Further tags

Αναφέρεται πολύ λιγότερο σε ένα στόμα που λόγω κάποιων ανατομικών λεπτομερειών, όπως λ.χ. τα τσιμπουκόχειλα, φυσικά ή κονάτα, θα προσέφερε ηδονjική αίσθηση κατά την τέλεση πεολειχίας, ενώ περισσότερο είναι βρισιά που χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να απαιτήσουμε από τον συνομιλητή μας να σωπάσει άμεσα. Χρησιμοποιείται, δηλαδή, περισσότερο σε φράσεις τύπου «μην πιάνεις το τάδε στο τσιμπουκόστομά σου», «να πλένεις το τσιμπουκόστομά σου όταν μιλάς για το τάδε», «βούλωσε το τσιμπουκόστομά σου» κ.τ.ό. Εννοείται ότι το στόμα του συνομιλητή είναι μιασμένο και για αυτό δεν έχει το δικαίωμα να ομιλεί για ορισμένα θέματα, που χαρακτηρίζονται από ιερότητα.

Δευτερευόντως, βέβαια, ο όρος μπορεί να αναφερθεί και κατά την περιγραφή μιας αναγεννησιακής πουτανόφατσας, ή ως γαμησιάτικο μπινελίκι κυρίως κατά την τέλεση CIM.

  1. Αυτη η καριολα-παλιοπουτανα-βιζιτου-ξεκολιαρα κ.λ.π. κ.λ.π...μην τολμησει να ξαναβαλει στο γαμημενο το τσιμπουκοστομα της ξανα το ΠΑΟΚ μας. (Εδώ).

  2. Κατά τα άλλα το «Για όλα φταίει ο εθνικισμός» ξέρουν να το πιπιλάνε στο τσιμπουκόστομα τους, αλλά ξεχνάνε ότι ΚΑΙ για την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ τους οι «κακοί» εθνικιστές ματώσανε..... (Εδώ).

  3. Αν θελετε να μιλησετε για Μακεδονια να πληνετε το τσιμπουκοστομα σας εκατο φορες με μπεταντιν και μετα. και μετα να κανετε πλαστικη γλωσσας (Εδώ).

  4. Και χαίρονται οταν ακούνε απο ένα Τσιμπουκόστομα μιάς Πουτανας..να λέει ...¨ΟΛΟ ΣΤΟΜΦΟ....«ΕΜΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΣΟΚ !!!!! (Εδώ)

  5. είναι μια αδύνατη κοπέλα με μεγάλα τουρμπινάτα συλικονάτα στήθη tits και ένα απίστευτο τσιμπουκόστομα. (από μπουρδελοσάιτ)

Βλ. και τσιμπουκότρυπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λενικό ή ελλενικό (χωράφι): Γόνιμο, μαξουλίδικο, βαλίδικο, ψωμερό, γεννηταρούδικο χωράφι.

Σε χρήση στην ύπαιθρο Χανίων και Ρεθύμνου.

[i]Προσοχή ετυμολογικά δεν προέρχεται από το ρώσικο Lenin!... αλλά σύμφωνα με το Λεξικό του δυτικοκρητικού ιδιώματος του Α. Ξανθινάκη από τη λέξη ελληνικό.[/i]

Ελλενικό χωράφι είναι και κάνει ό,τι κι ανε ντου βάλεις.

Λενικό χωράφι (από nikolaosvlas, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη κούφιο αναφέρεται στο όπλο, λόγω του κενού της θαλάμης του.

Στην υπόγα , Α. ΚΩΣΤΗΣ
«Μπαίνει 'νας μπα μπαίνει 'νας μπάτσος με το κούφιο Και ρίχνει μου και ρίχνει μούσμουλα στο ρούφο »

Νίκος ο τρελάκιας Ανέστος Δελιάς «Το κούφιο και η δίκοπη είναι η συντροφιά του, γι'αυτό δεν πάει, μάγκες μου, ποτέ κανείς κοντά του, γι'αυτό δεν πάει, μάγκες μου, ποτέ κανείς κοντά του, το κούφιο και η δίκοπη είναι η συντροφιά του.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα προέρχεται από τις γνωστές αργκό φράσεις σένιος και πένα τροποποιημένες κατά την μάγκικη ορολογία.

Σημαίνει κάποιον ή κάτι πολύ περιποιημένο, προσεγμένο, κυριλέ.

  1. «Και με σενιέ-πενιέ [κουστουμιά]. Πόσο ΑΡΧΟΝΤΑΣ είσαι ρε ΠΑΜΜΕΓΙΣΤΕ!»

  2. [...]- Πω πω ρε φίλε γαμάτο! Και θα παίρνουμε και κρέατα από την Ελλάδα ε;
    - Ναι ρε από τον γαμπρό μου! Θα μας τα στέλνει έτοιμα σενιέ-πενιέ σου λέω! Κεμπαπάκια πλασμένα όλα τίγκα![...]

  3. «[...]Η κα Χαριτωμένη- Σενιέ πενιέ -ηλικιωμένη-με απορίες άλυτες, ούρλιαζε: »Εξηγήστε μου σας παρακαλώ, το τεράστιο αυτό ποσό!«[...] »

  4. «[...]φευγω για πραγα στην οποια νοικιασαμε διαμερισμα nove mesto, σενιε πενιε με 378/4=95 ατομο».[...]

Όλα τα παραπάνω από το δίχτυ.

σενιάν-πεινιρλί... (από MXΣ, 12/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δεύτερο μαξιλάρι-ρεζέρβα που συνήθως χρησιμοποιείται για να μπαίνει ανάμεσα στα σκέλια κατά τη διάρκεια του βαθέως ύπνου (στάδια 3 & 4) προς αποφυγήν εφίδρωσης των γλουτών, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες στις μεσογειακές χώρες.

Η ονομασία προέρχεται από την -κατά περίπτωση συχνή ή λιγότερο συχνή- συνήθεια του χρήστη να πέρδεται ακουσίως κατά τη διάρκεια του ύπνου, με συνέπεια το εν λόγω μαξιλάρι να γίνεται δέκτης δύσοσμων αερίων.

Σαν αξεσουάρ είναι λίαν βοηθητικό και πρακτικό, εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες, που (1) μπερδεύεται με το κανονικό μαξιλάρι του χρήστη και (2) ο κοιμώμενος χρησιμοποιεί ως τέτοιο το μαξιλάρι της/του συγκοιμώμενης /-νου γκόμενας / συζύγου, κτλ.

Άσε φίλε, μπέρδεψα χθες το μαξιλάρι μου με το κλανομαξίλαρο και το πρωί έζεχνα κλανίλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι μπότες μάρκας Dr. Martens (αλλιώς ντοκ μάρτινς). Είναι διαχρονικά πετυχημένες εμπορικά, και στην Ελλάδα, γι' αυτό και η εξελληνισμένη ονομασία τους.

Η προσωπική μου μαρτυρία είναι ότι την δεκαετία του '90 και σε εφηβικές ηλικίες «μαρτίνια» λέγανε τα πιο τσαμπούκια κομμάτια της μάρκας, ιδίως αυτά με το σίδερο μπροστά, που ήταν λες και προορίζονταν για εργάτες μηχανουργείου. Προφανώς το νόημα ήταν να προσφέρουν ένα έξτρα όπλο στην διάθεση του κατόχου για την περίπτωση συμπλοκής, στο ίδιο στυλ με το τεράστιο κρικάρι δήθεν για τα κλειδιά (βλέπε σιδερογροθιά) και δεν θυμάμαι τι άλλο. Το όλο πακέτο ήταν διακριτό στα άλλα μέλη της βιοκοινότητας πλην γονέων, δασκάλων και λοιπών ανθρώπων της κυβερνήσεως (σιγά το καμουφλάρισμα βέβαια, αν έχεις μάτια θα το πιάσεις το υπονοούμενο), συνεπώς προειδοποιούσε τους αντιπάλους και πουλούσε την ανάλογη μούρη στις γκόμενες που την αγόραζαν.

Την ίδια περίοδο φοριούνταν πολύ και οι βέρμαχτ, οι γαμάτες μπότες με το σιχαμένο όνομα.

«Μαρτίνια» είναι επίσης σλανγκ για κάτι (πραγματικά) όπλα, τα Enfield Mk4, αλλά και τοπικός ιδιωματισμός σε διάφορα μέρη για οικόσιτα ζώα (μου είναι ασαφές, μάλλον γίδες αλλά δεν με απασχολεί το ζήτημα).

  1. Από εδώ:

Kι εγώ είχα και vermacht και doc. martins και αντί για flying -αντιδραστική και καλά- είχα πάρει μπουφάν λύκο. Το άλλο με το πορτοκαλί από μέσα αλλά πιο μακρύ και με κουκούλα με λίγο γούνα (ακόμα το χω κάπου στην ντουλάπα μου). Εννοείται ότι τα μαρτίνια τα φορούσα χειμώνα καλοκαίρι με φούστα με κολάν με ό,τι να' ναι και επίσης είχα από all star μόνο μποτάκια (προσφάτως αγόρασα μποτάκι σπέσιαλ μετά από τόσα χρόνια). Ε, το έχω ξαναπεί ήμουν λίγο Πένυ σε πιο λάιτ εκδοχή

  1. Από εδώ:

Μ μου, δεν κλωτσώ. Αν το κάνω θα χρειαστεί εγχείρηση...(διότι θα φροντίσω να φορέσω τα εφηβικά Μαρτίνια μου με το έξτρα σίδερο στη μύτη!)

Got a better definition? Add it!

Published

Μαγειρευτό μοσχαρίσιο κρέας.

Στην ελληνική κουζίνα εννοείται κρέας κατσαρόλας, κάτι σαν ραγού, με λαχανικά - σκόρδα, σβήσιμο με κρασί κλπ.

Αν πάτε έξω και δη στην Αγγλία και το παραγγείλετε θα λάβετε απλώς ένα ψητό μοσχάρι (μισοψημένο), αν καταλάβουν βέβαια τι τους ζητάτε, γιατί η ετυμολογία της λέξης είναι από την γαλλική παραφθορά της αγγλικής ονομασίας «roast beef».

sac voyage...

ροζμπίφ παραδοσιακό (sic) σε βιβλία συνταγών

Ροσμπίφ (από nikolaosvlas, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αεροδυναμικό βοήθημα σπορ αυτοκινήτου, γνωστό και ως αεροτομή. Συχνά όμως, αναφέρεται σε δύο συγκεκριμένα αυτοκίνητα που φέρουν χαρακτηριστική αεροτομή, τα Subaru Impreza & Mitsubishi Evo.

- Και τους πάτησε όλους ο Τάκης με το πουντικό χθες;
- Εεεε ναι... μέχρι που ήρθαν δύο φτερούγες και γίναμε!

(από caution, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σερβιτσάλι = κλύσμα. Χρησιμοποιείται σκωπτικά, πέραν της καθαρά ιατρικής, μιας και πρόκειται για κλύσμα, ήτοι επί τού πρωκτού.

σαράντα σερβιτσάλια
ένα πάνω στο άλλο
όποιο κι αν πάρεις θα γίνεις καλά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα μικρό δοχείο το οποίο χρησιμοποιείται για να εγκλωβιστεί το αέριο της κλανιάς ενός ατόμου, ώστε να το εισπνεύσει αμέσως μετά. Το δοχείο αυτό, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι ένα ποτήρι (εξού και το δεύτερο συνθετικό στον όρο). Είναι ευρύτατα διαδεδομένο σε κύκλους αντικοινωνικών ατόμων ή ατόμων που διασκεδάζουν με κάθε είδους αστεία που περιέχουν κόπρανα ή κλανιές, ενώ είναι ιδιαίτερα εθιστικό.

Το κλανοπότηρο χρησιμοποιείται ως εξής:
1) αρχικά το άτομο που θέλει να το κάνει προμηθεύεται ένα ποτήρι (κατά κύριο λόγο ένα συνηθισμένο ποτήρι νερού) 2) όταν αισθανθεί την ανάγκη να κλάσει τοποθετεί το κλανοπότηρο στον πρωκτό φράσσοντας νοητά την έξοδο 3) στην συνέχεια, κλάνει και όταν νιώσει πως έχει «αδειάσει» φέρνει το ποτήρι στην μύτη του για να το εισπνεύσει.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να γίνουν ορισμένες προφανείς αλλά καθόλου περιττές παρατηρήσεις, ώστε να διευκολυνθούν οι πρωτάρηδες που θα το χρησιμοποιήσουν:
1) Το κλανοπότηρο πρέπει να χρησιμοποιείται κυρίως για προσωπική ευχαρίστηση.
2) Το τυχόν σώβρακο ή παντελόνι που παρεμβάλλεται μεταξύ πρωκτού και κλανοπότηρου ουδόλως εμποδίζει την κλανιά να εξέλθει ή την φιλτράρει.
3) Το σημαντικότερο είναι πως η ένταση της μυρωδιάς αυξάνεται εκθετικά σε σχέση με μια τυπική κλανιά που ρίχνουμε και στην συνέχεια αυτή έρχεται σε μας και την εισπνέουμε. Αυτό το καταλαβαίνουμε εύκολα αν σκεφτούμε ότι όλη η κλανιά εγκλωβίζεται σε ένα μικρό χώρο και αυτό που αναπνέουμε είναι καθαρή κλανιά. Οπότε χρειάζεται προσοχή καθώς μπορεί να προξενήσει λιποθυμία ή προσωρινή απώλεια της όρασης. Μάλιστα έχει καταγραφεί ένα περιστατικό, όπου το άτομο έπεσε σε κώμα για μια βδομάδα.
4) Ποτέ δεν μυρίζουμε κλανοπότηρο που προέρχεται από άλλον επειδή δεν μπορούμε να ξέρουμε τι περιέχει ένας άλλος κώλος.

Όταν μια παρέα θέλει να κάνει μια τζούρα, τότε αντί ενός ποτηριού χρησιμοποιείται ένα σφηνακοπότηρο, οπότε μιλάμε για κλανοσφηνάκι.

- Εε μαλάκα τι έχεις; Γιατί έχουν θολώσει τα μάτια σου; - Δεν έχω τίποτε...
- Άσ' τα αυτά, πάλι κλανοπότηρο έκανες; Πρέπει κάποια στιγμή να το κόψεις.
- Φίλε δεν μπορώ να ξεφύγω...

-Πρρρ... στην υγειά μας παιδιά!!

βλ. και κλανιόλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified