Further tags

Ή και «σιάρα».

Γλίστρα, πέσιμο.

Σάρα είναι κανονικά το λεπτό χαλίκι που βάζουν σε έναν χωματόδρομο για να περνούν τα αμάξια πριν (και αν) τον περάσουν με άσφαλτο. Παραδόξως, είναι αρκετά σταθερή και αξιόπιστη.

Σαν έκφραση, λέμε ότι «τρώω σάρα», «σαρίζομαι», κτλ, όταν πέσω ή γλιστρήσω. Επίσης μπορούμε να πούμε ότι «έφαγα σαρίδι».

- Τι έπαθες στο χέρι σ';
- Εκεί που βγαίνω το πρωί από το σπίτι, δεν είδα κάτω, και είχε πιάσει πάγος και τρώω μία σάρα (ή θα μπορούσε να πει: ένα σαρίδ')...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως πληροφορούμαστε εδώ είναι λέξη που δηλώνει βυζαντινό κόσμημα: «τα σκουλαρίκια των πρώτων χριστιανικών χρόνων δίνουν τη θέση τους στα περπενδούλια, που στους αυτοκράτορες κρέμονται από τα διαδήματα που φορούν.»

Σήμερα πια κάποιοι παλαιοί χαρακτηρίζουν έτσι τα λογής-λογής κρεμαστάρια που φοράνε τα κορίτσια και ουχί μόνον. Μπαμπαδισμός.

  1. Έμοιαζε με τεχνούργημα των Αζτέκων, με επινώτιο των κουρσάρων της Καραϊβικής, ίσως και με τα κρεμαστά περπενδούλια της αυτοκράτειρας...

  2. Ξέχασέ το ότι θα πας σχολείο με όλ' αυτά τα περπενδούλια. Βγάλ' τα τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που κρέμεται. Μπορεί να είναι α. κόσμημα,
β. αυτό που δεν φτάνει η αλεπού,
γ. το πεσμένο βυζί...

Συνήθως όμως στη σλανγκ ισχύει ο πρώτος ορισμός, το κόσμημα για τον λαιμό, είτε αληθινό είτε φω. Προφ δεν χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης από αυτόν που το χαρακτηρίζει έτσι.

Συνώνυμο: περπενδούλια.

Κατά τ' άλλα, είναι αυτό από το οποίο κρέμεται κάτι: μια αλυσίδα ή δέρμα κλπ για τον λαιμό, ή επίσης το κρεμαστάρι ενός καλόγερου, κάτι σαν γάντζος δηλαδή, ξύλινος ή μεταλλικός, μονός, διπλός κλπ.

  1. τα κρεμαστάρια στο λαιμό μάραναν τον καημένο που μας το παίζει γκόμενος με στυλ εκλεπτυσμένο...

  2. Κρεμαστάρια λαιμού για το ηλεκτρονικού τσιγάρο.<... Hits:126 ... Κρεμαστάρια λαιμού δερμάτινα κλειστά ...

  3. Αγελαδίτσα κρεμαστάρι..
    Τιμή μονάδος (Τεμάχιο): €5,90
    Μάθετε περισσότερα για το προϊόν

(από το νέτι)

βλ. και κρεμαστό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρετρό μπαμπαδίστικη προσβόλα για αραιή τριχοφυΐα, κυρίως του προσώπου.

Πέον να καταγραφεί και η παππουδίστικη εκδοχή «διαλελυμένο συλλαλητήριο» (με αύξη) που τείνει να εκλείψει.

(Διάλογος γερομπισμπίκη και γερομπινέ)

- Τι μουστάκι είναι αυτό, σαν διαλελυμένο συλλαλητήριο!
- Ασταδιάλα παλιοφούχταλο που θα πεις εσύ για το μουστάκι μου!
- Το φερετζέ σου θες να πεις μωρή σαψάλω!
- Μου αρέσει όταν μιλάς βρώμικα.
- Your place or mine, big boy;

Στο 2.10. (από Khan, 11/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ίνμποξ δόκιμα (όχι σλανγκ) αποκαλείται το κουτί, ανοιχτό από πάνω, όπου μπαίνουν τα εισερχόμενα έγγραφα σε ένα γραφείο. Το νόημα της λέξης αυτής επεκτάθηκε και στον φάκελο των εισερχόμενων της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας (email inbox). Και τώρα με το facebook, που έχει και αυτό ίνμποξ (χωρίς φακέλους, ούτε θέμα όμως, για να μην μπερδεύονται οι χρήστες - καταναλωτές), έχει αρχίσει πια να λέγεται ίνμποξ και το ίδιο το μήνυμα στο facebook: αυτή είναι και η slang έννοια της λέξης.

- Σου έστειλα τη διεύθυνσή μου σε ίνμποξ.

- Στείλε μου ίνμποξ το τηλέφωνό σου.

- Έχεις ίνμποξ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολυάγκιστρο, ή αλλιώς αγκορέτο, ένα πολύ διαδεδομένο είδος ψαρέματος.

Έχει πάρει το όνομα του από την μορφή της αρματωσιάς, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει τουλάχιστον δέκα αγκίστρια δεμένα στην σειρά, πάνω στο παράμαλο. Μπορείτε να το φτιάξετε μόνοι σας, ή να το βρείτε έτοιμο στην αγορά σε διάφορες μορφές. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να είναι φτιαγμένο με διάφορα μεγέθη πάχους της πετονιάς και διάφορα μεγέθη και τύπους αγκιστριών. Συνήθως χρησιμοποιείται, και μάλιστα είναι πολύ αποτελεσματικό, για το ψάρεμα του κέφαλου, του λαβρακιού και της τσιπούρας. Αυτό δεν αποκλείει βέβαια να βρεθεί πιασμένο στα αγκίστρια σας ένα χταπόδι. Τα πιο κοινά δολώματα με τα οποία αρματώνουμε το πολυάγκιστρο μας είναι το άσπρο ψωμί, η σαρδέλα και η ψαροτροφή.

- Ωραία μέρα σήμερα, πάμε για ψάρεμα;
- Και δεν πάμε...
- Ψαροντούφεκο ή αγγουρέτο;
- Εμμ, αγγουρέτο σήμερα γιατί πάμε για ήπια πράγματα...

(από boulgaroktonos, 10/01/12)

Κλοπυράϊτ: εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έγκριτοι σλάνγκοι έχουν προ πολλού ετυμολογήσει επαρκώς τη λέξη. Ολίγα τινά περί της φύσεως, της χρήσεως και της καταχρήσεως του εν λόγω αντικειμένου:

Πρόκειται φυσικά για το πασίγνωστο, φορητό, πτυσσόμενο τηλεσκόπιο που χρησιμοποιεί συγκεκριμένη κατηγορία των κατά Βασ. Νικολαϊδη «ακτημόνων του έρωτα», και το οποίο τους παρέχει, θεωρητικώς από απόσταση ασφαλείας, το οπτικό υλικό το απαραίτητο για την επιθυμητή χειράντληση φλοκίων.

Συνώνυμο: Κανωκιάλλη. Πρβλ το σλανγκικό την κάνω λάστιχο, το αρμοδιότητος εξομολογητή ιερωμένου «...η δε μαλακία οπού να γενή με το χέρι...» και το εμπειρίκειον «.....Ωωχ.....ααα.....ααααχ!!!.....Τι όμορφη που είσαι!!!!!.......τι ωραίο μουνί που έχεις!!!!!...κάνω μαλακία για σένα......αααα!!!...ααα!!!!!...Τι γλύκα.........
χύνω......χύνω για σένα.........χύνωωωω...........».

Γκμχ! Γκμχ!! Γκμχ!!! (βηξ ανακλήσεως εις την τάξιν, την σοβαρότητα και την ευπρέπεια).

Θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι ο χρήστης τηλεμπάνιστρου αναλαμβάνει σοβαρό ρίσκο, σε περίπτωση επ' αυτοφώρω σβερκώματος, να καταλήξει στο πλησιέστερο νοσηλευτικό ίδρυμα με διάρρηξη του πρωκτικού σφιγκτήρα, συνεπεία της βίαιης εισαγωγής του tool of the trade στο απευθυσμένο του από τον σφίχτερμαν ζοχαδιακό συνοδό της μπανιζομένης δεσποσύνης. Επ' αυτού, ερευνάται από έγκριτους γλωσσολόγους η πιθανή σχέση του σλανγκικού όρου κωλοβάρδουλα με τη λέξη «βάρδια»= σκοπιά, επιφυλακή. Έχει ήδη απορριφθεί η σύνδεση με τη λέξη «βάρδος», εφόσον ως γνωστόν ο γυναικείος αφεδρώνας φημίζεται για αρετές που δεν σχετίζονται με την ερμηνεία ασμάτων, και ως εκτουτού κρείττον σιγάν.

Κατά τα λοιπά, θεωρείται βέβαιο ότι η απόκτηση τρίτου, οπισθίου οφθαλμού διόλου δεν βελτιώνει τις επιδόσεις του ατυχούς χειρώνακτος στο ευγενές άθλημα του οφθαλμόλουτρου, ενώ αντιθέτως του δημιουργεί σοβαρότατα προβλήματα αποχετευτικής φύσεως.

Το τρίτο του μάτι
σε κατασκοπεύει
αλλ' αν τον τσακώσω
από πού θ' αφοδεύει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Σατανάς, ο Διέαολος, αλλά και ο γενικά ακατανόμαστος (όχι μόνον αυτός), ο ανεπιθύμητος, ο μακριά απ' τον κώλο μας κι ας είναι όπου νά 'ναι. Επίσης συνώνυμο του φτούκακα.

Από το «έξω (όξω) από εδώ». Λέγεται βεβαίως και εξαποδώ, αλλά το οξαποδώ είναι σλαγκότερον γιατί εκάστη λαϊκή παραφθορά φωνήνετος ή συμφώνου σλανγκίζει την δόκιμη λέξη κατά μία ή και περισσότερες μονάδες.

  1. Λοιπόν, όταν εγώ λέω ότι ο Θεός μπορεί να έφτιαξε τα πάντα - ακόμα και τις ναπάλμ... - αλλά αποκλείεται να έφτιαξε κάτι τόσο ... διεστραμμένο όσο τα computers, δε θέλω να ακούω αντιρρήσεις! Αυτά είναι δημιουργήματα του αλλουνού, του κερατούκλη, του οξαποδώ!

  2. Επειδή, ως γνωστόν, το barcode κρύβει το νούμερο του οξαποδώ κι επειδή, όταν έρθει ο οξαποδώ, θα χαραχτούμε απαξάπαντες με το 666, ετοιμαστείτε για εκείνη την εποχή φτιάχνοντας το barcode του… εαυτού σας. Ο ΚΑΙΡΟC ΓΑΡ ΕΓΓΥC!

  3. Γιατί άμα λάχει, εμείς οι διαφημιστές (οξαποδώ) και συνειδήσεις προγραμματίζουμε! Σήμερα για παράδειγμα, εγώ πήρα τρία μπρηφ. Έχω να κάνω μια καταχώριση, μια προσαρμογή τηλεοπτικού και μια προπαγάνδα υποσυνείδητου.

  4. Πάντως αυτά τα (οξαποδώ) γερμανικά μεγάφωνα ΑΕR MD3 φαίνονται ενδιαφέροντα.

  5. Το αυτοαναφορικό γνωμικό «λήμμα, ο απεδοκίμασεν ο Μπαμπινιώτης, τούτο εγενήθη εις κεφαλήν της σλανγκ» σημαίνει μια περιθωριακή λεξούλα, που οι κυριλέ λεξικογράφοι, όπως ο οξαποδώ Μπαμπινιώτης απαξίωσαν να συμπεριλάβουν στα πολυτελή λεξικά τους, με αποτέλεσμα να μείνει άστεγη, και να βρει λίγη περίθαλψη, στοργή και θαλπωρή μόνο στον διαδικτυακό τόπο του slang.gr.

(από το νέτι -το τελευταίο από το λήμμα ο απεδοκίμασεν ο Μπαμπινιώτης τούτο εγενήθη εις κεφαλήν της σλανγκ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατηγορία μουσικών οργάνων, συνήθως χείριστης ποιότητας και κατασκευής, παραπλήσια με τα καυσόξυλα.

Σε αντίθεση με τα τελευταία, τα τουριστικά όργανα δεν αφορούν μόνο έγχορδα και/ ή γενικά ξύλινα όργανα, αλλά μουσικά όργανα σχεδόν κάθε τύπου (νυκτά, πνευστά κλπ) που πολλές φορές θεωρούνται χαρακτηριστικά της πολιτιστικής ταυτότητας μίας χώρας ή ενός τόπου (τα λεγόμενα παραδοσιακά μουσικά όργανα), π.χ. μπαγλαμάδες, τζουράδες, μπουζούκια, τουμπερλέκια, ούτια, σάζια κλπ (στην περίπτωση της Ανατολικής Μεσογείου), και ως εκ τούτου μπορεί κανείς να τα δει να πωλούνται πλάι-πλάι σε προϊόντα τύπου κούπες με στάμπα «Ι Love Greece» και διάφορα χαϊμαλιά και σκουριασμένα/ κατασκονισμένα σιδερικά (όπως απομιμήσεις γνήσιων βαλκανικών κατάνα). Η χρήση του επιθέτου τουριστικός αντανακλά τον πραγματικό σκοπό δημιουργίας, αλλά και τον προσδοκώμενο αποδέκτη-αγοραστή των οργάνων αυτών.

Η κάθε χώρα έχει τα δικά της τουριστικά όργανα και τα πουλάει στα αντίστοιχα τουριστικά μαγαζιά, συχνά στοιβαγμένα σε καλάθια (ανάλογα πάντα με το μέγεθος τους). Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν και αετονύχηδες εισαγωγείς μουσικών οργάνων που σου πουλάνε, ή πάνε να σου πουλήσουν, τουριστικό για χειροποίητο, και αυτό αφορά τόσο μικρά καταστήματα, όσο και μεγάλα και καταξιωμένα μεγαθήρια της εμπορίας μουσικού εξοπλισμού.

Η μοίρα των τουριστικών οργάνων είναι κοινή: Αφού δεν βγάζουν ήχο, τουλάχιστον πάνε ωραία με τον τοίχο.

1.Τέλος της εβδομάδας θα πάω για ένα τετραήμερο στην Πόλη. Σκοπεύω να αγοράσω ένα τσουμπούς. Γνωρίζετε μήπως τι να προσέξω κατά την αγορά; Έχει επισκευτεί κανείς από εσας την Πόλη για αγορά οργάνου, και μήπως ξέρει κανείς κάποιο κατάστημα για να γλυτώσω το τουριστικό όργανο; (Εδώ)

2.Απο σαζια δεν έχω ιδέα (απο μπουζουκια ξέρω) αλλά το όργανο φαίνεται να είναι καλό (δεν μπορει τα κλειδια να ειναι απο εβενο σε τουριστικό όργανο).Το όργανο το αγόρασα κατα τυχη απο ιδιωτη (οχι μαγαζι) που δεν έχει καμια σχεση με το αθλημα οποτε... (Εκεί)

  1. Γνωρίζω ότι έχει 4-5 βοηθούς, υποπτευόμουνα ότι αυτοί τους φτιάχνουν. Αλλά σε κάθε περίπτωση, ακόμα και φοιτητές του ΤΕΙ να είναι, δεν με ενδιαφέρει, το λέω και το εννοώ, εφόσον υπάρχει ο μάστορας ο οποίος θα αναλάβει ευθύνη για οτιδήποτε. Η ουσία είναι ότι δεν είναι «τουριστικά» όργανα, αλλά με καλό ήχο !(Πιο' κει)

  2. ...πρέπει να έχω ένα μπουζούκι (ο θεός να το κάνει) τουριστικό. Αν το θες μπορώ να στο δανείσω για όσο καιρό θες, μέχρι να βρεις δικό σου. (Παρακάτω)

  3. Εγώ έχω ένα μεσομπούζουκο φτιαγμένο από τον Ζ. Καρανδρέα και έναν μπαγλαμά τουριστικό που τον αγόρασα από το μοναστηράκι. (Παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι η έλλειψη κάποιου στοιχείου, συστατικού ή χαρακτηριστικού υποβαθμίζει κατά πολύ την αξία κάποιου πράγματος.

- Που 'σαι, Κώστα, τα δικά μου πές του χωρίς τζατζίκι.
- Ελα ρε μαλάκα, πιτόγυρο χωρίς τζατζίκι είναι σαν κατούρημα χωρίς κλάσιμο.
- De gustibus et de coloribus...........
- Δε μας χέζεις ρε Βιργίλιε με την Αινειάδα σου. Πατάτες να παραγγείλω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified