Further tags

Η εργασία της επικάλυψης μιας μεταλλικής επιφάνειας με λεπτό στρώμα νικελίου, το νικέλωμα, που μπορεί να επιτευχθεί είτε με ηλεκτρολυτικό τρόπο είτε με καθαρά χημικά μέσα. Το αποτέλεσμα αυτής της εργασίας μας δίνει στην καγκουρική (κάγκουρας) αργκό τα νίκελα.

Ως νίκελα νοούνται τα επιμέρους και κατά κύριο λόγο τα εμφανή εξαρτήματα ενός οχήματος (αυτοκινήτου, μοτοσικλέτας, παπακίου) που έχουν υποστεί την άνω διαδικασία, είτε από το εργοστάσιο παραγωγής τους, είτε μετά από πρωτοβουλία του ίδιου του κατόχου τους. Στη δεύτερη κυρίως περίπτωση το όλο εγχείρημα έχει σαν σκοπό, όχι τόσο την ουσιαστική αναβάθμιση του οχήματος, όσο την δημιουργία εφέ. Όσο πιο πολλά τα νίκελα, τόσο μεγαλύτερη η υπερηφάνεια και το καμάρι του κατόχου. Η ζήλια βέβαια που θα νοιώσουν οι λοιποί κάγκουρες στη θέα ενός εργαλείου με «κάργα νίκελα πάνω» είναι σημαντικό κίνητρο.

(από pavleas, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης και μαμά και μανίσιο.

Νεολογισμός που αναφέρεται σε ανταλλακτικά παντός τύπου. Παραχθείς από τη λέξη μάνα, αναφέρεται σε ανταλλακτικά μηχανών, μηχανημάτων και γενικότερα συσκευών, τα οποία προέρχονται από το εργοστάσιο κατασκευής. Ο κατασκευαστής με άλλα λόγια, ταυτίζεται με τη μάνα, είναι αυτός που «γεννάει» το ανταλλακτικό.

Συχνότατα, και ειδικά στην επαρχία, παρατηρείται πτώση του «ι» προ του «ο», με αποτέλεσμα να προφέρεται κοφτά (μανίσο). Είμαι αυτήκοος μάρτυς και σε συζήτηση με τεχνικό/ψυκτικό, ερωτηθείς αν το κλιματιστικό του αυτοκινήτου είναι «μανίσιο».

  1. Αγγελία πώλησης στο διαδίκτυο (Ι):
    Θέμα: Μανίσιο ηχοσύστημα Aura (Αναγνώστηκε 231 φορές)

  2. Αγγελία πώλησης στο διαδίκτυο (ΙΙ):
    Ζητήται μανίσιο μεσαίο κομμάτι εξάτμισης 206 1.6 16v (sic)

  3. Σχόλιο διαδικτυακού forum:
    ΠΑΙΔΙΑ ΔΕΝ ΚΟΛΛΑΕΙ ΜΕ ΚΑΜΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑ!! ΠΟΛΥ ΚΟΦΤΟ! ΜΑΝΙΣΙΟ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΜΑΝΙΣΙΟ!!!!!!!!!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμ, εδώ με έχω κάβουρα να περπατώ στα κάρβουνα λέει μία παλιά παροιμία σοφότατη, και γιατί;

Η φραπελιά ήταν καμιά 30αριά φρέσκα φύλλα ελιάς σε μίξερ και έπινες την πίκρα σαν φραπεδιά προς ίαση πάσας νόσου. Βλέπε και νερό Καματερού που είχε γίνει o ντόρος τότε, βλέπε πράσινους σκορπιούς κλπ κλπ...

Θα πουν κάποιοι «τσαρλατανισμοί», ναι, μπορεί... πώς εξηγούνται όμως περιστατικά που έγιναν καλά με τις τσαρλατανιές; Για παράδειγμα, αν έχεις ευκοίλια, δοκίμασε ένα κουτάλι σούπας με ελληνικό καφέ και μερικές σταγόνες λεμονιού. Μαχαίρι θα κοπεί το τσερλιό.

- Ναι ρε Κατίνα... φραπελιά σου λέω. Δύο την ημέρα και μου πέρασε ο καρκίνος στο στήθος. Θαύμα σου λέω, θαύμα!

(βεβαίως και σε δύο μήνους απεβίωσε. Να, εδώ δίπλα την έχω και μου τα λέει.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει εκ της αγγλικής λέξεως demonstration (επίδειξη) και αναφέρεται στο πρόγραμμα επίδειξης με στόχο να προβληθούν και να διαφημιστούν κάποιες συγκεκριμένες δυνατότητες.

Πέρα από τη σημασία που αποδίδεται σ' αυτό το λήμμα, ο όρος χρησιμοποιείται:

α) Ευρέως στα δοκιμαστικά προγράμματα υπολογιστών. Ένα τέτοιο πρόγραμμα είτε παρέχει περιορισμένες δυνατότητες σε σχέση με την ολοκληρωμένη έκδοση του προγράμματος (συνήθως, δεν περιέχονται οι πιο δημοφιλείς), είτε παρέχει όλες τις δυνατότητες για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Για αυτή την περίπτωση, βλ. παράδειγμα 1.

β) Σε περιπτώσεις που χρειάζεται να προβληθούν οι επαγγελματικές δυνατότητες ενός ανθρώπου, μιας ομάδας ανθρώπων (π.χ. μια ομάδα χορευτών), οι δυνατότητες ενός μηχανήματος, κλπ (βλ. παράδειγμα 2).

γ) Σε επιδεικτικό, ενθαρρυντικό, ή κοροϊδευτικό τόνο, στην περίπτωση που κάποιος κάνει επίδειξη κάποιων δυνατοτήτων του (βλ. παραδείγματα 3, 4, 5).

1) Έφερα το ντέμο της τελευταίας έκδοσης του φωτομάγαζου. Βάλ' το να το δοκιμάσουμε.

2) Πωλητής: Προκειμένου να σας ενημερώσουμε καλύτερα για τις δυνατότητες της μηχανής που θέλετε να αγοράσετε, θα σας δείξουμε κάποιο σχετικό ντέμο.

3) Επιδεικτικός τόνος:
Λίλιαν: Lui είσαι ο καλύτερος εραστής του κόσμου.
Lui: Και αυτά που 'χεις δει μέχρι τώρα δεν είναι τίποτα. Ένα απλό ντέμο ήταν.

4) Ενθαρρυντικός τόνος:
Έλα Μητσάρα. Δείξ' τους το ντέμο σου και τρέλανέ τους.

5) Κοροϊδευτικός τόνος:
– Πφ... Πάλι αυτοπροβάλλεται ο ξερόλας.
– Ναι. Πάλι, παίζει το ντέμο: «Είμαι και ο κρότος».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τούρκικο* **şapşal***. Στα τούρκικα είναι ο ατημέλητος άνθρωπος, ο ασουλούπωτος, ακριβώς ο χαρμπαγιάγκαλος. Μπορεί να σημαίνει και τον χαζό, τον χοντροκέφαλο.

Αυτές οι σημασίες της λέξης φαίνεται να έχουν διατηρηθεί στα Ποντιακά όπου σαψάλ'ς είναι ο τρελός και σε ορισμένα τοπικά ιδιώματα της Μακεδονίας. Στα Επανομίτικα π.χ. σαψάλης είναι ο χαζοχαρούμενος, ο τύπος που είναι κομμάτι λέτσος και αλαφροΐσκιωτος. Και στο Σερραϊκό ιδίωμα σαψάλης είναι πάλι ο τρελλαμένος, ο πειραγμένος - εξ ου και οι σαψάληδες fans του Πανσερραϊκού.

Ωστόσο, στα Ελληνικά η βασική σημασία της λέξης έχει αλλάξει και παραπέμπει κυρίως στην έννοια της διάλυσης, της αποσύνθεσης.

Το παράγωγο ρήμα, σαψαλιάζω, ας πούμε, σημαίνει θρυματίζω ή και κάνω πολτό - παρόμοιο είναι και το κάνω νιανιά.

Σάψαλο ή σαψαλιασμένο μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ένα κακομαγειρεμένο φαγητό όπου τα συστατικά δεν ξεχωρίζουν πια - έχουν γίνει μια μάζα. Ή, και ένα ψάρι ή ένα κομμάτι κρέας που παράβρασε και κοντεύει να διαλυθεί. Αλλά, σάψαλο λέμε ότι είναι κι ένα σπίτι ετοιμόρροπο, ένα ερείπιο.

Με την ίδια λογική, σάψαλο είναι και ο άνθρωπος-ερείπιο, το χούφταλο που 'χει το ένα πόδι στον τάφο, ο μουστόγερος - αυτή είναι πια και η πιο κοινή χρήση της λέξης.

  1. (Διάλογος από το blog http://www.kerkinitoday.com)

- Αιντε ρε σαψάλη…μας κάνεις και πολιτική τώρα…άιντε κάνε καμιά δουλειά…χαμένε α χαμένε…
- Κατ’ αρχήν για το «σαψάλη», σ’ ευχαριστώ από καρδιάς, ένας φίλος μου έλεγε «όταν σε βρίζουν να ξέρεις σε υπολογίζουν».

  1. - Σταμάτα να παίζεις με το ψωμί, ρε νευρικέ ... θα φάνε κι άλλοι ... το σαψάλιασες ... λιαξ αρακατάνγκ τόκανες ...

  2. Θέλω να παρακαλέσω αστυνομικούς και λοιπούς καουμπόηδες να μην πυροβολούν τους νέους. Αν θέλουν οπωσδήποτε να ξεκάνουν κάποιον, ας δολοφονήσουν κάνα σάψαλο, κάνα ραμολιμέντο, κάνα γεροξεκούτη που είναι έτοιμος να τα τινάξει. (σχόλιο για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, blackmambo85 στο συσωλήνα)

Υπό προϋποθέσεις, ένα σάψαλο είναι ό,τι πρέπει. (από Galadriel, 27/02/09)(από Galadriel, 27/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επεξεργασία, δεύτερο χέρι λογοτεχνικού η καλλιτεχνικού έργου για να πάρει τελειότερη μορφή. Το ρετουσάρισμα λέγεται και για το λίφτινγκ που κάνει κάθε σταφιδιασμένη/-ος για να τσιτώσει τις ρυτίδες ή να ανορθώσει βύζους που έχουν κρεμάσει, για τη λιποαναρρόφηση και γενικά για ό,τι περνάει από το χέρι του πλαστικού για να καθυστερήσει η αποξηραμένη σταφίδα να γίνει μουστόγρια/-γερος.

- Την είδες την Φρόσω; Μετά το ρετουσάρισμα που έκανε, κάνει πως δεν θυμάται τις συμμαθήτριές της γιατί αυτή τελείωσε το λύκειο και όχι το εξατάξιο!! Κάνει γενέθλια κάθε τέσσερα χρόνια, μαζί με τους Ολυμπιακούς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όσκαρ είναι ενα επιχρυσωμένο αγαλματίδιο και αποτελεί θεσμοθετημένο κινηματογραφικό βραβείο. Δίνεται σε ειδική τελετή επιβράβευσης, σε ηθοποιούς, σκηνοθέτες, σεναριογράφους, κλπ που διακρίθηκαν στο έργο τους.

1) Η φράση μπορεί να λεχθεί με στόχο να ευαισθητοποιηθεί κάποιος και να αλλάξει μυαλά όταν διαπιστωθεί πως δεν αναγνωρίζεται το έργο του και πως οι άλλοι βολεύονται με το κορόιδο που τα 'χει αναλάβει όλα επ' ώμου και τρέχει σα μαλάκας. (βλ. παράδειγμα 1)

Επίσης και κάποιος δουλευταράς, που είτε αναλογιζόμενος τα παραπάνω, είτε γιατί βρίσκεται σε φάση εξάντλησης, θα μπορούσε να τα πάρει με τον εαυτό του και να αναλογιστεί: «Το όσκαρ θα πάρω;» (βλ. παράδειγμα 1)

2) Η φράση μπορεί να λεχθεί και στην περίπτωση που κάποιος, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος, είναι υπέρ του δέοντος τελειομανής και ψείρας (βλ. παράδειγμα 2)

Δες και βραβείο της ανοικτής παλάμης.

  1. Ο Βλάσης κάνει ... τη δουλειά στην εταιρεία. Ενας εξωεταιρικός φίλος του, ο Σπύρος, του λέει:

Σπύρος: - Τι κάθεσαι και πλακώνεσαι ρε Βλάση; Το όσκαρ θα πάρεις; Ούτε εσύ είσαι ο Χέστον, ούτε με το Μπεν Χούρασχολείσαι. Δεν το βλέπεις; Κανείς δεν σου το αναγνωρίζει. Που το πας; Θα πεθάνεις όρθιος κι οι άλλοι στον κόσμο τους.
Βλάσης: - Καλά τα λες. Το όσκαρ θα πάρω; Αμ δε!

  1. - Ε ... Κώστα, τι τρίβεις και τρίβεις τόση ώρα το έπιπλο; Γυάλισε. Δεν το βλέπεις;
    - Δεν έχει καθαρίσει ακόμα. 'Εχει εκείνο το σημαδάκι που δε βγαίνει με τίποτα.
    - Ρε φίλε. Αν δε μου το 'δειχνες, δε θα το 'βλεπα. Απλοποίησε λίγο τα πράγματα. Το όσκαρ θα πάρεις και θες να 'ναι όλα τέλεια;

Οσκαρ (από GATZMAN, 01/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γλυκό σε σκληρή μορφή με μικρό χερουλάκι και πολύχρωμα σχέδια, η τρελή χαρά των οδοντιάτρων. Και στέκει σεξιστικά επίσης. Βλέπε μπανάνα και παγωτό χωνάκι.

ขนมที่ติดกับปลายไม้ - ταϊλανδέζικα
lollipop - ανγκλέζικα

  1. Εσύ όλη την ώρα με το γλειφιντζούρι πάνω-κάτω (πίπα) κι εμένα η μούρη μου χωμένη όλη την ώρα στο βαζάκι (στο γλειφομούνι)... Δε μας βλέπω καλά!!!!!! Γυναίκα...

  2. Και με ξύπνησε πάνω που ετοιμαζόμουν να γλείψω ένα γλειφιντζούρι ίσα με το...

  3. Σαν παιδάκι που κέρδισε ένα γλειφιντζούρι στο σχολείο: λες και κατάκτησε τον κόσμο.

  4. Τα παιδιά δεν τρώνε από το ίδιο πιάτο, ούτε γλείφουν το ίδιο γλειφιντζούρι.

  5. Όταν ο μικρός Τίμος άνοιξε με φούρια την πόρτα έτοιμος να κάνει πάλι τις σκανταλιές του, έμεινε με το γλειφιντζούρι στο στόμα.

  6. Ο νικητής κερδίζει ένα μαλλιαρό γλειφιντζούρι το οποίο θα παραλάβει από το τραπεζάκι της έδρας, από τον μαύρο κύριο με την κόκκινη μπλουζίτσα και το αστείο καπέλο.

  7. Οι μάνατζερ έχουν προτείνει τους ίδιους σε όλες τις ομάδες που ψάχνουν και περιμένουν ποιος θα... γλείψει πρώτος το «γλειφιντζούρι». Με άλλα λόγια: τίποτα, νούλα.

(από ο αυτοκτονημενος, 01/03/09)(από ο αυτοκτονημενος, 01/03/09)(από vip, 01/03/09)(από vip, 01/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Στιρέλλα είναι σύστημα σιδερώματος συνεχούς ατμοποίησης και, όπως υποστήριζε γνωστός μόδιστρος στη σχετική διαφήμιση, είναι θαυματουργό γιατί εξαφανίζει κάθε ίχνος από τσαλάκωμα σε κάθε είδους ύφασμα. Ο μόδιστρος βρίσκεται σε κάποια επίδειξη των ρούχων του και μόλις βρίσκει τσαλακωμένο το φόρεμα που ήταν να βγει στην πασαρέλα, φωνάζει με πολύ αέρινο στυλ σίγουρος για το αποτέλεσμα: «Τη Στιρέλλα, τη Στιρέλλα!».

Τη Στιρέλλα την επικαλούμαστε, όταν μια κατάσταση αρχίζει και στραβώνει και ζητάμε λύση επιτόπια, άμεση.

Τη Στιρέλλα την επικαλείται και η Φωφώ (η οποία έχει πρόσφατα πατήσει τα δεύτερα –ήντα, αλλά θέλει να πιστεύει ότι βρίσκεται ακόμα λίγο μετά τα είκοσι) και έχει να αντιμετωπίσει έναν μεγάλο εχθρό: τους πλισέδες στο σώμα της και τις ρυτίδες στο πρόσωπό της. Στην αρχή που παρουσιάστηκαν κάλυψε τις ρυτίδες με το μακιγιάζ. Μετά ο εχθρός επανήλθε με περισσότερες δυνάμεις και κατέφυγε στις μπότοξ. Ο εχθρός επανέρχεται δριμύτερος και καταφεύγει στο ρετουσάρισμα χρησιμοποιώντας τη Στιρέλλα μοντέλο «Φουστάνος», που θεωρείται κορυφή στο σιδέρωμα πλισέδων.

  1. Αγουροξυπνημένη προσπαθώ να φτιάξω καφέ, αλλά μου πέφτει το κουτί με τον καφέ. Δεν με ένοιαξε η ατσαλιά και φώναξα στον εαυτό μου: τη Στιρέλλα τη Στιρέλλα και άνοιξα το ράφι και έβγαλα δυο φακελάκια που τα είχα για καβάντζα...

  2. Η Φωφώ κοιτάζεται στον καθρέφτη και ανακαλύπτει δυο καινούριες ρυτίδες. Συμφοράαα! Τη Στιρέλλα τη Στιρέλλα!!! Και έτρεξε να πάρει τηλ. να κλείσει ραντεβού για ρετούς.

(από vip, 01/03/09)(από Galadriel, 02/03/09)Στο 1\'13" η διαφήμιση. Σπεκ στον assosmalakos. (από poniroskylo, 09/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αντρικός όρχις. Χρησιμοποιείται κυρίως στον πληθυντικό, τα παπάρια.

- Κώστα, μου δίνεις το αυτοκίνητό σου για το βράδυ.
- Τι το θες;
- Να, ήρθε ένας περίεργος σήμερα στο μαγαζί, και μου ζητούσε τις πινακίδες. Ρε φίλε, έχω που έχω ένα φιατάκι σαράβαλο, να μου πάρουν και τις πινακίδες... Αφού ρε φίλε εγώ έχω τρέλα με την οδήγηση, το ξέρεις.
- Και το δικό μου τι το θες;
- Να ρε, να πάω να το παρκάρω έξω απ' το μαγαζί, κι άμα έρθει αυτός ο τυπάς, να του δείξω τις δικές σου τις πινακίδες.
-Τα παπάρια μου πάρε ρε μαλάκα. Να με μπλέξεις και μένα στις μπαγαποντιές σου θες ρε; Ουστ!

Ο Ζουράρις θεωρητικολογεί (από HODJAS, 22/06/10)(από HardcoreGR, 16/01/12)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified