Further tags

Ο ήχος πλήκτρων που εμφανίζεται συχνότατα σε β' διαλογής / καλτ λαϊκά / σκυλάδικα. Συνηθέστερα και προφανέστατα προέρχεται από εξίσου β' διαλογής keyboard, το οποίο ενώ μπορεί να ακούγεται ως συνοδεία στο υπόλοιπο κομμάτι, σε ένα μέρος του κλέβει την παράσταση.

Τι γυφταρμόνιο είναι αυτό που παίζει στο «Για τα μάτια του κόσμου»! (βλ. και μήδι)

Δες και ψησταριά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύντμηση - υποκοριστικό του αντιβηχικού σιροπιού Dovavixin.

Γευστικό απεριτίφ για την κουζίνα του χαπάκια. Το δραστικό συστατικό του καλείται ζιπεπρόλ, έχει ελαφρά ψυχοτρόπο δράση σε συνδυασμό με βαρύ ζάβλακα.

Από το ΔΠ: AN21.

- Πού ήσουν χτες ρε μαλάκα και δεν απαντούσες στα τηλέφωνα; - Είχα πιει μια ντόβα και δεν μπορούσα να κουνήσω τα πόδια μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τραβώ το πουκάμισο ή το T-shirt που φοριέται μέσα στο παντελόνι ώστε να κρεμάσει λιγάκι και να μοιάζει με μπουφάν παλαιάς κοπής (βλ. εϊτίλα).

Κοινή έκφραση σε παλαιότερες εποχές που τα εν λόγω ρούχα φοριόταν μέσα στο τζιν (ει δυνατόν σωλήνας) ή στο υφασμάτινο παντελόνι με τις πιέτες.

- Πώς σου φαίνομαι; Σένιος, ε;
- Βρε, μπουφάνιασε το πουκάμισο! Σου κάνει μια κοιλιά να!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο «δανεισμός» τριχών από την μία πλευρά της κεφαλής προς την απέναντι, προς κάλυψη καράφλας.

Το πλαγιοδάνειο συνήθως είναι εμφανές αν παρατηρήσεις καλά, αλλά εκεί που ξεφτιλίζεται τελείως ο χρήστης τους είναι στην περίπτωση που φυσήξει αέρας.

- Μαλάκα πέθανα στα γέλια στο ταξί χθες!
- Γιατί ρε τι έγινε;
- Καθόμουν στο πίσω κάθισμα και στην εθνική ο ταξιτζής άνοιξε το παράθυρο και ανέμιζε το πλαγιοδάνειο!

Περίπτωση εξευτελισμού, όπως λέει ο ορισμός. (από Khan, 15/09/11)Νίκος Κωνσταντινίδης (από Khan, 05/01/15)

Βλ. επίσης: καραφλάζ, φλοκάτη, πατέντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για βρώμικο αντικείμενο που βρίσκεται ή γεγονός που εξελίσσεται στο δρόμο.

Ο μη εξαντλητικός κατάλογος παραδειγμάτων χρήσης περιλαμβάνει λιπαρά σάντουιτς από καντίνες του δρόμου, χιπχοπικές σκληρότητες, αλητείες (παρ. 1) και καρτέρια (παρ. 2), σεχ ή / και phone σεχ κατά τη διάρκεια οδήγησης (δεν υπάρχει αυτό; τι λες, αλήθεια; και κανονικά και τηλεφωνικά λέμε...). Δηλαδή βρώμικα πράγματα επί του δρόμου. Δρόμικα. Καλό, ε;

Βασικές σπαζοκεφαλιές που προκαλεί ένα δρόμικο: πώς θα τη σκαπουλάρω χωρίς να με πάει αίμα / χωρίς να χύσω στην άσφαλτο αίμα / χωρίς να γαμήσω την εγγύηση του iphone όταν χύσω.

Πάσα: patsis (είχες δίκιο είναι υπαρκτό!)

Παρ. 1 - Hip hop: Μπαίνω και πάλι ξαφνικά, μπαίνω και πάλι λυρικά,
μπαίνω και πάλι φιλάρα για να φέρω σαματά,
ΜΕ σκόπιμο, μπόλικο, βρώμικο, δρόμικο, μόνιμο, νόμιμο, υλικό, λυρικό, κυνικό, ηθικό, αληθινό, αλήτικο, αλύπητο
για ν’ ανεβάσω το επίπεδο, να δείξω το αντίθετο...

Παρ. 2 - Hip hop: Ένα δρόμικο break… Κι απ’το στημένο το καρτέρι μας το δρόμικό
μου καλλωπίζεσαι για χρόνια σε καθρέφτη βρώμικο
με της σκιάς τα λόγια και των γονιών τις συμβουλές
ξυραφιάζεσαι κι αμέσως κρύβεις τις ουλές...

Παρ. 3 - Hop hop: Οδηγεί, ταυτόχρονα μιλάει στο κινητό:
- ... μπλα μπλα μπλα (την κλείνει φορτηγατζής - βρε άσταδγιάλα μαλάκα θα σκοτωθούμε)
- ...αν είναι να μιλάς πρόστυχα στο φορτηγατζή, δεν μιλάς καλύτερα πρόστυχα σε μένα...
- Πλάκα μου κάνεις τώρα! Θες να κάνουμε phone sex όσο παλεύω με το στροφιλίκι; - Μα έλα να κάνουμε ένα δρόμικο ντε! (ναι, είσαι χαζή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χώρος, συνήθως λυόμενος ή φορητός, για την προσωρινή διαμονή του σκύλου, είτε μέσα σε pet shop, είτε πάνω στο κατάστρωμα του πλοίου, ή για όποια μεταφορά του με όποιον τρόπο (pet porter).

Υπάρχουν γυάλινες (για εσωτ. χώρο), πλαστικές, μεταλλικά κλουβιά ή άλλου τύπου (πχ τρέιλερ).

Δεν είναι σλανγκ, είναι καθομιλουμένη, πλην αλλ' όμως ουχί καταγεγραμμένη παρά μόνο στο νέτι εξ ου και τα παραδείγματα.

  1. δεν ειναι και οτι το καλυτερο στης «σκυλιερες» των πλοιων αλλα απ' οσα ειχα δει ειδικα στα πλοια των Μινωικων δεν υπηρχε καποιο προβλημα αν τον εβγαζες στο καταστρωμα εννοειται φυσικα οτι τον επιβλεπεις.

  2. ΣΚΥΛΙΕΡΑ γυάλινη, κατάλληλη για pet shop, τιμή 250 ευρώ, συζητήσιμη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ μεγάλο κλουβί για πουλιά, μέσα στο οποίο μπορούν να συνυπάρξουν δεκάδες. Από την ιταλική λέξη voliera.

Παλιά λεγόταν πολύ, τώρα πια όχι. Στο νέτι βρήκα μόνο μία αναφορά κι αυτή σε τίτλο γιουτουμπακίου.

Επίσης νο σλανγκ λέξη, αλλά επίσης πουθενά καταγεγραμμένη.

Κάποτε ο Μούγερ στην Ερμού είχε στο υπόγειο του καταστήματος μια τεράστια βολιέρα γεμάτη καρδερίνες, φλώρους, παπαγαλάκια και καναρίνια. Ελπίζω να μην υπάρχει πια αυτό το βάσανο.

Got a better definition? Add it!

Published

Εξάρτημα που χρησιμοποιείται αντί της κλασσικής μπαγκέτας στα ντραμς, κυρίως σε συγκροτήματα τζαζ ή αντίστοιχου ήχου.

Το γούγλε δίνει χτυπήματα για τη λέξη «βούρτσα», απ' ευθείας μετάφραση του αγγλικού brush, αλλά το θυμάμαι κι έτσι. Ο λόγος για τον οποίο στέκει είναι η ομοιότητα του εξαρτήματος με την κλασσική ψάθινη σκούπα.

Πάσα: Tom Waits.

- Θέλει να παίξει και με σκούπες ο χασάπης. Δεν κοιτάει να μάθει να κρατάει το ρυθμό πρώτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιαδήποτε συσκευή σπάει τα νεύρα του χρήστη της, λόγω βλάβης, παλαιότητας, κινεζικής κατασκευής. Κομπιούτερ που κρεμάει, ραδιόφωνο ή τηλεόραση που κάνει παράσιτα, αυτόματο μηχάνημα που κολλάει –και σου τρώει και το κέρμα–, μάτι κουζίνας που δε ζεσταίνει και μύρια όσα άλλα.

Το λήμμα προσφέρεται προπαντός για οργισμένη προσφώνηση, συνοδευόμενη από σφαλιάρα ή κλωτσιά, προς το δύστροπο μηχάνημα, ως την πλέον αρχέγονη μέθοδο αποκατάστασης βλαβών –προϋπήρχε ακόμη και της επανεκκίνησης. Ακόμη κι αν η μέθοδος έχει περιορισμένες –αλλά όχι αμελητέες– πιθανότητες επιτυχίας, είναι πάντοτε ευεργετική για την ψυχική ισορροπία του χρήστη του μηχανήματος, η οποία έχει άρτι διαταραχθεί από τις επίμονες δυσλειτουργίες του καβουρδιστηριού.

(Ραδιόφωνο): Παντρεμέεεεενοι κι οι δυο ΓΚΖΖΖΖ ΓΚΖΖΖΖ ΜΠΡΡΡΡΡ
(Ακροατής): ΓΚΡΑΟΥΓΚ (=ήχος μπουνιάς). ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΓΑΜΗΣΟΥ ΜΑΛΑΚΙΣΤΗΡΙ! (Ραδιόφωνο): Γύρνα σεεεε παρακαλώωωωωω…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονομάζεται έτσι το υλικό που προκύπτει από την σύνθλιψη και άλεση ασβεστόλιθου (~80%) με άργιλο (αργιλικός σχιστόλιθος ~20%) κατά την διαδικασία παραγωγής τσιμέντου.

Το υλικό αυτό θερμαίνεται στους 1450°C σε περιστροφικούς κλιβάνους, όπου υφίσταται διάφορες πολύπλοκες χημικές μεταλλάξεις και μετατρέπεται σε ένα άλλο υλικό που ονομάζεται κλίνκερ. Η λεπτή άλεση του κλίνκερ μαζί με μικρή ποσότητα γύψου δημιουργεί το τσιμέντο.

Παρά τη σχετική του ονομασία το υλικό αυτό δε φουσκώνει μόνο του και πιθανότατα πήρε την ονομασία του λόγω του ωχρού λευκού χρώματος που θυμίζει το αλεύρι.

(κι άλλες λεπτομέρειες.)
(σ.σ.: ο ορισμός γράφτηκε με μια μικρή βοήθεια.)

Φτου ρε πούστη μου δουλειά...
Είναι κάτι μέρες που γυρίζω απ' το εργοστάσιο και καθόμουν και σκεφτόμουν: τι σκατά καθόμασταν και φτιάχναμε εκεί πέρα, κάθε μέρα τσιμέντο, χιλιάδες τόνοι τσιμέντο, τσιμέντο δηλαδή να μπούμε μέσα...
Πάω στο φούρνο, του λέω : «λίγο αλεύρι»
Μου λέει: «απλό ή φαρίνα
Άκουσε να δεις φίλε αν νομίζεις ότι μου κάνεις πλάκα...
τι σκατά θα το κάνουμε τόσο τσιμέντοοοο;

σε υποστήριξη του επικού παραδείγματος. (από jesus, 17/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified