Further tags

Γλυκό σε σκληρή μορφή με μικρό χερουλάκι και πολύχρωμα σχέδια, η τρελή χαρά των οδοντιάτρων. Και στέκει σεξιστικά επίσης. Βλέπε μπανάνα και παγωτό χωνάκι.

ขนมที่ติดกับปลายไม้ - ταϊλανδέζικα
lollipop - ανγκλέζικα

  1. Εσύ όλη την ώρα με το γλειφιντζούρι πάνω-κάτω (πίπα) κι εμένα η μούρη μου χωμένη όλη την ώρα στο βαζάκι (στο γλειφομούνι)... Δε μας βλέπω καλά!!!!!! Γυναίκα...

  2. Και με ξύπνησε πάνω που ετοιμαζόμουν να γλείψω ένα γλειφιντζούρι ίσα με το...

  3. Σαν παιδάκι που κέρδισε ένα γλειφιντζούρι στο σχολείο: λες και κατάκτησε τον κόσμο.

  4. Τα παιδιά δεν τρώνε από το ίδιο πιάτο, ούτε γλείφουν το ίδιο γλειφιντζούρι.

  5. Όταν ο μικρός Τίμος άνοιξε με φούρια την πόρτα έτοιμος να κάνει πάλι τις σκανταλιές του, έμεινε με το γλειφιντζούρι στο στόμα.

  6. Ο νικητής κερδίζει ένα μαλλιαρό γλειφιντζούρι το οποίο θα παραλάβει από το τραπεζάκι της έδρας, από τον μαύρο κύριο με την κόκκινη μπλουζίτσα και το αστείο καπέλο.

  7. Οι μάνατζερ έχουν προτείνει τους ίδιους σε όλες τις ομάδες που ψάχνουν και περιμένουν ποιος θα... γλείψει πρώτος το «γλειφιντζούρι». Με άλλα λόγια: τίποτα, νούλα.

(από ο αυτοκτονημενος, 01/03/09)(από ο αυτοκτονημενος, 01/03/09)(από vip, 01/03/09)(από vip, 01/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όσκαρ είναι ενα επιχρυσωμένο αγαλματίδιο και αποτελεί θεσμοθετημένο κινηματογραφικό βραβείο. Δίνεται σε ειδική τελετή επιβράβευσης, σε ηθοποιούς, σκηνοθέτες, σεναριογράφους, κλπ που διακρίθηκαν στο έργο τους.

1) Η φράση μπορεί να λεχθεί με στόχο να ευαισθητοποιηθεί κάποιος και να αλλάξει μυαλά όταν διαπιστωθεί πως δεν αναγνωρίζεται το έργο του και πως οι άλλοι βολεύονται με το κορόιδο που τα 'χει αναλάβει όλα επ' ώμου και τρέχει σα μαλάκας. (βλ. παράδειγμα 1)

Επίσης και κάποιος δουλευταράς, που είτε αναλογιζόμενος τα παραπάνω, είτε γιατί βρίσκεται σε φάση εξάντλησης, θα μπορούσε να τα πάρει με τον εαυτό του και να αναλογιστεί: «Το όσκαρ θα πάρω;» (βλ. παράδειγμα 1)

2) Η φράση μπορεί να λεχθεί και στην περίπτωση που κάποιος, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος, είναι υπέρ του δέοντος τελειομανής και ψείρας (βλ. παράδειγμα 2)

Δες και βραβείο της ανοικτής παλάμης.

  1. Ο Βλάσης κάνει ... τη δουλειά στην εταιρεία. Ενας εξωεταιρικός φίλος του, ο Σπύρος, του λέει:

Σπύρος: - Τι κάθεσαι και πλακώνεσαι ρε Βλάση; Το όσκαρ θα πάρεις; Ούτε εσύ είσαι ο Χέστον, ούτε με το Μπεν Χούρασχολείσαι. Δεν το βλέπεις; Κανείς δεν σου το αναγνωρίζει. Που το πας; Θα πεθάνεις όρθιος κι οι άλλοι στον κόσμο τους.
Βλάσης: - Καλά τα λες. Το όσκαρ θα πάρω; Αμ δε!

  1. - Ε ... Κώστα, τι τρίβεις και τρίβεις τόση ώρα το έπιπλο; Γυάλισε. Δεν το βλέπεις;
    - Δεν έχει καθαρίσει ακόμα. 'Εχει εκείνο το σημαδάκι που δε βγαίνει με τίποτα.
    - Ρε φίλε. Αν δε μου το 'δειχνες, δε θα το 'βλεπα. Απλοποίησε λίγο τα πράγματα. Το όσκαρ θα πάρεις και θες να 'ναι όλα τέλεια;

Οσκαρ (από GATZMAN, 01/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επεξεργασία, δεύτερο χέρι λογοτεχνικού η καλλιτεχνικού έργου για να πάρει τελειότερη μορφή. Το ρετουσάρισμα λέγεται και για το λίφτινγκ που κάνει κάθε σταφιδιασμένη/-ος για να τσιτώσει τις ρυτίδες ή να ανορθώσει βύζους που έχουν κρεμάσει, για τη λιποαναρρόφηση και γενικά για ό,τι περνάει από το χέρι του πλαστικού για να καθυστερήσει η αποξηραμένη σταφίδα να γίνει μουστόγρια/-γερος.

- Την είδες την Φρόσω; Μετά το ρετουσάρισμα που έκανε, κάνει πως δεν θυμάται τις συμμαθήτριές της γιατί αυτή τελείωσε το λύκειο και όχι το εξατάξιο!! Κάνει γενέθλια κάθε τέσσερα χρόνια, μαζί με τους Ολυμπιακούς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τούρκικο* **şapşal***. Στα τούρκικα είναι ο ατημέλητος άνθρωπος, ο ασουλούπωτος, ακριβώς ο χαρμπαγιάγκαλος. Μπορεί να σημαίνει και τον χαζό, τον χοντροκέφαλο.

Αυτές οι σημασίες της λέξης φαίνεται να έχουν διατηρηθεί στα Ποντιακά όπου σαψάλ'ς είναι ο τρελός και σε ορισμένα τοπικά ιδιώματα της Μακεδονίας. Στα Επανομίτικα π.χ. σαψάλης είναι ο χαζοχαρούμενος, ο τύπος που είναι κομμάτι λέτσος και αλαφροΐσκιωτος. Και στο Σερραϊκό ιδίωμα σαψάλης είναι πάλι ο τρελλαμένος, ο πειραγμένος - εξ ου και οι σαψάληδες fans του Πανσερραϊκού.

Ωστόσο, στα Ελληνικά η βασική σημασία της λέξης έχει αλλάξει και παραπέμπει κυρίως στην έννοια της διάλυσης, της αποσύνθεσης.

Το παράγωγο ρήμα, σαψαλιάζω, ας πούμε, σημαίνει θρυματίζω ή και κάνω πολτό - παρόμοιο είναι και το κάνω νιανιά.

Σάψαλο ή σαψαλιασμένο μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ένα κακομαγειρεμένο φαγητό όπου τα συστατικά δεν ξεχωρίζουν πια - έχουν γίνει μια μάζα. Ή, και ένα ψάρι ή ένα κομμάτι κρέας που παράβρασε και κοντεύει να διαλυθεί. Αλλά, σάψαλο λέμε ότι είναι κι ένα σπίτι ετοιμόρροπο, ένα ερείπιο.

Με την ίδια λογική, σάψαλο είναι και ο άνθρωπος-ερείπιο, το χούφταλο που 'χει το ένα πόδι στον τάφο, ο μουστόγερος - αυτή είναι πια και η πιο κοινή χρήση της λέξης.

  1. (Διάλογος από το blog http://www.kerkinitoday.com)

- Αιντε ρε σαψάλη…μας κάνεις και πολιτική τώρα…άιντε κάνε καμιά δουλειά…χαμένε α χαμένε…
- Κατ’ αρχήν για το «σαψάλη», σ’ ευχαριστώ από καρδιάς, ένας φίλος μου έλεγε «όταν σε βρίζουν να ξέρεις σε υπολογίζουν».

  1. - Σταμάτα να παίζεις με το ψωμί, ρε νευρικέ ... θα φάνε κι άλλοι ... το σαψάλιασες ... λιαξ αρακατάνγκ τόκανες ...

  2. Θέλω να παρακαλέσω αστυνομικούς και λοιπούς καουμπόηδες να μην πυροβολούν τους νέους. Αν θέλουν οπωσδήποτε να ξεκάνουν κάποιον, ας δολοφονήσουν κάνα σάψαλο, κάνα ραμολιμέντο, κάνα γεροξεκούτη που είναι έτοιμος να τα τινάξει. (σχόλιο για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, blackmambo85 στο συσωλήνα)

Υπό προϋποθέσεις, ένα σάψαλο είναι ό,τι πρέπει. (από Galadriel, 27/02/09)(από Galadriel, 27/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει εκ της αγγλικής λέξεως demonstration (επίδειξη) και αναφέρεται στο πρόγραμμα επίδειξης με στόχο να προβληθούν και να διαφημιστούν κάποιες συγκεκριμένες δυνατότητες.

Πέρα από τη σημασία που αποδίδεται σ' αυτό το λήμμα, ο όρος χρησιμοποιείται:

α) Ευρέως στα δοκιμαστικά προγράμματα υπολογιστών. Ένα τέτοιο πρόγραμμα είτε παρέχει περιορισμένες δυνατότητες σε σχέση με την ολοκληρωμένη έκδοση του προγράμματος (συνήθως, δεν περιέχονται οι πιο δημοφιλείς), είτε παρέχει όλες τις δυνατότητες για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Για αυτή την περίπτωση, βλ. παράδειγμα 1.

β) Σε περιπτώσεις που χρειάζεται να προβληθούν οι επαγγελματικές δυνατότητες ενός ανθρώπου, μιας ομάδας ανθρώπων (π.χ. μια ομάδα χορευτών), οι δυνατότητες ενός μηχανήματος, κλπ (βλ. παράδειγμα 2).

γ) Σε επιδεικτικό, ενθαρρυντικό, ή κοροϊδευτικό τόνο, στην περίπτωση που κάποιος κάνει επίδειξη κάποιων δυνατοτήτων του (βλ. παραδείγματα 3, 4, 5).

1) Έφερα το ντέμο της τελευταίας έκδοσης του φωτομάγαζου. Βάλ' το να το δοκιμάσουμε.

2) Πωλητής: Προκειμένου να σας ενημερώσουμε καλύτερα για τις δυνατότητες της μηχανής που θέλετε να αγοράσετε, θα σας δείξουμε κάποιο σχετικό ντέμο.

3) Επιδεικτικός τόνος:
Λίλιαν: Lui είσαι ο καλύτερος εραστής του κόσμου.
Lui: Και αυτά που 'χεις δει μέχρι τώρα δεν είναι τίποτα. Ένα απλό ντέμο ήταν.

4) Ενθαρρυντικός τόνος:
Έλα Μητσάρα. Δείξ' τους το ντέμο σου και τρέλανέ τους.

5) Κοροϊδευτικός τόνος:
– Πφ... Πάλι αυτοπροβάλλεται ο ξερόλας.
– Ναι. Πάλι, παίζει το ντέμο: «Είμαι και ο κρότος».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμ, εδώ με έχω κάβουρα να περπατώ στα κάρβουνα λέει μία παλιά παροιμία σοφότατη, και γιατί;

Η φραπελιά ήταν καμιά 30αριά φρέσκα φύλλα ελιάς σε μίξερ και έπινες την πίκρα σαν φραπεδιά προς ίαση πάσας νόσου. Βλέπε και νερό Καματερού που είχε γίνει o ντόρος τότε, βλέπε πράσινους σκορπιούς κλπ κλπ...

Θα πουν κάποιοι «τσαρλατανισμοί», ναι, μπορεί... πώς εξηγούνται όμως περιστατικά που έγιναν καλά με τις τσαρλατανιές; Για παράδειγμα, αν έχεις ευκοίλια, δοκίμασε ένα κουτάλι σούπας με ελληνικό καφέ και μερικές σταγόνες λεμονιού. Μαχαίρι θα κοπεί το τσερλιό.

- Ναι ρε Κατίνα... φραπελιά σου λέω. Δύο την ημέρα και μου πέρασε ο καρκίνος στο στήθος. Θαύμα σου λέω, θαύμα!

(βεβαίως και σε δύο μήνους απεβίωσε. Να, εδώ δίπλα την έχω και μου τα λέει.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης και μαμά και μανίσιο.

Νεολογισμός που αναφέρεται σε ανταλλακτικά παντός τύπου. Παραχθείς από τη λέξη μάνα, αναφέρεται σε ανταλλακτικά μηχανών, μηχανημάτων και γενικότερα συσκευών, τα οποία προέρχονται από το εργοστάσιο κατασκευής. Ο κατασκευαστής με άλλα λόγια, ταυτίζεται με τη μάνα, είναι αυτός που «γεννάει» το ανταλλακτικό.

Συχνότατα, και ειδικά στην επαρχία, παρατηρείται πτώση του «ι» προ του «ο», με αποτέλεσμα να προφέρεται κοφτά (μανίσο). Είμαι αυτήκοος μάρτυς και σε συζήτηση με τεχνικό/ψυκτικό, ερωτηθείς αν το κλιματιστικό του αυτοκινήτου είναι «μανίσιο».

  1. Αγγελία πώλησης στο διαδίκτυο (Ι):
    Θέμα: Μανίσιο ηχοσύστημα Aura (Αναγνώστηκε 231 φορές)

  2. Αγγελία πώλησης στο διαδίκτυο (ΙΙ):
    Ζητήται μανίσιο μεσαίο κομμάτι εξάτμισης 206 1.6 16v (sic)

  3. Σχόλιο διαδικτυακού forum:
    ΠΑΙΔΙΑ ΔΕΝ ΚΟΛΛΑΕΙ ΜΕ ΚΑΜΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑ!! ΠΟΛΥ ΚΟΦΤΟ! ΜΑΝΙΣΙΟ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΜΑΝΙΣΙΟ!!!!!!!!!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εργασία της επικάλυψης μιας μεταλλικής επιφάνειας με λεπτό στρώμα νικελίου, το νικέλωμα, που μπορεί να επιτευχθεί είτε με ηλεκτρολυτικό τρόπο είτε με καθαρά χημικά μέσα. Το αποτέλεσμα αυτής της εργασίας μας δίνει στην καγκουρική (κάγκουρας) αργκό τα νίκελα.

Ως νίκελα νοούνται τα επιμέρους και κατά κύριο λόγο τα εμφανή εξαρτήματα ενός οχήματος (αυτοκινήτου, μοτοσικλέτας, παπακίου) που έχουν υποστεί την άνω διαδικασία, είτε από το εργοστάσιο παραγωγής τους, είτε μετά από πρωτοβουλία του ίδιου του κατόχου τους. Στη δεύτερη κυρίως περίπτωση το όλο εγχείρημα έχει σαν σκοπό, όχι τόσο την ουσιαστική αναβάθμιση του οχήματος, όσο την δημιουργία εφέ. Όσο πιο πολλά τα νίκελα, τόσο μεγαλύτερη η υπερηφάνεια και το καμάρι του κατόχου. Η ζήλια βέβαια που θα νοιώσουν οι λοιποί κάγκουρες στη θέα ενός εργαλείου με «κάργα νίκελα πάνω» είναι σημαντικό κίνητρο.

(από pavleas, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ξυλοδαρμός, το χοντρό ξύλο. Λέξη προελεύσεως τουρκικής, σύμφωνα με το λεξικό Τριανταφυλλίδη [τουρκ. perdah γυάλισμα, ανάποδο ξύρισμα]

  1. Απόσπασμα από βιβλίο του Νίκου Τσιφόρου:
    «Kάτι αναιδείς έρχουνται έτσι ν' ακουμπήσουνε το ξερό τους απάνω σε σωματικές σφαιρικότητες, λες, αδερφέ μου, και ικανοποιηθήκανε απολύτως με τούτη τη βρωμιά, κάτι άλλοι το προχωρούνε και λένε προστυχιές σιχαμένες και κατακαμαρώνουνε με τούτη την εκδήλωσι του »σελφ - σέρβις«..., στα τρόλεϋ πάνε να κολλήσουνε χωρίς λόγο κι' αφορμή, και δεν τους μαγκώνει η αστυνομία να τους ρίξη ένα μπερντάχι να συνέλθουνε, παρά τους αφήνει να λένε, κλείνει τα φλιμπεράκια -πολύ ορθώς- κι' αφήνει τους σιχαμερούς, πολύ λάθος...»

  2. Απόσπαμα μεταφρασμένου ποιήματος του Robert Gernhart:

«...ή, πιο καλά, ένα γερό μπερντάχι,
μπας κι επιτέλους κόψουνε τις πλάκες που μου ανακατεύουν το στομάχι».

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι γνωστό από την αρχαιότητα ότι ο άνθρωπος, όταν είναι τσακωμένος με τα σαπούνια, είναι παραγωγός των πλέον βρωμερών οσμών που έχουν καταγραφεί στο γνωστό σύμπαν. Αυτό που ταλαιπωρεί όμως ακόμη τους επιστήμονες αλλά και τους ερασιτέχνες είναι το κατά πόσον τα πρωτεία στον άτυπο αυτό διαγωνισμό μπόχας κατέχουν τελικώς οι άντρες ή οι γυναίκες.

Ξεκινώντας, θα ήθελα να καταθέσω ότι από την βρεφική ηλικία ξεκινάει η παραγωγή απίστευτης μπόχας, την οποία οι δυστυχείς αποδέκτες δεν μπορούν να εκτιμήσουν δεόντως διότι είναι στις περισσότερες περιπτώσεις οι (ευτυχείς;) γονείς του μποχοπαραγωγού βρέφους και άρα μη αντικειμενικοί κριτές. Αξίζει να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη έκδοση κωλίλας είναι ανεξάρτητη φύλου (gender-neutral για τους αγγλομαθείς), αλλά από τη νηπιακή ηλικία και όσο το άτομο βαδίζει προς την ενηλικίωση, η παραγωγή μπόχας εξειδικεύεται μεταξύ ανδρών και γυναικών. Όπως ίσως είναι αναμενόμενο, η εξέλιξη της προαναφερθείσας μπόχας συνεχίζει να είναι κοινή σε άνδρες και γυναίκες και επιτείνεται από την ύπαρξη ταρζανιδίων (εντάξει, πιο συχνά σε άνδρες λόγω τριχοφυίας, αλλά... τέσπα, δεν θέλω να μπω στο θέμα αυτό...).

Σε εκτενείς έρευνες διακεκριμένων επιστημόνων έχει αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η μουνίλα σ' όλες τις εκδοχές της είναι ό,τι καλύτερο έχει να προσφέρει η μποχοπαραγωγική δεινότητα των γυναικών, με κορωνίδα την «των τελευταίων ημερών της περιόδου μουνίλα (καμένο ντουί)». Η συγκεκριμένη μπόχα έχει οδηγήσει τους άντρες στην εφεύρεση ειδικών αντιμποχικών τεχνικών (βλ. τεστ ντράιβ) προς αποφυγήν δυσάρεστων εκπλήξεων.

Σ' ό,τι αφορά τους άντρες τα πράγματα είναι περιέργως πιο πολύπλοκα. Ενώ στις γυναίκες γίνεται λόγος για διαφορετικά είδη της ίδιας μπόχας (μουνίλα), στους άντρες υπάρχουν διαφορετικά είδη, των οποίων το τυρί αποτελεί τη ναυαρχίδα και αποστωμοτική απάντηση στις γυναίκες για λόγους που εξηγούνται παρακάτω. Έτσι, η ανδρική προσπάθεια ξεκινάει από την generic βαρβατίλα. (κατά ironick: Xμμμ, λοιπόν, η μυρουδιά της βαρβατίλας είναι κάτι που σε παίρνει από τα μούτρα, ξεπερνά την ιδρωτίλα, θέλω να πω δεν είναι απλή ιδρωτίλα, είναι συνολικότερη απλυσιά (ποδαρίλα, κωλίλα, αρχιδίλα, πουτσίλα, απλυτοτζηνίλα, τσιγαρίλα, τσίκνα στα ρούχα, μαλλίλα) σε συνδυασμό με τις εκκρίσεις τεστοστερόνης από κάθε πόρο και αδένα του δέρματος. Η βαρβατίλα σαφώς ξεφεύγει από απλή μυρουδιά, είναι στενότατα συνδεδεμένη με όλο το πορτραίτο που έδωσε ο Κνάσος. Πχ. δεν νοείται βαρβατίλα σε έναν λεπτοκαμωμένο άτριχο ξενερωτούλη άντρα. Κι ας μυρίζει αυτός κάτι από τα παραπάνω ή όλα μαζί. - και ποιοι είμαστε εμείς να διαφωνήσουμε με μία τόσο εμπεριστατωμένη ανάλυση άλλωστε...) Μεγάλο μέρος και μυστικό συστατικό της επιτυχίας της βαρβατίλας είναι βέβαια η ύπαρξη ουρδεσάνς, πολλώ δε μάλλον της ίδιας της ούρδας. Η ούρδα και η προαναφερθείσα εσάνς σχετίζεται κυρίως με τ' αρχίδια, αλλά η τελειότης επιτυγχάνεται διά του πέους.

Το φαινόμενο της αλμυρόπουτσας είναι η ένδειξη και το υπόβαθρο θα λέγαμε για την παραγωγή τυριού, αυτού που στην πρωτοποριακή εργασία του ο χρήστης bladerunner82 αποκάλεσε φετέισον. Η συνταγή για την παραγωγή τυριού είναι πολύπλοκη και επίπονη. Μία βασική διαφορά μεταξύ της τοπ μουνίλας (καμένο ντουί) και του τυριού εστιάζεται ακριβώς στο γεγονός ότι η μεν πρώτη είναι αυτοπαραγώμενη, το δε δεύτερο χρειάζεται την συνεχή κι επίμονη προσπάθεια εκ μέρους του ανδρός. Η απλυσιά σε συνδυασμό με την μη αλλαγή σώβρακου για περίοδο που κυμαίνεται από 2 εβδομάδες μέχρι και 3 μήνες (ανάλογα με την ωρίμανση που επιθυμεί να πετύχει ο παραγωγός) είναι βασικά συστατικά και πλαισιώνονται από μία σειρά άλλων ενεργειών όπως η ειδική διατροφή με αλλαντικά (ο παστουρμάς δε βλάπτει) και αλκοόλ και βέβαια η απουσία τινάγματος του πέους μετά την ούρηση, ώστε να μη χαθούν από την τυροπαραγωγική διαδικασία οι πολύτιμες τελευταίες σταγόνες ούρων.

Το τυρί μπορεί να διαφέρει από παραγωγό σε παραγωγό ως προς την υφή, τη σκληρότητα (οι περισσότερες ποικιλίες είναι του είδους «αλοιφή» ή «spread»), το χρώμα (λευκό ως μπεζάκι) και βέβαια την οσμή, για να μη μιλήσουμε για τη γεύση και χαθεί κάθε έννοια σεβασμού και σοβαρότητος προς το κοινό και τους θεσμούς... Σε κάθε περίπτωση πάντως, το προκύπτον μείγμα είναι εκρηκτικό, ιδίως αν συνδυάζεται με την ύπαρξη ούρδας και ταρζανιδίων στο ίδιο πακέτο. Η τελευταία αυτή περίπτωση απλά δεν παλεύεται και είναι εκτός οποιουδήποτε συναγωνισμού.

Τέλος, το τυρί επιδρά καταλυτικά σε 4 αισθήσεις (όσφρηση, γεύση, όραση και αφή) ενώ το καμένο ντουί στην καλύτερη περίπτωση σε 2 (όσφρηση και γεύση). Η ακοή επηρεάζεται παρομοίως και από τις δύο μπόχες.

Για τους επίδοξους τυροπαραγωγούς, αξίζει να σημειωθεί ότι σχεδόν αποκλειστική προϋπόθεση για Α' ποιότητος προϊόν αποτελεί η μη ύπαρξη περιτομής, αν και έχουν καταγραφεί και συμπαθητικές προσπάθειες από τους «κομμένους».

σλανγκασίστ - πνευματική μητέρα: ironick (ευχαριστώ)

αατα

- Αγάπη μου, θα μου κάνεις μία πίπα;
- Μπα, νηστεύω τα γαλακτοκομικά.
- Ε;
- Εξ και ξερός...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified