Further tags

  1. Το απαίσιο μανίκι που ήταν της μοδός στα γυναικεία πουλόβερ και μπλούζες των ογδόνταζ. Ξεκινούσε από τον καρπό και ενωνόταν (με πολύ μπόσικο) με το κάτω μέρος της μπλούζας. Ένας θεός μόνο ξέρει γιατί λεγόταν τότε παπαγαλέ. Σήμερα πιθανολογώ ότι θα έχει πιο δήθεν ονομασία.

  2. Η απαίσια αυτή λέξη, από τις χειρότερες σε γαλλίζον στυλ, χρησιμοποιείται και για αγκίστρια. Προφανώς από το σχήμα τους που θυμίζει ράμφος παπαγάλου.

  1. Τα παπαγαλέ μανίκια έχουν ξαναγίνει της μόδας, φρίκηηηηηηηηηηηηηηη!

  2. «Παπαγαλέ, μαύρο, ενισχυμένο: Τα αγκίστρια 50339 της Ιαπωνικής OWNER ενδείκνυνται για γενικό ψάρεμα. Χαρακτηριστικά: παπαγαλέ, μαύρο ενισχυμένο. Διάμετρος κοτσανιού 0.68mm. Ενσωματώνουν την τεχνολογία CUTTING POINT της OWNER, και είναι εγγυημένα ότι δεν χρειάζονται ποτέ τρόχισμα! Διατίθενται σε συσκευασία φακελλάκι για εύκολη μεταφορά και αποθήκευση. Διαλέξτε από το κουτί επιλογών το μέγεθος που προτιμάτε.»
    (από ονλάιν κατάστημα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στη ναυτική ορολογία, τρίτσα λέγεται ο τρόπος μετακίνησης κάποιου αντικειμένου που, λόγω βάρους, δεν μετακινείται με το χέρι, ούτε από έναν μόνο άνθρωπο. Χρειάζονται δύο ή περισσότεροι ναύτες και κάποιο ξύλο ή μαδέρι ή λοστός που θα μπει κάτω από το αντικείμενο, θα το ανασηκώσει και έτσι θα καταστεί εφικτή η μετακίνησή του. Συντάσσεται με το ρήμα κάνω.

  2. Σημαίνει και το παραδοσιακό ψάθινο κερκυραϊκό καπέλο, από την ιταλική λέξη treccia = πλεξίδα, όπως μας πληροφορεί το korfiatika.gr

  1. Χρήστο! Φέρε και τον Αντώνη και έλα να κάνουμε τρίτσα!
    (σ.σ. δεν τόλμησα να ρωτήσω τον ναυτικό που μου έμαθε τη λέξη αν στη ναυτοσύνη σλανγκίζεται η έκφραση. Αν κάποιος ξέρει, ας μας πει...)

  2. Δε λέμε για το Δεγαμή*, μονάχα το καπέλο
    οπού εφιλοξένησε τέτοιο σοφό τσερβέλο
    Θα γένεις περιζήτητη αφού την τρίτσα θά'χεις
    τόμου κι αυτός συχωρεθεί όβολα θε να πιάκεις...

*ενδιαφέρον όνομα που επίσης σλανγκίζεται υπέροχα, αν δεν είναι αποτέλεσμα λογοπαιγνίου και το ίδιο, όπως υποπτεύομαι...

Got a better definition? Add it!

Published

Νόθευση ναρκωτικής ουσίας. Μείωση της καθαρότητάς της μέσω προσμείξεων. Συνηθέστατη πρακτική. Το κόψιμο μπορεί να φτάσει και σε ποσοστό 95%. Σε χώρες όπως η Ελλάδα αυτό δεν είναι καθόλου σπάνιο.

Κομμένη: νοθευμένη ναρκωτική ουσία. Η μη κομμένη είναι η καθαρή. Κόβω: νοθεύω ναρκωτικά (με σκοπό προφάνουσλυ το κέρδος)

Όλες σχεδόν οι ντρόγκες κόβονται. Η καθεμιά και με διαφορετικό υλικό. Είναι ανεδαφικό ωστόσο να μιλάμε για τυποποίηση στους τρόπους και τα υλικά των κοψιμάτων. Ο καθένας χρησιμοποιεί ό,τι έχει εύκαιρο, ό,τι βρει μπροστά του. Φουλ αυτοσχεδιασμός. Φαντασία να 'χεις κι η δουλειά θα γίνει. Πενία τέχνας κατεργάζεται.

Στη διαιωνιζόμενη πραγματικότητα του κοψίματος, οφείλεται η συντριπτική πλειοψηφία των θανάτων από ναρκωτικά. Αυτό που συχνά ακούγεται, «πέθανε από υπερβολική δόση» είναι μέγιστη ανακρίβεια, παραμύθι για μικρά παιδιά. Οι χρήστες –μιλάμε βασικά για τους πρεζάκηδες– δεν είναι ηλίθιοι. Γνωρίζουν πολύ καλά πόσο πρέπει να πιουν, μέχρι ποιο σημείο τους παίρνει. Η στραβή κάθεται συνήθως στην εξής περίπτωση: κάνεις χρήση νοθευμένης πρέζας για καιρό, και συνεπώς ξέρεις τι ποσότητα επαρκεί για να την ακούσεις, π.χ. 1 τζι (γραμμάριο) την ημέρα. Καμιά φορά όμως, σκάει μύτη στις πιάτσες σταφ υψηλότερης της συνήθους καθαρότητας. Ο πρεζάκιας, αν δεν την σακουλευτεί τη φάση και βαρέσει με την ίδια ποσότητα, την πούτσισε... Η κατ' εξαίρεση διοχέτευση καθαρής πρέζας στις πιάτσες, είναι συνήθως ενέργεια των ντηλεράδων καθ' όλα σκόπιμη, όταν θέλουν να απαλλαγούν από κάποιον / κάποιους ιδιαιτέρως ενοχλητικούς πελάτες...

Το αντίστροφο της παραπάνω φάσης –που επίσης αποβαίνει μοιραίο– έχει ως ακολούθως: κάποιος που είναι καθαρός καιρό, αν ξαναπέσει απότομα στην παραμύθα, κάνοντας το λάθος να ξεκινήσει με την ποσότητα που έπαιρνε παλιά, θα φάει χοντρό πακέτο, ίσως και να ψωνίσει κάνα ξύλινο παλτό... Αυτό συμβαίνει λόγω άγνοιας των μηχανισμών ανοχής του σώματος. Όταν πίνεις τακτικά, αναπτύσσεις ανοχή, που όσο πάει και μεγαλώνει (μιθριδατισμός). Με την απεξάρτηση όμως, επανέρχεσαι στα φυσιολογικά επίπεδα ανοχής, αυτά ενός «κανονικού» ανθρώπου. Έτσι τουλάστιχον λένε, γιατί υπάρχει κι η άποψη «once a junkie, always a junkie». Αλλά αυτό το ρητό μάλλον αναφέρεται στην ψυχολογική όψη της εξάρτησης, η οποία σε αντίθεση με την καθαρά σωματική, είναι πολύ πιο μανουριάρικη. Η Ηρώ είναι μια γκόμενα που δεν ξεχνάς ποτέ. Όποιος έχει νιώσει τη ζεστή θαλπωρή και τους απανωτούς οργασμούς του πρώτου λεπτού μετά το βάρεμα, θα καταλάβει.

Τρόποι και υλικά κοψίματος

Το χασίς κόβεται με χένα. Επίσης, του αφαιρείται το λάδι, το χασισέλαιο (απολαδοποίηση), οπότε χάνει το 60-80% της ποιοτικής του αξίας και γίνεται μπουρούχα.

Στις σκόνες συνηθίζεται η ζάχαρη, η λακτόζη, το μανιτόλ (φαρμακευτική σκόνη άσπρη σαν τη ζάχαρη, αλλά με ουδέτερη γεύση), το κινίνο, η καυστική σόδα, το ταλκ, η κιμωλία. Έχουν αναφερθεί ακόμη και μαρμαρόσκονη / τριμμένος σοβάς, χώμα και έτερα οικοδομικά υλικά. Οι ουσίες αυτές, μαζί με λίγο σταφ μπορούν π.χ. να ανακατευτούν σε μίξερ με έναν κύβο Κνορ, που με το λίπος του «δένει» το όλο μείγμα. Επίσης χρησιμοποιούνται διάφορα χάπια, π.χ. depon, τριμμένα ή και ψημένα, ώστε να πάρουν την τυπική καφετιά πρεζόμορφη απόχρωση. Καμιά φορά το κόψιμο γίνεται και με κανονικά δηλητήρια, π.χ. στρυχνίνη. Η κλασική κίνηση που κάνουν οι μπάτσοι στις ταινίες, να δοκιμάζουν με την άκρη του δαχτύλου τη σκόνη για να δουν τι σκατά είναι (σημειωτέον πως η πρέζα έχει πικρή γεύση), κατά καιρούς έχει στείλει μερικούς από δαύτους να δουν τα ραδίκια να φυτρώνουν απ' τη μέσα μεριά...

  1. Το κόψιμο της σκόνης (ηρωίνης, κοκαΐνης, μορφίνης) λαμβάνει χώρα όταν η ουσία βρίσκεται στη συμπυκνωμένη μορφή της λεγόμενης «βάσης», ένα βήμα πριν το λιανικό εμπόριο.

  2. Στην Ελλάδα διαθέτουμε, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, την πλέον κομμένη πρέζα όλης της Ευρώπης: μόλις 20% καθαρότητα κατά μέσο όρο.

  3. Οποιοσδήποτε μπορεί να κόψει λίγη κόκα και να την πουλήσει πολλαπλασιάζοντας το κέρδος του. Στην κουζίνα της μαμάς σου θα βρεις ό,τι χρειάζεσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σφαίρα. Λέγονται και καραμέλες.

Ετυμολογία: < ιταλικό confetto < ...... < λατινικό conficere= παρασκευάζω.

Πηγή: Bubis.

  1. Δεν κατάλαβε τι παιδί κουφέτο ήταν μέχρι που τον κέρασε κουφέτα.

  2. «Αχ, και θα φάμε επιτέλους κουφέτο», είπε η μαμά του Πέρι για τον επικείμενο γάμο τού κανακάρη της με το Λίλιαν, αλλά τελικά το μόνο κουφέτο που έφαγε ο Πέρι ήταν τα κουφέτα από τον Βάγγελα στο λήαρ-τζετ του Ψινάκη. (Στα σχόλια ντε!).

Χρυσό κουφέτο και φέτο! (από Khan, 28/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά αργκό των κουτσαβάκηδων για την αμφίστομο κάμα (συνήθως βουλγάρικης προελεύσεως) ή «σκανταλιάρα» ή «ισόβια» ή «γκαρδιακιά» (φυλάσσονταν στην εσωτερική τσέπη σακακιού στη θέση της καρδιάς) ή «σπαθί» ή «κέρατο», με την οποίαν ξεκοίλιαζαν ή έκοβαν / χαράκωναν με άνεση τους αντιπάλους τους (βλ. Ναπολιτάνικο sfregio=ατιμωτικό κόψιμο μάπας). Άλλωστε και τα παλικάρια του ’21, όταν συνελάμβαναν κανέναν κιοτή ή χαφιέ ή προσκυνημένο / νενέκο, του ’κοβαν το μαλλί ή το μουστάκι με το ελάχιστα ακονισμένο μαχαίρι τους (βλ. και «Σουλιώτικο ξύρισμα»).

Ο Μίσσιος και ο Πικρός αναφέρονται ειδικώς στον τρόπο με τον οποίον οι σκληροτράχηλοι μαχαιροβγάλτες χειρίζονταν το λεπίδι με ακρίβεια χειρουργού και δεξιοτεχνία μαέστρου...

Η κάμα των κουτσαβάκηδων ήταν καμάρι γι’ αυτούς (τη στόλιζαν με δίστιχα αχ-βαχ κλπ) και φόβητρο για τους αντιπάλους τους: αράζανε π.χ. στο Πάγκειον, απιθώνανε τη διμούτσουνη στο τραπέζι και δηλώνανε ότι θέλουν να πιουν τον καφέ τους μονάχοι (!). Τούτο σήμαινε ότι έπρεπε να εκκενωθεί πάραυτα το καφενείο, αλλιώς θα γινότανε σαματάς κι ο ταμπής έσπευδε να τζάσει τους διστακτικούς παρισταμένους να σώσει το μαγαζί. Εκείνος που θα έμενε, ήξερε τί έκανε, αφού είχε βερεσέδια με δαύτον κι η παραμονή του σήμαινε ότι προκαλούσε ανοιχτά τον κουτσαβάκη σε μονομαχία μέχρι θανάτου, σα να του πατούσε το ζωνάρι...

Καθένας από τους μαχομένους θα επιζούσε μόνον αν το επέτρεπε η φιλευσπλαχνία του νικητή και υπό την προϋπόθεση ότι θα «έκανε ράι» (βλ. ραγιάς) δηλαδή θα δήλωνε ισόβια υποταγή σ’ αυτόν (ραϊτζής).

Άλλοτε πάλι, αν ήθελε να ξεφτιλίσει τους αντιπάλους του ή να κάμει επίδειξη ισχύος, έβαζε τους παρισταμένους να περάσουν κάτω απ’ το μαχαίρι του εν είδει σκήπτρου ή τοπουζίου (κεφαλοθραύστης), όμοια όπως έκανε ο Αλή-πασάς, χωρίς να λείπει πού και πού κανένα αγγλοπρεπές «ιπποτικόν χρίσμα» (κατέβασμα μάπας) σε κανέναν όχι πλήρως υποταγμένο (και άρα εν δυνάμει επικίνδυνο) αντίπαλο.

Είναι σημαντικό να ειπωθεί πως, αυτός που κουσούμαρε (έφερε) μαχαίρι, αν το μόστραρε έπρεπε πάση θυσία να το χρησιμοποιήσει και δη επιτυχώς. Πισωγυρίσματα δεν υπήρχαν και η αποτυχημένη απόπειρα ετιμωρείτο με το κυριολεκτικό χώσιμο ή κάρφωμα του μαχαιριού στον κώλο του κουσουμάροντος (βλ. σχετική «τούρκικη εκδίκηση» καθώς και το μουρμούρικο «βρε μάγκα το μαχαίρι σου» Γ. Κατσαρός).

Ο Μπαϊρακτάρης, προ αιώνος, όταν συνελάμβανε κουτσαβάκηδες, εκτός απ' το μπερντάχι / μπερντάκι που τους έριχνε στα κρατητήρια, τους επέβαλλε και δημοσία (με υπογεγραμμένη) στην πλατεία Κλαυθμώνος την ξεφτίλα της μόστρας (ξούρισμα μύστακος, ψαλίδισμα τσουλουφιού ή σακακιού / παντελονιού / ζωναριού / καπέλου, πρακτική που αναβίωσε στη Χούντα με τους χωροφυλάκους του Λαδά που κυνηγούσαν τους «χίππηδους» και τους κόβανε τα μπατζάκια ή τα μαλλιά και που ανάγεται στην βυζαντινή διαπόμπευση βλ. κουράζομαι = στεναχωριέμαι<κείρομαι), έβαζε τους κούτσαβους να σπάνε μόνοι τους (κλαίγοντας) με τη βαριά τα φονικά τους όπλα: συνήθως την κάμα, τη μαγκούρα («κερασέα») και το πιστόλι (κουμπούρι, σίδερο ή κούφιο) και στη συνέχεια τους ξαπόστελνε για την ψειρού ή για εκτοπισμό, κατόπιν δίκης.

Σημειωτέον ότι στο ρεμπέτικο «οι μάγκες δεν υπάρχουν πια» ,από πολλούς αποδίδεται στον Μπαϊρακτάρη η έννοια του «τρένου» που τους εξαφάνισε, ενώ πρέπει μάλλον να πρόκειται για τον συρμό που τους κατάπιε (βλ. «χάθηκε ο τύπος του ρεμπέτη - αλλάξαν οι πενιές του μπουζουκιού - Ψειρή / Μοναστηράκι και Χαυτεία, δεν είναι πια τα στέκια του Ρωμηού», Ρ. Σακελλαρίου, «τώρα πια κι οι κόμησσες κρατούν κομπολογάκι» Γ. Νταλάρας, «γίναν οι μάγκες φεμινίστριες με ταγάρια» Τζιμάκος κ.α.).

Όπως λέει και το Ιερόν Ευαγγέλιον: μάχαιρα έλαβες και μάχαιρα θα λάβης...

- Προχτές το βράδι μου την πέσανε στο Α.Τ.Μ. που πήγα να σηκώσω λεφτά.
- Και τί έγινε;
- Τραβάει ένας από δαύτους μια διμούτσουνη, ένα σπαθί να! Και μου λέει βγάλε όσα έχεις στην κάρτα!
- Και τί έκανες;
- Τί να κάνω; Μόκο. Πάρ' τα κι άμε στο καλό. Για τέτοια είμαστε;

Σκηνή από την ταινία "Midnight express" (από allivegp, 28/08/09)Ελίνι Δημούτσος (από allivegp, 29/08/09)Διμούτσουνη κουμπούρα (από poniroskylo, 01/10/09)στο τριμούτσονο μου φίδι! (από BuBis, 02/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η φυλακή. Βλ. για τα σίδερα.

  2. Έτσι αποκαλείται και η γνωστή μέθοδος ορθοδοντικής, ή υποκοριστικά «σιδεράκια».

  3. Για χρήσεις σχετικές με μπόντι-μπίλντινγκ βλ. σιδεράς και σιδεράδικο.

  1. Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες.

  2. Νιώθω σαν κάτι κοριτσάκια πού 'χουνε σίδερα στα δόντια ή σπυράκια.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην κυριολεξία της, η λέξη προέρχεται από την κτηνοτροφία και την γλώσσα της κουράς των προβάτων. Σημαίνει το μαλλί του ζώου που προέρχεται από την κοιλιά και τα πόδια του, το οποίο είναι κοντύτερο και προφανώς κατώτερης ποιότητας από το μαλλί που προέρχεται από τα άλλα, πλουσιότερα σε τριχοφυΐα μέρη του ζώου, π.χ. πλάτη.

Στην σλαγκική χρήση της, συναντάμε την λέξη στην αργκό της διαφθοράς και συναλλαγής που κυριαρχεί στο δημόσιο. Ιδιαίτερα συναντάται η χρήση της στους διαγωνισμούς δημοσίων έργων, (χώρος που έχει δική του περιορισμένη πλην ενδιαφέρουσα αργκό). Κολόκουρα είναι τα λεφτά που παίρνει εργολάβος – υποψήφιος ανάδοχος δημοσίου έργου, σε στημένο και προσυνεννοημένο ως προς το αποτέλεσμά του δημόσιο διαγωνισμό, προκειμένου να μην υποβάλει προσφορά ή να υποβάλει προσφορά, η οποία σίγουρα θα απορριφθεί, με σκοπό να αναλάβει το έργο συγκεκριμένος εργολάβος, ο οποίος δίνει και τα κολόκουρα στους άλλους. Λογικά υποθέτω ότι η χρήση της λέξης στον τομέα αυτόν, προέρχεται από το ότι ο εργολάβος ο οποίος κατόπιν συνεννοήσεως αναλαμβάνει τελικά το έργο, λαμβάνει το μακρύτερο και καλύτερο «μαλλί», (η ανάθεση της σύμβασης), ενώ οι υπόλοιποι εργολάβοι, πάντα κατόπιν συνεννοήσεως, αρκούνται στα κολόκουρα.

Φυσικά σε επόμενο διαγωνισμό, άλλος θα είναι αυτός που θα λάβει το κυρίως μαλλί, (σύμβαση) και άλλος θα αρκεστεί στα κολόκουρα, ώστε να διατηρείται η ισορροπία μεταξύ των επιχειρηματιών.

Αφορμή για το παρόν λήμμα, έδωσε το πολύ ενδιαφέρον άρθρο του γνωστού καθηγητή του πολυτεχνείου Θ. Π. Τάσιου, «Ετεροδοσοληψία», το οποίο είναι δημοσιευμένο και στην ιστοσελίδα του ΤΕΕ www.library.tee, και το οποίο παρουσιάστηκε σε συνέδριο του ΤΕΕ για τα δημόσια έργα το 2005. Ο ανωτέρω καθηγητής, παραθέτει σειρά λέξεων που αφορούν την διαφθορά στον χώρο αυτό, μεταξύ των οποίων και τα «κολόκουρα». Στο γκούγκλ βρίσκεται αμέσως, εάν γκουγκλάρουμε την λέξη «ετεροδοσοληψία»». Σημειωτέον ότι στο άνω ενδιαφέρον άρθρο, ο άνω συγγραφέας προσπαθεί να εισαγάγει επιστημονικούς όρους στο φαινόμενο της διαφθοράς και εκεί έγκειται το ενδιαφέρον του, για τους φιλοπερίεργους που επιθυμούν περαιτέρω έρευνα αυτών των θεμάτων.

Σήμερα τα κολόκουρα έχουν περιορισθεί αλλά όχι εξαφανισθεί, υποτίθεται επειδή άλλαξε το νομοθετικό καθεστώς και συνεπώς μειώθηκε η διαφθορά (βλ. άλλαξε ο Μανωλιός), αλλά στην πραγματικότητα επειδή έδωσαν την θέση τους σε πιο «μονδέρνους» και εξελιγμένους τρόπους.

(Το ανωτέρω κείμενο, εστάλη στον υποφαινόμενο απο άγνωστο στρατιώτη μαχόμενο στα χαρακώματα της καθημερινόπιτας, ο οποίος επιθυμεί κατανοητώς να διατηρήσει την πλήρη ανωνυμία του και του οποίου το στόμα δεν προτίθεμαι να βουλώσω, δίκην Μυριβήλη βλ. εισαγωγή στο «Η Ζωή εν Τάφω»).

Παράδειγμα 1, από την ιστοσελίδα της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ, 22-2-2006:

O ΔHKTHΣ Tα «κολόκουρα», το ΠAΣOK και οι σακούλες εργολάβων
Tι άλλο θα ακούσουμε; «Το προηγούμενο σύστημα (μαθηματικός τύπος) ήταν το πλέον αντικειμενικό σύστημα, όπως ομολογείται από τους ειδικούς”, αναφέρεται σε ανακοίνωση του τομέα Oικονομίας του ΠAΣOK. Mάλιστα, προσθέτουν ότι «αντίθετα, σήμερα, οι συμφωνίες των εργολάβων και τα “κολόκουρα” τείνουν να γίνουν καθεστώς». Oι έχοντες μνήμη θα θυμούνται ότι όταν καταργήθηκε ο μαθηματικός τύπος, που ευνόησε τους αεριτζήδες και διόγκωσε τις αθέμιτες συναλλαγές στα δημόσια έργα, ουδείς «ειδικός» τον υπερασπίστηκε μέσα και έξω από τη Bουλή. Mε καθυστέρηση δεκαετιών θυμήθηκαν στο ΠAΣOK τα «κολόκουρα» (έτσι αποκαλείται η αμοιβή του εργολάβου που συμμετέχει στο στήσιμο ενός διαγωνισμού), όταν επί των ημερών τους οι προσφορές κατετίθεντο όλες μαζί, ακόμα και σε σακούλες απορριμμάτων, γραμμένες από το ίδιο χέρι. Eίχε δε αποφασιστεί εκ των προτέρων το ύψος κάθε προσφοράς, προκειμένου το έργο να πάει σε συγκεκριμένο εργολάβο, με τη βοήθεια του περίφημου μαθηματικού τύπου. Ξεχνούν, επίσης, ότι στο τέλος παρενέβη και η Eυρωπαϊκή Eπιτροπή και τους ανάγκασε να προχωρήσουν σε αλλαγές, οι οποίες ολοκληρώθηκαν με την αλλαγή κυβέρνησης και την κατάργηση του μαθηματικού τύπου.

Παράδειγμα 2:

(Αληθής στιχομυθία):

Υπάλληλος Α: Που πας ρε με τόσα λεφτά στην σακκούλα ;;;

Υπάλληλος Β: Άσε, αύριο έχει διαγωνισμό και πάω να μοιράσω τα κολόκουρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μάρκα μεγάλης αξίας στο καζίνο.

Προτού επικρατήσουν οι αμερικάνικες μάρκες, υπήρχαν οι ευρωπαϊκές (τουλάστιχον στην Ευρώπη). Οι αμερικάνικες μάρκες έχουν όλες το ίδιο μέγεθος, και απλά αλλάζει το χρώμα και το αναγραφέν ποσό. Οι ευρωπαϊκές μάρκες αντιθέτως, είχαν και έχουν (πουλιούνται ακόμα) διαφορετικά μεγέθη ανάλογα με την αξία (γράφουν και το ποσό). Όσο πιο μεγάλης αξίας η μάρκα, τόσο και πιο μεγάλη σε μέγεθος. Η μεγαλύτερης αξίας μάρκα που κυκλοφορούσε στο καζίνο αποκαλούνταν και κόκαλοκόκκαλο), γιατί ήταν και μεγάλη (συνήθως παραλληλόγραμμη, και σε μέγεθος ενός πακέτου Dunhill).

- Πώς τα πήγες σήμερα, Μιχαλάκη;
- Πάνε να μου φάνε και το τελευταίο κόκαλο από τα κερδισμένα. Χέστα....

(από electron, 27/08/09)(από patsis, 01/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το (μη αγροτικό) 4Χ4 μεγάλου κυβισμού, όχημα που έχει κατακλύσει την Αθήνα τα τελευταία χρόνια, τεκμήριο νεοπλουτισμού και βλαχιάς -εξού και η παρομοίωση με αγροτικό. Νομίζω το πρωτο-είπε ο Λαζό, δεν είμαι σίγουρη.

Εδώ που τα λέμε βέβαια, πιο χρήσιμο είναι αυτό το αυτοκίνητο στους αθηναϊκούς δρόμους με τους τάφους τους, παρά στους επαρχιακούς χωματόδρομους, στους οποίους πας μια χαρά και με ένα απλό ψηλολάβαλο αμαξάκι.

- Πάμε για ψώνια στην Κολωνάκα;
- Τι, πάλι με το αγροτικό θα με πας ρε ψώνιο;

βλ. και αγρότης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Η συνεχής ελαφρά σύσπαση των μυών, που φυσιολογικά υπάρχει ακόμη και σε κατάσταση ηρεμίας, ονομάζεται μυϊκός τόνος. Σπαστικότητα είναι η παθολογική αύξηση του μυϊκού τόνου, που εκδηλώνεται ως αντίσταση τύπου ελατηρίου στην κίνηση», λέει το νετ.

Είναι σαφές ότι η πάθηση αυτή θα εντοπιζόταν από τους «υγιείς» του κόσμου τούτου και θα έμπαινε στις διάφορες σλανγκ για να κακοχαρακτηρίσει κάποιον. Οι αμερικλάνοι και οι εγγλέζοι το χρησιμοποιούν για να περιγράψουν τον φύτουκλα, τον καθυστέρα, τον βλάκα, τον ανίκανο, τον τον τον...

Σε μας, η έκφραση πήρε τυχαία μια πιο ήπια αρνητική χροιά (που λέει ο λόγος θα μπορούσε να την χρησιμοποιεί και ένας πραγματικός σπαστικός), μάλλον επειδή αφετηρία της υπήρξε η έκφραση «την σπάω σε κάποιον», ή το «σπάω τα νεύρα κάποιου» (πλάκα-πλάκα σπασμένα νεύρα έχουν κι αυτοί...) κλπ, και σημαίνει τον υποχόνδριο ή απλώς ενοχλητικό άνθρωπο (ή, σπανιότερα αντικείμενο / κατάσταση).

Είναι πολύ παλιά έκφραση, μάλλον ξεπερασμένη, χρησιμοποιείται δε αβέρτα από τα παιδιά.

Νονός: BuBis

  1. - Έπλυνες τα χέρια σου πριν βάλεις παγάκια;
    - Ρε μαλάκα, μην γίνεσαι σπαστικός, σιγά τα λάχανα, το οινόπνευμα σκοτώνει τα μικρόβια...

  2. - Κυρία, κυρία, ο Μιχάλης με πειράζει!
    - Τι σου έκανε, παιδί μου;
    - Είναι πολύ σπαστικός!

(από BuBis, 27/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified