέλη δεκαετίας ογδόντα, αρχές ενενήντα.
Τσουκάλα λέγαμε το κάθε λογής λυσάρι, το οποίο περιείχε έτοιμες τις λύσεις των ασκήσεων (μαθηματικά, φυσική, χημεία), ή έτοιμες λύσεις σε θέματα αρχαίου κειμένου φιλολογία).
Μπορούσες να το χρησιμοποιήσεις είτε με τον δύσκολο τρόπο και εποικοδομητικά (λύνοντας μόνος σου τις ασκήσεις και ελέγχοντας μετά την λύση τους), είτε με τον εύκολο τρόπο, αντιγράφοντας στεγνά κατευθείαν από την τσουκάλα, για να ξεμπερδεύεις και να κωλοβαρέσεις μετά με την ησυχία σου.
Το νόημα του λήμματος είναι ότι δεν κοπιάζεις μόνος σου, παίρνεις έτοιμες τις λύσεις από το λυσάρι, όπως παίρνεις το φαγητό έτοιμο από την τσουκάλα.
Με το τότε ισχύον σύστημα των δεσμών (χωρίς να μετράει η σχολική βαθμολογία των μαθημάτων για την καρμανιόλα των πανελληνίων), όλοι επέλεγαν δέσμη, ήδη από την πρώτη λυκείου, για να ξεκινήσουν έγκαιρα προετοιμασία. Βλ. και τις σχετικές εκφράσεις, τριτοδεσμίτης, πρωτοδεσμίτης κλπ. Συνεπώς, εάν π.χ. είχες διαλέξει τρίτη δέσμη (θεωρητική κατεύθυνση την λένε τώρα), για δύο χρόνια (πρώτη και δευτέρα λυκείου), δεν χρειαζόταν να ξαναγγίξεις τα και καλά «περιττά» μαθήματα, δηλαδή μαθηματικά, φυσική, χημεία κλπ., μόνο όσο χρειαζόταν για να μην μείνεις. Εάν ήσουνα «πρωτοδεσμίτης», δεν ξαναδιάβαζες αρχαία. Μπορούσες κάλλιστα και να πετάξεις τα σχετικά βιβλία.
Για όλες τις περιπτώσεις αυτές, η τσουκάλα πήγαινε σύννεφο.
Τώρα το έχουν αλλάξει και μετράει και η σχολική βαθμολογία όλων των μαθημάτων για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Δεν ξέρω ποιο σύστημα είναι καλύτερο και δεν με νοιάζει. Ούτως ή άλλως, η επίσημη παιδεία στον ρημαδότοπο αυτόν είναι καμένη υπόθεση. Η ουσιαστική παιδεία επαφίεται αποκλειστικά στις προσωπικές ανησυχίες εκάστου μαθητή (οιασδήποτε ηλικίας).
Απ' ό,τι έχω τσεκάρει, στην Αθήνα δεν χρησιμοποιούσαν το λήμμα. Μια σχετική αντίστοιχη φράση που ψάρεψα, είναι «ο θείος Στέφανος», αναφορά στον γνωστό εκδότη βοηθημάτων Στέφανο Πατάκη.
Got a better definition? Add it!
Διάταξη επιμήκους, πλαστικού (ή από σύνθετα πολυμερή), σωλήνα, μικρής διατομής, με οπή στο κέντρο βάρους της διατομής του και καθ'όλο το μήκος του, την οποία οπή διατρέχει συστοιχία συρμάτων χαλκού.
Ως εμπορικό εξάρτημα συναντάται ως ανταλλακτικό σε όλα, σχεδόν, τα καταστήματα εμπορικών ειδών. Βασικό χαρακτηριστικό, η μη λειτουργικότητα, η αχρηστία, ο χώρος που καταλαμβάνει και η εστία μολύνσεως που προκαλεί και η γενικότερη σπατάλη. Η χρησιμότητά του αφορά στη διακοπή κάθε επικοινωνίας μεταξύ ηλεκτρικών συσκευών, τηλεπικοινωνιακών δικτύων και χρηστών αυτών, τουτέστιν, στην παύση ανεπιθύμητων ηλεκτρονικών αιτημάτων φιλίας.
Παρετυμολογία: Κακ-ώδιον από την «κακή ωδή»: μπινελίκια, γαλλικά, μούντζες τα οποία το δύστυχο αποδέχεται ύστερα από τη διαπίστωση του κατόχου ότι τσάμπα τραβιόταν όλη μέρα στην πιάτσα για να το βρει.
Αντιτίθεται στο αρχαιότερο «καλώδιον». Παρετυμολογία: Όταν κυκλοφόρησαν τα πρώτα τηλέφωνα από «όνυξ»: «Τι ωραία που μιλάτε ωραιοτάτη δεσποσύνη! Τι γλυκυτάτη η φωνούλα σας!» Απ: «Ω, δεν είναι τίποτα, ευγενικέ μου κύριε! Είναι αυτό το καλώδιον που μας συνδέει (κανονικά) και με κάνει να ακούγομαι νέα και αφρατούλα!»
Κακώδια στην καθημερινή πρακτική: του μάους μετά από χρήση από αριστερόχειρα, της πρίζας της τοστιέρας μετά από χρόνια έκθεση στην υγρασία της βρύσης, το χαντσφρή που έρχεται πακέτο και αναγκάζεσαι να το αγοράσεις ξανά και ξανά (μέχρι να αλλάξεις κινητό), το σκαρτ, το καμμένο τροφοδοτικό, το ηλεκτρικής κιθάρας-ενισχυτή που αγοράζεις σαν καινούριο από γνωστούς αντιπροσώπους στο κέντρο της πόλης, τα καλώδια στο ΚΕΠΗΚ, κ.α.
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για τις γνωστές χειροπέδες, δεσμευτικές ή κόσμημα, απο το τούρκικο kelepce.
...τα χέρια μου στον κελεπτσέ , κι ο νους μου στην αγάπη ...
(στίχος απο το γνωστό άσμα «Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη»)
Got a better definition? Add it!