Το φωτοσούτ.
Είναι στο Νιου Γιορκ για φωτοσούτια η Ζιζέλ;
Το φωτοσούτ.
Είναι στο Νιου Γιορκ για φωτοσούτια η Ζιζέλ;
Got a better definition? Add it!
Published
Είδος ιταλικής πίτσας (και σπαγγέτι) με ομώνυμο σως. Όχι, δεν πρόκειται για παρεξήγηση και για χάσιμο στην μετάφραση. Η πουτανέσκα ΕΙΝΑΙ η πίτσα της πουτάνας και έλκει την καταγωγή της από τις πουτάνες της Νάπολης.
Η wikipedia δίνει πέντε έξι εικαζόμενα σενάρια για την καταγωγή του όρου, αξίζει να τα διαβάσετε. Τώρα είναι πλέον το συνηθισμένο αστείο όταν κάποιος παραγγέλνει πίτσα. Λ.χ. θεωρούμε ότι είναι η πίτσα που τρώνε οι ξανθές, ή γίνεται αφορμή για πεσίματα και παρεξηγήσεις.
Σχετικό: το φαγητό της πουτάνας
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παραλλαγές του επιφώνηματος αυτού αποδίδονται σε εκκλησιαζόμενη κυρα-περμαθούλα γιαγιούμπα που αναφωνεί με κατάνυξη:
«...προσκυνώ την πορδούλα σου Χριστούλη μου...»
στο άκουσμα της ψαλμωδίας
«... λαβών ο Ιησούς άρτον και ευλογήσας έκλασε και δους τοις μαθηταίς...» (Ματθαίος 26/κς΄ 26-29).
Το απόφθεγμα αυτό έχει τουλάστιχον δυο σλανγκικές εφαρμογές:
Διακωμωδεί ημιμαθή και θρησκόληπτα άτομα, των οποίων το πνεύματα κάθε άλλο παρά μακάρια είναι, αλλά και στηλιτεύει την τυφλή προσήλωση και δουλοπρέπεια ορισμένων σε θεσμούς και δόγματα.
Αποτίνει ειλικρινή και ουχί σπεκουλαδόρικα εύσημα και θαυμασμό σε όσους συνεισφέρουν παπάδες, τόσο στον μικρόκοσμο του slang.gr (λημματοδότες και μυδοπλάστες), όσο και στην πραγματική οικονομία της καθημερινότητάς μας.
«Η υποτελής στάση και συμπεριφορά των πολιτικών κομμάτων του κατεστημένου δεν είναι ένα καινούριο ζήτημα, ούτε φυσικά για πρώτη φορά αναφέρεται από αυτή τη στήλη της εφημερίδας. Μερικές φορές, όμως, είναι τόσο εξοργιστική η στάση ορισμένων, που μας προκαλεί να θυμίσουμε ορισμένα πράγματα, επανερχόμενοι πιθανόν σε γνωστά ζητήματα. Αφορμή είναι πάλι οι σχολιασμοί της »Αυγής« και η ευλάβεια, με την οποία αντιμετωπίζουν οποιαδήποτε κοινοτική οδηγία, όπως αυτή με την οποία παραβιάστηκε πραξικοπηματικά το Σύνταγμα της χώρας και, μάλιστα, βασικές και μη αναθεωρητέες διατάξεις του. Η μεγάλη ευλάβεια του »ΣΥΝ«, προς οτιδήποτε ευρωπαϊκό και κοινοτικό, μας φέρνει στο νου τη γριούλα, που παρακολουθώντας με ευλάβεια τη θεία λειτουργία στην εκκλησία, μόλις άκουσε τον παπά να λέει τη γνωστή ρήση του Ευαγγελίου »... και ο Κύριος έκλασε τον άρτον...«, αναφώνησε με βαθύ σεβασμό: »Μόσχος η πορδούλα σου Χριστούλη μου!...«. (Ο Ριζοσπάστης βάλλει κατά του ΣΥΝασπισμού, λινκ)
- Προσκυνώ την πορδούλα σου!!!! (Ο υποφαινόμενος αποτείνει καρασπέκια στον Χαλικού για το θρυλικό του μύδι στο λήμμα φυλλάδα ).
Got a better definition? Add it!
Ο καφές.
Προφανώς το λήμμα έγινε ευρέως γνωστό από τον 2ο δίσκο των ΗΜΙΖ (Ημισκούμπρια), με τα θρυλικά άσματα «Πώς γινόταν ένας γκαϊφές» και «Πώς γίνεται ένας γκαϊφές».
Ωραία μέρα έχει σήμερα ρε παιδιά, μετά τη δουλειά πάμε για κανα γκαϊφέ;
Got a better definition? Add it!
Επίθημα που σχηματίζει επίθετο από όνομα (συνήθως ουσιαστικό) ή, σπανιότερα, ρήμα, και δηλώνει κατοχή («αυτός που έχει»), χαρακτηρισμό («αυτός που χαρακτηρίζεται από») ή ομοιότητα («αυτός που θυμίζει/μοιάζει με»).
Πολύ συχνό γενικά στα ελληνικά (πιχί αεράτος, καλοσυνάτος, τρεχάτος), ειδικά στην αργκό φαίνεται να είναι πολύ παραγωγικό, κυρίως με τη σημασία της κατοχής. Ειδικότερα στο ουδέτερο γένος, -άτο, χρησιμοποιείται συχνά για σεξουαλικές στάσεις και σχηματίζει ουσιαστικά —για την ακρίβεια, ουσιαστικοποιημένα, πιχί καρεκλάτο (σεξ).
Πρόκειται απ' ότι καταλαβαίνω για τη λατινική κατάληξη -atus, η οποία είχε παρόμοιες σημασίες (πιχί, βαρβάτος < barbatus < barba + -atus, «αυτός που έχει γένια, που δεν είναι θηλυπρεπής»).
Στα παραδείγματα, λέξεις που έχουν ήδη καταγραφεί στο σλανγκ τζι αρ.
αεράτα, αλφάτος, αρχιδάτος, αστεράτος και αστεράτη, γαμάτος, γκλαμουράτος, εντεκαδάτος, ζωνάτο, καραμελογλειφάτο, καρεκλάτος, κομπολογάτη, κονάτο, κουστουμάτος, λαμπάτος, μουράτος, μπουζάτος, παντελονάτος, πιπαράτος, πλακάτος, ποτηράτο, πρεστιζάτος, πυλάτος, σκαφάτος, στεκάτος, σχεσάτο, τζαμάτος, τσιμεντάτος, φουφουλάτη, φραγκάτος, χεράτα
Στάσεις: αυτοκρατορικό κολωνάτο, καρεκλάτο, παντελονάτο, πιγκουινάτο, στριφολαρυγγάτο, συντριβανάτο, τραπεζάτο
Σχηματισμοί πατροπαράδοτοι: βαρβάτος, καραμπινάτος, κοτσανάτος, μελάτος, ποδαράτος, τρεχάτος
Σύγκρινε: τσιμεντάτος
Καμία σχέση: Σαββάτο
Got a better definition? Add it!
Στο σλανγκιπενές Λεξικό Μπαμπινιώτη η τέταρτη σημασία που δίνεται για τον «δακτύλιο» είναι: «ο σφιγκτήρας του πρωκτού» ως δίοδος με κυκλικό σχήμα, δηλονότι.
Η σημασία αυτή είναι σλανγκενεργή σε σχέση με όλη την φιλολογία για το μέτρο του δακτυλίου στο κέντρο της Αθήνας, που αποτελεί μείζον θέμα από τα ηρωικά 80ς. Εξ ου και η φράση «παραβιάζω τον δακτύλιο» είναι σλανγκιστί το τροχονομικό ισοδύναμο του «είμαι οφσάιντ».
Ο Χάρρυ Κλυνν είχε διακωμωδήσει το μέτρο με το να βάλει έναν θηλύγλωττο φλωρούμπα πρασινοφρουρό (επί ΠΑΣΟΚ) σε σκετσάκι να αναφωνήσει θαυμαστικά: «Αχ, αυτός ο υπέροχος δακτύλιος, αυτό είναι μέτρο!», δηλώνοντας προφανώς την στοργή του για τον άλλο δακτύλιο.
Γενικά, η φράση «παραβιάζω τον δακτύλιο» λέγεται για ανθρώπους που θέλουν να τα έχουν «μονά-ζυγά δικά τους» και να εισχωρούν και στις δύο τρύπες κατά βούληση. Η φράση έχει λάβει νέα επικαιρότητα μετά τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών».
Λάουρα: Είχαμε κανονίσει με τον Μένιο, τις μονές μέρες μουνί, τις ζυγές κώλο, αλλά αυτός ήθελε στις 9 του μήνα να παραβιάσει τον δακτύλιο! Δεν σεβάστηκε ούτε του κώλου τα εννιάμερα και την θλίψη μου ο απεόφοβος!
Λίλιαν: Και τι έκανες; Του έκοψες κλήση;
Λάουρα: Τι κλήση! Στην Ελλάδα είμαστε! Έχεις δει κανέναν να πάρει κλήση για παραβίαση δακτυλίου; Άλλωστε στον Μένιο έχω αδυναμία! Είναι ο Άρχοντας των Δακτυλιδιών!
Got a better definition? Add it!
Γνωστό σε όλους λήμμα, πάντα με απαισιόδοξη απόδοση.
Μήπως να το δούμε πιο αισιόδοξα στις ζοφερές σκέψεις μας;
Μεγαλοκαρχαρίας έχει την γραμματέα του εκτός από το γραφείο και στο κρεβάτι του. Εμφανίζεται όμως στην ιστορία καινούρια γκόμενα και έτσι η παλιά πρέπει να φύγει από την μέση. Αρπάζει την ευκαιρία η παλιά και του ζητάει αποζημίωση 100.000 ευρώ. Ο τύπος επειδή το φυσάει το παραδάκι για να μην έχει μπλεξίματα της δίνει μια επιταγή. Πάει στην τράπεζα η παλιά και φεύγει ολοκαίνουρια με 1.000.000 ευρώ!
Είδες ότι ένα μηδενικό έκανε την διαφορά!!!
δεν χρειάζεται.....
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για το πρώτο (γνωστότερο, δημοφιλέστερο και περισσότερο χρησιμοποιούμενο) μέρος της παροιμίας: Του κώλου τα εννιάμερα - του πούτσου τα σαράντα.
Background / παρασκήνιο: Τα «εννιάμερα» και τα «σαράντα» είναι μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι τελετές που γίνονται στην μνήμη νεκρών και αφορούν σε τρισάγια και επιμνημόσυνες δεήσεις. Τρισάγιο γίνεται στο τριήμερο («τριήμερα») και στις εννιά ημέρες («εννιάμερα») από τον θάνατο του νεκρού, ενώ επιμνημόσυνη δέηση ψάλλεται στο «σαρανταήμερο» ή «στα σαράντα» (δηλαδή στις σαράντα ημέρες), στους τρεις μήνες («τρίμηνα»), στους έξι μήνες («εξάμηνα») και στο χρόνο (ετήσιο) από τον θάνατο καθώς και στα τρία χρόνια από την κηδεία.
Στο θέμα μας: Τα «εννιάμερα» γίνονται πριν τα «σαράντα». So, όταν τρώμε κόλλυβα για τα «εννιάμερα» του κώλου, ήδη τρώμε τα κόλλυβα για τα «σαράντα» του πούτσου. Τουτέστιν, πρώτα πεθαίνει ο πούτσος και μετά ο κώλος κι αυτό το ξέρει ο κόσμος όλος.
Επικρατεί, ο πιο θλιβερός θάνατος να είναι ο πρώτος, δηλαδή αυτός του πούτσου. Η θλίψη μας για τα «σαράντα» του πούτσου είναι μεγαλύτερη, κατά πολύ, από αυτή για τα «εννιάμερα» του κώλου.
Συνεπώς, η έκφραση «του κώλου τα εννιάμερα» αναφέρεται σε γεγονότα των οποίων η σημασία κρίνεται ως μικρή σχετικά, δεδομένου ότι υπάρχουν άλλα πολύ πιο σημαντικά για να κλάψει κανείς...
Και εδώ έρχεται και δένει ο παρών ορισμός με τον προηγούμενο (σπεκ στους προλαλήσαντες), όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων:
«Χρησιμοποιείται ... για να δηλώσει κάτι ... ανάξιο λόγου, με μια δόση αγανάκτησης ή επιδεικτικής αδιαφορίας.»
-Αυτός ο Κώστας όλο με gucci και armani τριγυρνάει ρε Ελένη, στάνταρ είναι πολύ φραγκάτος.
-Του κώλου τα εννιάμερα είναι μωρή μαλάκω, φραγκάτος και τρίχες, γιαυτό πηγαίνει στην δουλειά με το παπάκι; Μαϊμούδες είναι τα gucci, ξεκόλλα με τις θεωρίες.
Βλ. και Τ.Κ.9 (ταυ κάπα εννιά)
Got a better definition? Add it!
Σοφή παροιμία των αρχαίων Σουμερίων, επίσης συναντάται και στην μορφή τρεις τον πούτσο κλαίγανε με πολλαπλές χρήσεις στην καθομιλουμένη. Για έμφαση μπορεί πριν την έκφραση να χρησιμοποιηθεί και το άιντεεεεεεε και για ακόμα μεγαλύτερη έμφαση να συνοδεύεται από χαρακτηριστική κίνηση παλινδρόμησης της χούφτας.
Με την έκφανση αυτή, συχνά χρησιμοποιείται ανάλογα με την περίσταση, ως συνώνυμη με άλλες εκφράσεις (χαμηλότερου και λαϊκότερου επιπέδου ασφαλώς) όπως άρες μάρες κουκουνάρες, άρτσι μπούρτζι και λουλάς, ό,τι να 'ναι να ‘χαμε να λέγαμε, καλά κρασιά, εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται ή σε διάφορους συνδυασμούς αυτών.
Σε κάθε περίπτωση χρησιμοποιείται ως σχόλιο σε κάποιο γεγονός ή κάποια δήλωση άλλου, σε έκφραση διαφωνίας, απαξίωσης, αποδοκιμασίας, περιφρόνησης, βδελυγμίας κ.λπ. ή και ως διαπίστωση πλήρους ασυνεννοησίας μεταξύ δύο ομιλητών.
- Άσε με ρε έχω φορτώσει, πήρε η διευθύντρια και μου ζήταγε μέσα στον χαμό, να της στείλω σε excel ανάλυση ανά τμήμα για το ετήσιο κόστος του χαρτιού υγείας.
- Άιντεεεεεεεεε, τρεις τον πούτσο κλαίγανε πέστης…
- Μωρέ Σούλα, έχω τραπέζι τους κουμπάρους μου, πες κάτι εύκολο και γρήγορο να φτιάξω εσύ που είσαι μαστόρισσα σε αυτά.
- Α, μια ωραία συνταγή είναι το ζαρκάδι με μύρτιλλα και σως πριμαβέρα.
- Αμάν ρε Σούλα, τρεις τον πούτσο κλαίγανε, εύκολο και γρήγορο σου είπα…
- …και του λέω, πες ρε Γιώργο κανα πικάντικο νέο τις τελευταίες μέρες που δεν μιλήσαμε… και τι μου λέει το άτομο; «βρήκα ένα κόλπο με το spacebar και πέρασα στην επόμενη πίστα»
- Πώωω, τρεις τον πούτσο κλαίγανε, το άτομο είναι εντελώς καμένο.
Σχετικά: ωραία φέτα, τρία πουλάκια κάθονται, καλά, πιάσε μια Amstel, του Κίτσου η μάνα κάθονταν, από την πόρτα σου περνώ..., τζούρα μαχαλάς κι αέρας πελεκούδια
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για την πεολειχία, την πίπα, το κλαρίνο, τον στοματικό έρωτα.
Δανειστήκαμε την λέξη από το Τουρκικό çubuk, πού σημαίνει ραβδί ή κλωνάρι και με την σειρά του ετυμολογείται εκ του μεσαιωνικού Περσικού chobag που έχει τον ίδιο ορισμό. Μεταφορικά συνδέεται με το çubuk, την πολυτελή δηλαδή πίπα πού κάπνιζαν οι προύχοντες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Συνήθως είχε κεχριμπαρένιο επιστόμιο, μακρύ (έως και 1.5 μ) στέλεχος από πολύτιμο ξύλο και πήλινο λουλά.
Στη σύγχρονη Τουρκία, η λέξη αυτή δεν αποδίδει ούτε την σύγχρονη πίπα (είδος καπνιστή), αλλά ούτε και σλανγκιστί το γλειφοπούτσι. Αντίθετα η λέξη boru (εκ τού οποίου και η δικιά μας μπουρού) σημαίνει πίπα και ενέχει σλανγκικές διαστάσεις, όπως και το saksafon.
Γλωσσολογικό συμπέρασμα: το τσιμπούκι υφίσταται Ελληνική σλανγκική αδεία. Το δε σλανκικό δαιμόνιο της φυλής απογείωσε την έννοια σε άλλους γαλαξίες αγγελικών κλαρίνων (βλ. παραδείγματα).
Όταν οι γηραιοί αλβιώνες give a blowjob και οι Γαλάτες σύμμαχοί μας taillent une pipe, το καθ' ημάς γαμαμούτρα περιλαμβάνει επώνυμα τσιμπούκια με σήμα το Λιοντάρι και επιδέξιες πεολ(ε)ιχούδες με μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν! Eμείς έχουμε τσιμπουκομικρούλικα όρθια τσιμπούκια, δίμετρες τσιμπουκλούδες με παχυλά τσιμπουκόχειλα, πιπινέζες γκουρμέ, πεσκανδρίτσες που από ασχημόπαπα μετουσιώνονται σε κύκνους με τα χυμώδη πεοχειλουδάκια τους καθώς σε πιπώνουν μονοφωνικά τε και στερεοφωνικά και άμα λάχει σου ρίχνουν ναι κάνα χυσόφιλο για τσιμπούμεραγκ!
Got a better definition? Add it!