Further tags

Συμπληρωματικός ορισμός - σπεκ στους προλαλήσαντες: η έκφραση «από χέρι», όπως έχει προαναφερθεί, σημαίνει χωρίς αμφιβολία, κατευθείαν και, αναφορικά με αναμέτρηση, βέβαιη και προδιαγεγραμμένη επικράτηση (π.χ. κερδισμένος από χέρι) ή ήττα (π.χ. την πουτσίσαμε από χέρι).

Άλλη μια έννοια της έκφρασης είναι, η πιο γλυκιά και γούτσικη: «από χέρι αγαπημένο».

Χρησιμοποιείται κυρίως για δώρα και συνοδεύεται από πειράγματα, πονηρά γελάκια, μισοκλείσματα των ματιών, ερυθήματα προσώπων και λοιπά. Όταν κάτι χαρακτηρίζεται ως «από χέρι», πα να πει μας το κανε δώρο το αντικείμενο των τρυφερών μας συναισθημάτων γενικώς, συνήθως γκόμενος / γκόμενα, και βέβαια παίρνει άλλη διάσταση, από ιερή έως και μυθική.

Π1 Εδώ: Χαζεύω τη Βίλα Αμαλίας και σκέφτομαι πως κρατάει ακόμα, αυτή η κολόνια. Έχω κι εγώ μια chanel, δώρο από «χέρι», εδώ και δεν θυμάμαι πόσα χρόνια. Το χρώμα της έχει αλλάξει και η μυρωδιά της, δεν είναι το ίδιο έντονη.

Π2 Εδώ: Χτες πήρα ένα δώρο «από χέρι», μια κρυστάλλινη αχιβάδα που την έχω όλη μέρα και την χαζεύω μπες-βγες. Είναι ένα υπέροχο πρίσμα, ουράνια τόξα παντού στον τοίχο, τις κουρτίνες, τα βιβλία, τους πίνακες, μαγεία... με ηρεμεί και με κάνει να χαμογελάω και μόνο που την βλέπω...

Π3 Εδώ: Juanita La Quejica said... Δεν γελάμε, χαμογελάμε! Ένα παρόμοιο γούρι, αρκουδάκι όμως, έχω στα κλειδιά μου αρκετά χρόνια, γιατί είναι δώρο από «χέρι». Από τις δύο ανηψιές μου. Έχει ελαφρώς ταλαιπωρηθεί, αλλά δεν μου πάει καρδιά να το αλλάξω.

Π4 Εδώ: Ειμαι ο ιδιοκτήτης της μπανάνας. Παρακαλώ μπορείτε να μου τη στείλετε; Είναι δώρο από «Χέρι», το οποίο παρεπιπτώντος αντικαθιστά τη μπανάνα οσο καιρό την ψάχνω...

Π5 Τα κορίτσια είναι μαζεμένα στο σπίτι της Σοφίας και ετοιμάζονται για το πάρτυ. -Ρε Σοφία να βάλω αυτά τα σκουλαρίκια σου με τις καρδούλες; Αφού εσύ φοράς τα χρυσά...
(Σοφία - κόβει την προηγούμενη κίνησή της στην μέση, γλαρώνει, μειδιά με γλύκα και αναπόληση:)
-Βρε Κατερίνα μου, γκχμ, όοοοχι αυτά, διάλεξε τίποτα άλλο από το κουτί...
-Μπα; (πονηρό γελάκι) γκατάλαβα, γιατί όχι αυτά; Από χέρι είναι;
-Ε, γκχμ, μου τά 'κανε (σ.ς. δώρο) ο Απόστολος, δεν θέλω να δει να τα φοράει άλλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε έργα τέχνης που, εκμεταλλευόμενα την επικαιρότητα, αποκτούν αξία μεγαλύτερη της πραγματικής τους, χρησιμοποιώντας με τρόπο ιλαρό τον ενθουσιασμό της παρούσας στιγμής, που τα ανάγουν σε μνημεία πολιτισμού χωρίς στη πραγματικότητα να περνούν το μέσο όρο και μετά από 10 ή και περισσότερα χρόνια φαντάζουν παράταιρα σε όλους εκτός από κάποιους σκληροπυρηνικούς οπαδούς συγκεκριμένης ιδεολογίας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα: Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο, του Νίκου Τζίμα.

-Την είδες την καινούρια ταινία του Ken Loach;
-Έλα μωρέ, ακόμα ένα κλασσικό αριστερούργημα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι χειροπέδες στην και πολύ γαμάουα σλανγκ. Καρακλασσικούρα σε λέω! Για να τις πεις έτσι τις χειροπέδες μάλλον κάποτε στις έχουν φορέσει, άρα είσαι γκάνγκστα γιόου και τις θεωρείς κάτι το συνηθισμένο σαν βραχιόλια. Πέρα από τη πλάκα τώρα, είναι διεθνής σλανγκ αφού έτσι τις λένε και αλλού, γκάνγκστερς και μη. Προφάνουσλυ λέγονται και έτσι λόγω του τρόπου που φοριούνται.

Βλέπε και: κελεψέδες.

  1. - Σ 'τό 'πα; Πιάσανε τον Νίκο να ληστεύει περίπτερο...Πετάχτηκαν κάτι μπάτσοι από ένα στενό και....
    - Και τι;!
    - Ε τι «και τι»; Βραχιολάκια κατευθείαν...Δικαστήριο αύριο.

  2. (στίχοι από το τραγούδι «Θυμάμαι» των Tang Ram)
    ...αποφυγή και τρέξιμο από τα καρακόλια, δε μας άρεσε το τμήμα ούτε τα βραχιόλια...

(από GATZMAN, 17/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η πολύ χοντρή γυναίκα, κυρίως η πολύ βυζαρού.

  2. Η γυναίκα που μοιάζει με αγελάδα, άλλως η κλαραμπέλ.

  3. Η μαύρη και κρεμαστή πλαστική 25άλιτρη νταμιτζάνα την οποία γεμίζουμε νερό και κρεμάμε σε ένα γερό κλαδί που λιάζει, ώστε να έχουμε ζεστό νερό στο ελεύθερο κάμπι (το μαύρο χρώμα απορροφά το φως του ήλιου και έτσι το νερό ζεσταίνεται, να μην πω καίει τρελά).

  1. Ρε πστ!, δεν το πιστεύωω, ΠΑΛΙ ξέχασες να φέρεις την αγελάδα; ΠΑΛΙ πρέπει να τρέχουμε σε αυτό το φριχτό ταβερνάκι να πλενόμαστε;

Got a better definition? Add it!

Published

Η μουσταλευριά, που παρεμπιπτόντως είναι η εποχή της τώρα, είναι ένα γλύκισμα (κατηγορίας ρυζόγαλου, σε μπολάκι, που το προτιμούν οι μπαρμπάδες και οι θείες), φτιαγμένο από μούστο (αγίνωτο κρασί, χυμός που βγάζουν τα πατημένα σταφύλια, συνήθως τα κόκκινα), αλεύρι και καρύδια.

Πέραν από γλυκό, είναι και μπαμπαδοσλάνγκ. Αποκαλείται μουσταλευριά ο πονηρός. Συνήθως εξέρχεται από στόματα παππούδων προς εγγονούς, ή παππούδων με την ευρύτερη έννοια για παρδαλές κοπελιές. Είναι ένας από τους κλασικούς μπαμπαδισμούς που αντικαθιστούν λέξεις σόκιν.

- Έλα εδώ ρε κατεργαράκο.
- Ναι παππού!
- Πόσες φορές σου είπα να μην πηγαίνεις στα παρτέρια;
- Να βάλω και αυτές από πέρσι;
- Είσαι μια μουσταλευριά, άλλο πράμα

- Ξέρεις ποιον είδα χθες;
- Τον Φρατζέσκο, τον είδα κι εγώ, και ζήλεψα και λίγο. Είδες με ποια νταραβερίζεται; - Σιγά μη δεν ξέρω αυτή τη μουσταλευριά. Θα του φάει ότι είναι να του φάει, και μετά θα τον παρατήσει.

(από electron, 16/09/09)λήμμα/ορισμος/σχόλια 3πκ... (από BuBis, 19/09/09)λήμμα/ορισμος/σχόλια 3πκ... (από BuBis, 19/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγορά προϊόντος ή υπηρεσίας άνευ αποδείξεως, στην μαύρη.

Δεδομένου ότι το παιδικό εισιτήριο κτλ. στοιχίζει λιγότερο από αυτό του ενήλικα, ο ζητών «παιδικό» όντας μαντράχαλος και, απουσία πλησίου νήπιου, αιτείται εμμέσως πλην σαφώς ανορθοδόξου εκπτώσεως.

Η χρήση του όρου βέβαια είναι συνηθέστερη, εκεί όπου δεν υφίσταται «παιδικό».

(οδηγός, αφιχθείς παρά τω σταθμώ διοδίων):

- Ένα παιδικό παρακαλώ!

το παράδειγμα τελειώνει εδώ, διότι εάν ο ταμίας κατάλαβε, τσεπώνει τα ψιλά (π.χ. 50% του ποσού) και δεν μιλάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα αναφέρεται σε πίτα με χωρίς κρεμμύδια και τζατζίκι. Μόνο ντομάτα και πατατούλες.

Συχνά προφέρεται πεζικό.

- Τα τρώω παιδικά για να μην παχύνω... (από εδώ)

το φονικό σουβλάκι... (από BuBis, 13/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κορδέλα που φοράει στο μέτωπο της η γυναίκα που έχει πολλά μαλλιά και έτσι δεν την εμποδίζουν να απολαύσει το... τσιμπούκι της.

Εκείνη: Αγάπη μου; Μου πηγαίνει αυτό που φοράω στα μαλλιά σήμερα;
Εκείνος: Και γαμώ τις τσιμπουκοκορδέλες!

τσιμπούκια ο τίγρης... (από BuBis, 13/09/09)με σήμα την Paris... (από BuBis, 13/09/09)(από zio1, 16/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ίσως ο κλασικότερος και πλέον καθιερωμένος σλανγκ όρος για την πρέζα, την ηρωίνη. Συναντάται και στο ουδέτερο: άσπρο.

Πρόκειται για ονομασία μάλλον παραπλανητική, στο βαθμό που η πραγματικά άσπρου χρώματος πρέζα, η λεγόμενη και καθαρή, σπανίζει. Για να βγει τέτοιο αστεράτο πράμα, απαιτείται ολοκληρωμένη κατεργασία των πρώτων υλών (όπιο) σε τέλεια εξοπλισμένα εργαστήρια. Τέτοιες μονάδες λειτουργούν κατά κύριο λόγο στο περίφημο Χρυσό Τρίγωνο στη ΝΑ Ασία. Η ταϊλανδέζικη πρέζα, η τάϊ, θεωρείται η καλύτερη του κόσμου και η λιγότερο αρρωστιάρα. Πάλλευκη και παντελώς άοσμη, έχει τη μορφή λεπτής κρυσταλλικής πούδρας. Τόσο λεπτής, που σχεδόν εξαφανίζεται με απλή τριβή πάνω στο δέρμα ή ανάμεσα στα δάχτυλα. Είναι δε εξαιρετικά όξινη, ρευστοποιείται πανεύκολα, χωρίς ξινά, λεμονάδες και άλλες διαλυτικές μαλακίες. Σχεδόν ούτε νερό δεν θέλει.

Στο Ελλάδα απλά δεν παίζει με την καμία να πετύχεις τέτοιο μπερκέτι. Αν τύχει και δεις άσπρη πρέζα, θα' ναι στάνταρ απ' τη ζάχαρη του κοψίματος... Ειδικά για την καθαρή ηρωίνη, επιφυλάσσονται λίαν χαϊδευτικά και γουτσιστικά σλανγκωνύμια, όπως Ασπρούλα ή Χιονάτη (με το δεύτερο να παραπέμπει τόσο στη λευκότητά όσο και στο γλυκό παραμύθιασμα της).

Οι εγχώριες αγορές μας, βολεύονται συνήθως με ηρωίνη χαμηλής ποιότητας, ατελώς επεξεργασμένη και με περισσότερες προσμείξεις. Σε αντίθεση με τη σιαμέζικη άσπρη, παίρνει τη μορφή χοντρόκοκκης σκόνης, με πολλούς σβόλους. Το χρώμα της ποικίλει από κιτρινωπό (συνήθως) μέχρι ροζ, γκρι ή καφέ. Παραδοσιακά, η πρέζα στις ελληνικές πιάτσες καταφθάνει εξ ανατολών, την Τουρκία ή το Πακιστάν, εξ ου και τα γνωστότατα «τούρκικη» και «πακιστάνικη». Σήμερα πίνουμε και μπόλικη αλβανική πρέζα, αλλά και σκοπιανή (!) Σ' όλες αυτές τις χώρες λειτουργούν καζάνια, προχειροστημένα δηλαδή εργαστήρια παραγωγής κι επεξεργασίας ηρωίνης. Ως τη δεκαετία του '60, καζάνια υπήρχαν και στην Ελλάδα.

Συμπέρασμα: η άσπρη είναι τυπική περίπτωση σλανγκ που λειτουργεί τρόπον τινά ευφημιστικά, εξωραΐζοντας μια πραγματικότητα και εκφράζοντας το «δέον», το ευκταίο (μακάρι δηλαδή όλες οι ζαπρέ να 'ταν άσπρες!).

Γενικά, παίρνοντας ως αφορμή τη λευκότητα, την ακουστικότητα, τη βρωμιά, την επίσημη ονομασία ή και οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα της ηρωίνης, μπορεί οποιοσδήποτε με λίγη φαντασία να δημιουργήσει άπειρα σλανγκωνύμια για την ουσία αυτή, πολλά από τα οποία δεν ξεπερνούν τα όρια της ιδιωτικής χρήσης. Θα έλεγε κανείς - με μια δόση υπερβολής - πως ο καθένας χρήστης έχει κατοχυρώσει μια δική του, καταδική του λέξη για να περιγράφει την ουσία-αρρώστια του...

Παραδείγματα: white horse=άλογο, hairy=μαλλιαρή (διότι προκαλεί μυρμήγκιασμα στο δέρμα), Harry=Ερρίκος (από το hairy), polvo, blanco, salt=αλάτι (υπάρχει και στο Εγκληματολεξικό του Γ. Πανούση), ζάχαρη, chick=γκόμενα, charlie, Helen, Hero, shit... Πολλά χρησιμοποιούνται αδιακρίτως και για την κόκα.

  1. Συχνά η άσπρη αντιδιαστέλλεται προς το μαύρο, δλδ το χασίς. Που κι αυτό, εξίσου παραπλανητικά, πολλές φορές μόνο μαύρο δεν είναι.

- Τρελάθηκες ρε; Δεν έχω φάει ποτέ άσπρη, μόνο κανά μαυράκι πού και πού πίνω, έτσι για το τζερτζελέ..

  1. Θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ
    και δώστου εκεί που βρίσκεται λίγη απ' την άσπρη σκόνη.

Νίκος Καββαδίας, «Ο Γουίλι ο Μαύρος Θερμαστής από το Τζιμπουτί».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική αργκό για τις χειροπέδες. Πιθανότατα τούρκικης προέλευσης.

Επίσημος σκοπός τους είναι η εξασφάλιση της πειθαρχίας του κρατουμένου, μέχρι να δει η αστυνομία τί θα αποκάνει με δαύτονε (π.χ. η αποτροπή βιαιοπραγίας του, η δυσχέρανση-αποσόβηση αποδράσεώς του κλπ), αλλά έχουν κι άλλες χρήσεις. Πράγματι, ο χειροπεδημένος κρατούμενος δεν μπορεί να κάνει πολλές-πολλές κινήσεις (π.χ. να καπνίσει, να κατουρήσει κλπ), ούτε καν να μπει στο περιπολικό από μόνος του και γι’ αυτό του σπρώχνουν φιλεύσπλαχνα το κεφάλι μέσα οι παριστάμενοι αστυνομικοί.

Οι υποχρεωτικές, κατά την επ' αυτοφώρω σύλληψη και την μεταγωγή κρατουμένων, χειροπέδες, υποχρεωτικά αφαιρούνται κατά την (προ)ανακριτική ή επ’ ακροατηρίω απολογία και μετά την εισαγωγή σε κρατητήριο. Δυνητικές είναι (διακριτική ευχέρεια αστυνομικού συνοδείας) κατά την προσαγωγή υπόπτου ή τον πειθαναγκασμό φασαριόζου κρατουμένου στις φυλακές.

Ο γνωστός μας αρχι-δεσμοφύλακας, αιτιολογώντας πειθαρχικά μέτρα κατά παραπονούμενου κρατουμένου, που βγήκε στα κανάλια μετά από στάση, αναφέρθηκε μόνο στην λεγόμενη «λαβή συνοδείας» που του επεβλήθη, δηλαδή λαβή ακινητοποίησης και προσαγωγής στασιαστού (ποιος ξέρει τί ξύλο έφαγε)...

Παλιά (1920-1960), οι χειροπέδες σταθεροποιούνταν στα ανοσιουργά χέρια με βίδες, που έσφιγγε όσο ήθελε ο αστυνομικός, για να’ χει το κεφάλι του ήσυχο.

Η χειροπέδηση (ιδίως η πισθάγκωνη) είναι εξαιρετικά επαχθές μέσο ποινικού δικονομικού καταναγκασμού και πρέπει να γίνεται με αναλογική φειδώ, δεδομένου ότι είναι επώδυνη για τον κρατούμενο και μπορεί να προκαλέσει ακόμα και μόνιμες βλάβες ιδίως στους καρπούς! (Φυσικά, υπάρχει και η προανακριτική μέθοδος του χτυπήματος στην μάπα με χειροπέδες προς απόσπασιν ομολογίας, αλλά τούτο είναι άλλου παπά ευαγγέλιο...)

Ιδίως ένας χειρώναξ (π.χ. μουσικός, γλύπτης, χειρουργός κλπ), υποφέρει περισσότερο από κάθε άλλον όταν χειροπεδείται, αφού τα χέρια του είναι το ψωμάκι του και τυχόν ζημιά θα του το στερήσει. Ο John Densmore (ντράμμερ των Doors), αναφέρει ότι ζητούσε από το γουρούνι που τονε βούτηξε χωρίς αφορμή, να λασκάρει λίγο τους κελεψέδες, γιατί του προκαλούσαν κάκωση στους καρπούς και δεν θα μπορούσε να ξαναπαίξει - ιδίως μποσσανόβες που θέλουν ταχύτητα και δύναμη στο περικάρπιο - κι αυτός ο πουσταράς τις έστριβε χαμογελώντας...

Σε περίπτωση υπέρβασης του αναγκαίου μέτρου για την πειθαρχία του κρατουμένου, η χειροπέδηση μπορεί ακόμη και να στοιχειοθετήσει το ποινικό αδίκημα της σωματικής βασάνου και της απάνθρωπης κι εξευτελιστικής μεταχείρισης (π.χ. πέταμα σα σακί στην απομόνωση με χειροπέδες, πάτημα στη μέση και σφίξιμο χειροπέδης έως να τρίξουν, ολονύκτια κράτηση σε τμήμα με χειροπέδες και άλλα πολλά), αφού αποδεικνύεται ευχερώς από πρόσφατη ιατροδικαστική έκθεση, αρκεί να βρεθεί μηνυτής να μηνύσει, δικηγόρος να αναλάβει, δικαστής να καταλάβει κι Αη-Φανούρης να φανερώσει (!)

Πάντως, σημειωτέον ότι οι παλιοί χωροφύλακες συνοδείας από μεταγωγών σε φυλακή, ήσαν εξαιρετικά μειλίχιοι έως δημοκρατικοί άνθρωποι (90% ήταν Κρήτες), πράγμα το οποίον αναφέρει προς τιμήν του, σε πολλά βιβλία του και ο Ηλίας Πετρόπουλος (μεταξύ άλλων).

Το αυτό επικρατούσε και με τους δεσμοφύλακες της πτέρυγας των πάλαι ποτέ μελλοθανάτων, οι οποίοι ήταν άκακα ανθρωπάκια και στους οποίους οι σκύλοι δεσμοφύλακες («πράσινη φυλή») φόρτωναν επιτήδεια τη φύλαξη των ξεγραμμένων καταδίκων, που δεν θα το’ χαν σε τίποτα να ξεκάνουν τους ίδιους γι’ αυτά που τράβηξαν...

Ήδη η αστυνομία χρησιμοποιεί χειροπέδες ασφαλείας (μετά τα χουνέρια με τον Ματέι, τον Πάσαρη, τον Σαμαρά, τον Παλαιοκώστα κλπ) αμερικάνικης προέλευσης, διότι οι παλιοί κελεψέδες πλέον προορίζονται μόνο για παιχνιδιάρηδες ερωτύλους, αφού η κλειδωνιά τους ανοίγει πανεύκολα!

Ασσίστ: Απο σχόλιο του μεγάλου Τζονμπλακ.

- Ρε φίλε, δεν ανοίγεις λίγο τους κελεψέδες; Μου’ χει κοπεί η ανάσα...
- Ούτε φίλος σου είμαι, ούτε στρατό κάναμε μαζί! Θα σε δει πρώτα ο εισαγγελέας και μετά θα δούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified