Further tags

Ισοδύναμο του «καυλωτικός», αλλά, σύμφωνα με μερικούς -εμού συμπεριλαμβανομένου- αρκετά πιο εύηχο και ραφινάτο.

- Τί καυλερό εμπιθρί είν'αυτό; Το θέλω!
- Το θέλεις δεν το θέλεις, στ' αρχίδια μου. Είναι δικό μου.

(από Τσακ εις την μέσην, 25/01/11)

βλ. και καυλωτίκ, καβλωτίκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δεντρωγετόπιτα αναφέρεται σε κάθε είδος πίτας (σπανακόπιτα, τύροπιτα, λουκανικόπιτα) που μπορεί κανείς να βρει σε φούρνο, σαντουιτσάδικο, κλπ και που απλά δεν τρώγεται (φουλ του λαδιού με ζυμάρι, 24ωρη ηλιοθεραπεία στο τζάμι επί 4 μέρες, κ.ά.).

  1. Πήγαμε στο φούρνο πριν με ένα συνάδελφο και φορτωθήκαμε παραγγελίες από το γραφείο για τα παιδιά. Θέλανε διάφορα, αλλά νταξ, δεντρωγετόπιτες έχει, οπότε δεν ψάξαμε και πολύ...

  2. Αλέκος: - Τι προτείνεις να πάρω; Πεινάω πολύ...
    Ταρζάν: - Πάρε στο 7793777, όλα εδώ είναι δεντρωγετόπιτες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που αφορά την γυναικεία ένδυση κυρίως, χωρίς να αποκλείεται και η αντρική. Το πολύ κοντό ρούχο για το επάνω μέρος του σώματος. Συνήθως πλεκτό ή σακακοειδές.

Λέγεται έτσι γιατί θυμίζει τα ζακετάκια που φοράνε στα μωρά για την ημέρα του βαφτισιού τους και δίνει την εντύπωση ότι το έχεις από τότε και εξακολουθείς να το φοράς. Παρόλο τον μπαμπαδισμό της όμως (αντίστοιχη κρυάδα με το «μπήκε στο πλύσιμο;» που λεγόταν για τα μίνι όταν πρωτοσκάσαν ή για τα κάπρι ή για τα κοντά μπλουζάκια, ή το άλλο: «απόκριες έχουμε;»), η λέξη τείνει να καθιερωθεί.

Το κοντό λοιπόν πανω-φόρι είναι αξεσουάρ που βαστά πολύ πίσω στον χρόνο. Στα δικά μας, παίζει και σε παραδοσιακές στολές, όπου λεγόταν «μπαμπουκλί», βλ. εδώ.

  1. Καλά, το άτομο ήταν τρελά ντυμένο: βαφτιστικό σακάκι, κάλτσα μακώ με στάμπα, κολάν με σχέδιο, σταράκια, τελείως φεύγα σου λέω!

  2. Κι έσκασε μύτη στη συνεδρίαση σα λολίτα. Πού πα ρε βλαμένη με το βαφτιστικό... Πουτάνες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης:

  1. Τεμάχιο χασίς, τσίκα, δοντιά.

  2. Όχι μόνο η ωραία γκόμενα (έτερος ορισμός), αλλά γενικά ο ωραίος τύπος, ο ωραίος άνθρωπος, ο Ζαγοραίος, το περιβόλι.

  3. Από την μουσική, το κομμάτι είναι το μέρος που πρέπει να εκτελέσει ένας συγκεκριμένος μουσικός. Οπότε η έκφραση κάνω το κομμάτι μου σημαίνει κάνω αυτό που ξέρω να κάνω καλά και το ευχαριστιέμαι. Συνήθως λέγεται άσ' τον να κάνει το κομμάτι του, δηλαδή δεν πειράζει που μας τα πρήζει με το να κάνει χίλιες φορές τα ίδια (=της ψωλής του τον χαβά), άσε τον να ευχαριστηθεί, τ. ψωλίστ.

  4. Στην εκλαϊκευμένη Ψυχολογία, είναι έκφραση όπως το θεματάκι, και σημαίνει ότι η / ο μάλλον ερασιτέχνις γιαλόμα(ς) κατατέμνει τον ψυχισμό σου αναλυτικώς σε κομμάτια και σου λέει σε πιο κομμάτι τα πας καλά και σε πιο λιγότερο. Πρόκειται για ένα εκλαϊκευτικό αναλυτικό εγχείρημα που θα έκανε έναν σοβαρό ψυχανάλατο να φρίξει, αλλά έχει το πλεονέκτημα ότι δεν σε τρομάζει, καθώς μπορείς να εστιάσεις στα προβλήματά σου ένα ένα. Κυρίως έχει μείνει ως έκφραση λαϊκότροπης χειραγώγησης.

Βλ. επίσης τις εκφράσεις είμαι κομμάτια, πηγαίνω κομμάτια, κόμματος, κομμάτι από τούρτα, κομματιανός.

Πάσα: Χότζας, Μπούμπης.

  1. Ζωρζ Πιλαλί, Το Κομματάκι.

Χωροφύλακες με πιάν'νε
Και μες στο κελί με βάν'νε
Για ένα μαύρο κομματάκι
Δεν αξίζει το μπερντάκι

Θα το πιω και ας πεθάνω
Κι απ' τον κόσμο ας την κάνω
Θα το πιω και ας με πιει
Κι ας με βάλουν φυλακή

Μου την κάτσαν από πίσω
Και στη φυλακή θα σβήσω
Ότι ο κόσμος και να κάνει
Δεν το κόβω το λιβάνι.

  1. Τι κομμάτια έχουν μαζευτεί στο σάη ρε ρε πστ...

  2. - Καλά έχει τιγκάρει το σάη στις προσωπικές εμμονές ο Σλανγκαρχιδόπουλος.
    - Άσε τον να κάνει το κομμάτι του, δεν βλάπτει κανέναν.
    - Ναι, αλλά αποπροσανατολίζει τον αναγνώστη. Μας διαβάζουν και στο εξωτερικό.

  3. Στο κομμάτι επαγγελματικά τα πας καλά, να δούμε τώρα λίγο το κομμάτι σχέσεις.

(από Khan, 27/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάπου στα μεσο-τέλη των ογδόνταζ, και πριν επικρατήσει ο όρος βρώμικο, κυκλοφορούσε το αρκουδολουκάνικο, με τον προσδιορισμό αρκουδοαίματος.

Ο όρος δεν επικράτησε, ίσως γιατί ήταν δεσμευτικός σε σχέση με το κρέας που προσφερόταν, ίσως γιατί ήταν δύσκολο να το προφέρεις μέσα στην σούρα, ίσως γιατί το βρώμικο ήταν (και είναι) πιο περιγραφικός όρος.

Προέρχεται από το «Ο Αστερίξ στους Βελβετούς»

- Πάμε Μαρινέρο να τσιμπήσουμε κάτι;
- Δεν πάμε Μαβίλη για αρκουδολουκάνικο;
- Αρκουδοαίματος; Φύγαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τόσο γαμώ, τόσο καταπληκτικός που σε στέλνει (λέμε τώρα, άν και ουκ ολίγοι έχουν μετρήσει τα ραδίκια ανάποδα πάνω στη φάση).

Συνήθως πρόκειται περί γκόμενας, αλλά μπορεί να είναι και κάποιο φαγητό, άρωμα, κατάσταση, καβλόρουχο, καβλοπάπουτσο κλπ.

Παλιά σλανγκιά.

Mortel, όπως λένε και οι Γάλλοι.

  1. Μαλάκααα, είδες με τι θανατηφόρο μουνί έσκασε ο Τάκης χθες;

  2. - Σου αρέσει αυτό το μπέιμπι ντολ μωρό μουουου;
    - Θανατηφόρο, δε λέω! Για έλα δω τώρα...

Σε άλλες γλώσσες: sick (αγγλικά), mortel (γαλλικά), deadly (ιρλανδικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηχομιμητικό του χτυπήματος των δοντιών επιφώνημα που δείχνει α) κρύο, β) μεταφορικώς κρύο σαχλό αστείο τ. σεφερλίτιδα, γ) δέος και φόβο για κάτι τρομακτικό και μακάβριο (κυριολεκτικά ή μεταφορικά ή ειρωνικά).

  1. Μπρρρ...παγωνιά. (Εδώ).

  2. α) - πάνε 20 χρόνια από τότε και ο μακαρίτης που τα έβλεπε αυτά έχει πάθει εκταφή (μουάχαχα... μπρρρ).
    (Ιρονίκ εδώ)

β) - vagina dentata είναι βέβαια και ένα αρχετυπικό ονειρικό περιεχόμενο σύμφωνα με την ψυχανάλυση....μπρρρρ (εδώ).

  1. - σίσυφος είναι αυτός που την περνάει ολημερίς στο συσιφόνι....
    μπρρρ... (εδώ).

(από Khan, 01/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος κουρέματος, γνωστότατο στην αργκό των κομμωτών, το οποίο είναι κοντό καρέ που τελειώνει σε απόλυτη ευθεία στο ύψος των αυτιών. Η ονομασία του προέρχεται, προφανώς, από την ομοιότητα του κουρέματος με καπελάκι.

Έδωσε βροντερό παρών στα τέλη του 80 με αρχές του 90, τόσο στους άντρες όσο και στις γυναίκες βρίσκοντας όμως συντριπτικά περισσότερη εφαρμογή στα ανοιχτόχρωμα αγοράκια.

Η κόμμωση ήταν λιγάκι εξεζητημένη (γι αυτό το επέτρεπαν μόνο οι προχώ γονείς στα παιδιά τους) με αποτέλεσμα σχεδόν όλα τα κοριτσάκια να προτιμούν τους κατόχους της, για τον ίδιο λόγο που τα αγοράκια δείχνανε ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε αυτές που φορούσανε φούστα λαμπάντα ή φούστα-μπλούζα με κρόσσια (τα οποία δεν ήταν ξεχωριστά αλλά αποτελούσαν προέκταση του υφάσματος και δημιουργούνταν από το κάθετο και περίτεχνο σκίσιμο της μπλούζας) ή, ίσως σε λίγο μεγαλύτερες ηλικίες, πουκάμισο δεμένο κόμπο στο κάτω μέρος του και άλλα τέτοια ωραία.

Κατά την συγγραφή του λήμματος ανακάλυψα ότι αποτελεί υποκατηγορία του καρεδάκια και ότι στην Αγγλική συναντάται είτε ως bowl cut, είτε ως mushroom cut και σπανιότερα ως pot cut (απ' όπου και τα μύδια).

- Μαμά μαμά μαμά! θέλω κι εγώ να κουρευτώ καπελάκι!
- Σκάσε βλαμμένο! αυτά είναι του διαβόλου!

Got a better definition? Add it!

Published

Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από ένα ακόμη περιττό φανάρι που δίνει την ευκαιρία σε κάφρους κάθε είδους να δοκιμάσουν αν λειτουργεί η κόρνα τους μισό δευτερόλεπτο αφού ανάψει πράσινο.

Η λειτουργία του περιορίζεται στο να σταματάει την κυκλοφορία για να περάσουν οι πεζοί και όχι κάποια άλλα οχήματα. Όποιος αναρωτηθεί γιατί δεν δημιουργείται υπέργεια/υπόγεια διάβαση αντί του σηματοδότη θέλω να τον κάνω παρέα.

Διάσημο πεζοφάναρο: Σύνταγμα προς Ερμού
Άσημο πεζοφάναρο: Θέλει να παραμείνει έτσι...

... αλλά δεν τα κατάφερε.

Κοντράκιας: Ώστε τα CRX είναι καλύτερα από τα Eclipse, ε μουνάκι; Πάμε τώρα ρε στο πεζοφάναρο στον Φοίνικα, δίπλα στην μπουγάτσα του κυρ-Θωμά, πριν στρίψεις για το αεροδρόμιο να σ' το παστελώσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημοτομπατσοβανάκι είναι το όχημα της δημοτικής αστυνομίας που έχει μέσα κάτι χασομέρηδες με μπερέδες που τα ξύνουν, ενίοτε σου καρφώνουν και καμιά κλήση.

Πριν λίγη ώρα, μια ομάδα Δελτάδων μαζί με Φασίστες επιτέθηκαν στους μετανάστες έξω από την ΑΣΟΕΕ. Ένα δημοτομπατσοβανάκι σπάστηκε ελαφρώς από τους μετανάστες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified