Further tags

  1. Μπουρδελοσλάνγκ. Κουρτινιάρικο, εννοείται: πριβέ, είναι η γουαναμπή ιδιωτική εξυπηρέτηση, η παραμεροποίηση, δηλαδής, σεξοϋπηρεσιών σε ο-Θεός-να-τον-κάνει ξεχωριστό χώρο, οριζόμενο απλά από κουρτίνα, ένεκα ενδεχομένως του ευτελούς του καταστήματος.

  2. Γενικότερα, θέμα παρασκηνιακό και απόρρητο.

  1. Πριβε κουρτινιαρικο εχει σε πολλα μαγαζια. Αλλα δεν σημαινει οτι σωνει και καλα θα εισαι μονος σου. Και οι υπολοιποι τι να κανουμε να περνουμε νουμερο σαν στο ικα και να περιμενουμε να χυσεις; (από εδώ).

  2. Θα ασχοληθώ με το παρασκήνιο της εκλογής Πούτιν... Θα σας πω διάφορα αλλά ό,τι πω είναι εκ των πραγμάτων κουρτινιάρικο, οπότε ας ετοιμαστούμε... Βλ. μήδι Λιακό, όπου ασχολείται με το αγαπημένο του θέμα, νεοτάξ κουρτινιάρικες κατινιές και πουτινιάρικες βλαδιμηριές, που γαμάνε τα πρέκια στις πρώτες.

Στην αρχή του βίντεο, κουρτινιάρικο θέμα περι Πούτιν (από xalikoutis, 03/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλαστούπα είναι η σφουγγαρίστρα. Ή αυτό με το οποίο καθαρίζουμε το παρμπρίζ του αυτοκινήτου. Για αυτό λέμε μαλαστούπα και μια γκόμενα που είναι τελείως μπάζο, πατσαβούρα. Και κάποιον που είναι μαλάκας και μινάρας. Αλλά και μια μεγάλη πούτσα, επειδή και η σφουγγαρίστρα είναι μεγάλο ραβδί, όπως φανταζόμαστε την πούτσα.

Από τον Τσιμπατόνε στο Πρόχειρο.

  1. Τι να δώσω στο Πακιστάνι με τη μαλαστούπα; 600 Ευρώ παίρνω κι εγώ, δεν βγαίνω...

  2. - Καλά χώρισε το θεόμουνο για αυτήν τη μαλαστούπα;
    - Μπορεί να βγάζει άλλα γούστα στο κρεβάτι, δεν ξέρεις.

  3. Με αυτόν τον μαλαστούπα που έχουμε για πρωθυπουργό μην περιμένουμε και πολλά πράγματα.

  4. Κι εκεί που είχαμε πάει στην ερημική παραλία βλέπουμε ένα παππούδι να πετάει έξω τη μαλαστούπα και να αρχίζει να τον παίζει μπροστά σε όλους.

(από Καλαπόδας, 02/03/14)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και «τρυφερή είναι η νύχτα», καμία σχέση. Οι ορισμοί του γραφικού των Papara και Dirty talking είναι υποδειγματικοί. Αλλά δεν έχει να κάνει!

Ήταν μια εποχή που την ονόμασαν «Εκσυγχρονισμό» και η Ελλάδα τότε ήτανε «Ισχυρή». Η άλλη όψη του νομίσματος ήταν ασφάλουσλυ η άνοδος του λάιφστάιλ και των νέας κοπής καθωσπρεπισμών και καθωσδενπρεπισμών (κατά το «αμφορείς εντάξει, αλλά αν δε φορείς»; Τζόνυ Βαβούρας). Μια σούπα-μούπες σύμφυρση παχυδερμικά επιδερμικών συμπεριφορών και προσεγγίσεων στο ζην. Βλ. και το λήμμα νεοφιλελέρα.

Η κατηγορία-κατηγόρια «γραφικός» επιστρατεύθηκε προκειμένου μέσα από την καρικατουροποίηση τους να διαολοστέλνονται συνοπτικώς (να απονομιμοποιούνται κοινωνικά) αξίες και πρακτικές που χαλούσαν τη σούπα: έτειναν προς τη γραφικότητα όσοι κατέβαιναν σε πορείες και «φώναζαν», όσοι ασκούσαν κριτική στην τεχνοκρατικοποίηση του επαγγέλματός τους, όσοι «νοσταλγούσαν» ένα λιγότερο εμπορευματοποίημενο ποδόσφαιρο κ.τ.ο. Αλλά θα πρέπει να γίνουμε γενικώς πιο καχύποπτοι. Γενικά «γραφικότητα» χαρακτηρίστηκε ότι κι αν έκανε κανείς διαφορετικό ή παλιομοδίτικο εκτός κι αν το έκανε από άποψη, δηλαδή, ήταν κάπως φτασμένος (είχε έτοιμο κοπάδι να τον εξυμνήσει - βλ πχ θεατράνθρωπος) ή σε τροχιά ανόδου, δηλαδή, αν μέσα από αυτό είχε καταφέρει να κερδίσει χρήματα ή είχε καταφέρει να γαμήσει/θεί. Γραφικοί όσοι επέμεναν στο παλιό αμάξι επειδή δεν είχαν ανάγκη επίδειξης, γραφικοί όσοι έμειναν στο χωριό επειδή το αγαπούσαν κι όχι επειδή έφτιαξαν έναν αγροτουριστικό ξενώνα, γραφικοί όσοι φορούσαν άσπρες φανέλες χωρίς να έχουν μπράτσα και ξυρισμένο στέρνο (εσχάτως και τατού). Κλπ κλπ.

[ΠΡΟΣΟΧΗ: Το χαρακτηρισμό «γραφικός» άρχισαν να φλερτάρουν (καπηλεύονται;) πολλοί που δεν τους είχε δα εντελώς τελείως ξεβράσει ο καιρός και η ιστορία, αλλά που τους συνέφερε να καμώνονται πως τους έχει. Είναι εκείνοι που, αν δημοσιολογούσαν, έλεγαν και λένε με μισοκακόμοιρο ύφος: «Μας λένε γραφικούς, αλλά...». Η γραφικότητα και η εκλεχτική συγγένεια προς το καλτ ήταν/είναι σε αυτήν την περίπτωση μια μορφή εκπροσώπησης και κοινωνικής νομιμοποίησης συμπεριφορών - περιπτώσεις από βιζιτούδες της σόου βυζ που διαφημίσαν εαυτές προτάσσοντας την ελλεεινίδικη τσαχπινοπουτανιά, μέχρι εθνικιστοπατριώτες που της μίλησαν της καρδιάς του νοικοκυραίου, ποινικολόγους που μέσα από τη γραφικότητά τους στέλνουν στην πιάτσα το μήνυμα ότι υπερασπίζονται και το διάολο τον ίδιο, αλλά και κουκουέδες που συνέχισαν να σηκώνουν την μπαντιέρα της εργατικής τάξης, της ιδιόμορφης, δηλαδή, και με το αζημίωτο συμμετοχής τους στον ελληνικό κρατικό μηχανισμό («εμείς, εμείς, οι μόνοι συνεπείς» που λένε τα ΚΝΑΤ). Κλπ κλπ.]

Οπωσδήποτε η βρισιά γραφικός φορέθηκε στα ΜΜΕ και στον καθημερινό λόγο πολύ όπως λέει κι ο Ντέρτυ στον ορισμό του και κατέληξε να σημαίνει στον κυρίαρχο λόγο, διαταξικά και διηλικιακά, στην πόλη και στο χωριό, απλά τον «μαλάκα», τον yet-to-be απόβλητο.

Υπήρξε αντίσταση; Ναι, υπολειμματικά, την μαρτυρεί η φράση «γραφικά είναι τα Άγραφα» που έχει και παρήχηση και λέει και την αλήθεια για τα πραγματικά υπέροχα Άγραφα. Αν κάποιος κατέθετε τη γραφικότητα ως μομφή για κάτι που δεν του άρεζε, του' λεγε ο γραφικός, αν ήξερε τη φράση: «γραφικά είναι τα Άγραφα», και τελείωνε τη συζήτηση περί γραφικού ή μη.

Με την κρίση αλλάξανε τα κόζα: η αντιμνημονιακή γραφικότητα έγινε πολυχαϊδεμένη θεμιτή πολιτική αντίδραση. Αλλά και η υποστήριξη του μνημονίου έγινε κι αυτή γραφικότητα. Επίσης αλλάξανε τα πράγματα και με τους χίπστερς, προφ για να παραμείνουν τα ίδια.

- Ελάτε τώρα κύριε Ταρίφα με τις γραφικότητες.
- Γραφικά είναι τα Άγραφα παληκάρι μου, ξέρω τι σου λέω. Κι εγώ σου λέω ότι δε μας ψεκάζουν με τ' αεροπλάνα, για τα χημικά όπλα της Συρίας που μας τα φέρανε στην πόρτα μας τι έχεις να πεις; Κι αυτό γραφικότητα είναι;

Πρώτα σε λένε γραφικό, μετά προφήτη. (από Khan, 01/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική έκφραση για τους κάτοικους της Σαλαμίνας. Ο όρος σατιρίζει το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς υπηρετούν στο ναύσταθμο και ονειρεύονται να αποκτήσουν κάποτε τον τίτλο του οπλονόμου.

- Ωραία η Σαλαμίνα, ε;
- Το νησία εντάξει, οι κάτοικοι όχι. Οι οπλονόμοι είναι εντελώς κάφροι. Μπακαούκηδες σου λέω!
- ;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τουλάστιχον τέσσερις μεγάλες κατηγορίες:

Πάσα από Δ.Π. - Kilerakias.

Κατηγορία α'

- Είναι και ναζιάρα κορδελιάρα, ε δεν θέλει και πολύ Mr. Green

- Και εσυ εισαι ψευτοκαλλιτεχης, μηχανοραφτης σπουδαρχιδης φαυλος κορδελιαρης.

Κατηγορία β'

- ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ ΠΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦ Την τύχη μου την κορδελιάρα.........

Κατηγορία γ'

- Το είχα ακούσει στο ΟΑΚΑ από αεκτζή ως προσβολή σε βάρος του διαιτητή. Λίγα χτυπήματα στον γκούγκλη
(πάσα από Δ.Π. - Kilerakias)

- Γαμα το παιχνιδι σημερα, αλλα τον Νινη τον εχεις κανει σαν τα μουτρα σου Καραγκουνη ακους;;; Να πηγαινει για το φαουλ και για την τριπλιτσα και την κορδελιαρα μπαλια στο κεντρο σε καποιον πουναι αντε 10μ διπλα του. Καραγκουνη ΕΣΥ φταις

Κατηγορία δ'

- κορδελιασμένη ή χωρίς ;
- κορδελιάρα κορδελιάρα :msn-wink:

Got a better definition? Add it!

Published

Το τουμπελέκι ετυμολογούμενο εκ του τουρκικού tumbelek είναι ένα κρουστό όργανο χωρίς λαβή που χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή, λαϊκή και ρεμπέτικη μουσική. Όπως βρίσκω στην Βίκυ «είναι ανοικτό από κάτω και καλυμμένο με τεντωμένο δέρμα από πάνω. [...] Παίζεται με τα χέρια, καθώς το δεξί χέρι »μαρκάρει« τους ισχυρούς χρόνους και το αριστερό τους ασθενείς και συχνά περιλαμβάνει και κουδουνάκια περιμετρικά κρεμασμένα».

Το σλανγκικό ενδιαφέρον έγκειται στο ότι βρίσκουμε πολλές παραλλαγές του ονόματος, όπως τουμπερλέκι, τσουμπερλέκι, ντουμπελέκι, ντουμπερλέκι. Πολλές φορές το τσουμπερλέκια στον πληθυντικό, που καταχώρισε στο Δ.Π. ο Professor, το βρίσκουμε να σημαίνει όχι μόνο τα κρουστά όργανα, αλλά ευρύτερα ένα είδος απροσδιόριστων αντικειμένων τα οποία βασικά μπορούν να παραγάγουν θόρυβο, σαματά, τζέρτζελο, είναι άβολα και ανοικονόμητα, τα σέρνει κάποιος παρέα με τον κύριο εξοπλισμό του χωρίς να ξέρει σε τι ακριβώς θα του χρησιμεύσουν. Μπορεί επίσης να χαρακτηριστούν έτσι σκεύη ή άλλα φορητά μέρη εξοπλισμού. Γενικότερα, δηλαδή, θαρρώ πως τα τσουμπερλέκια κατέχουν θέση αινικτικού σλανγκικού πράγματος, ένα πράμα όπως τα μπλιμπλίκια, τα καβλιτζέκια, τα ματζαφλάρια και τα κρεμαντζόλια, όλα δηλαδή εκείνα τα τεχνολογικά, τεχνικά, χρηστικά (;) αντικείμενα τα οποία δεν ξέρουμε τι ακριβώς είναι και πρέπει να υπαχθούν σε ένα κοινό σουρεάλ όνομα για να συνεννοούμαστε. Περισσότερα στα παραδείγματα. Το χαρακτηριστικό των τσουμπερλεκίων είναι κυρίως ότι είναι (δυνάμει) φασαριόζικα.

Πάσα (Δ.Π.): Professor.

  1. Έτσι ξαφνικά κανόνισα να πάω στους Stomp (ξέρεις καλέ αυτούς με τα τσουμπερλέκια που μαζεύουν κάθε είδους αντικείμενα και βγάζουν μουσική). (Κοντά στην δόκιμη σημασία εδώ).

2. Όταν σουρούπωνε μαζεύαμε τα τσουμπερλέκια και πέρναμε τον κατήφορο για την δική μας γειτονιά.

  1. Θερμη παρακληση προς τον fisherman να του στειλει πακετο με αγκιστρια βαρυδια και τα υπολοιπα τσουμπερλεκια. (Από σάιτ για ψάρεμα).

  2. σουζες ισχυος σε καθε εξοδο........οχι οπως τωρα που για να δουμε σουζα πρεπει να πεσει η καρο σημαια και να «κοροιδεψουμε» τα ηλεκτρονικα τσουμπερλεκια!!!!!! δειτε τι σημαινει φλερτ με highsiding. (Εδώ με σημασία κοντά στο μπλιμπλίκια).

5. Το ξημερωμα τις Κυριακης βρισκει τους θωρακες, τα κρανη και τα υπολοιπα «τσουμπερλεκια» να λιαζονται ψηλα για να μην τα φτανει η αλεπου.

6. Τελικά την πάτησα νηστική θα μείνω. Έψαχνα τις αποδείξεις από τις κατσαρόλες και τα μίξερ και όλα μου τα τσουμπερλέκια.

Got a better definition? Add it!

Published

Ιδιωματισμός της Ηπείρου που περιγράφει τύπο φτυαριού στενότερου και παράλληλου ως προς τη λαβή, που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη στενών τρυπών και αυλακιών. Συχνότερα απαντάται ως μπελ'.

- Τάσου, θα μου δώκεις του φτυάρ' ν' ανοίξου κανένα χαντάκ';
- Άμα θες χαντάκ' να σ' δώκω καλύτερα του μπελ'.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως γράφει κι αλλού, κυριολεκτικά σημαίνει στολίζω κάποιον με την ιαχή άι σιχτίρ: άντε γαμήσου δηλαδή (για τους συμβατικούς ετυμολόγους), ή σε οικτίρω (για τους εσπεριδοειδίζοντες).

Πέον όμως να καταγραφεί και μια διαφορετική νυάνς του το λήμμαν αποκτά στον αόριστο χρόνο: σιχτίρισα σημαίνει απηύδησα, έγκωσα, χτύπησα μπιέλα, έβγαλα φλύκταινες εξαιτίας κάποιας κωλοσιχτιροκατάστασης. Το ότι έφτασα και στο σημείο να αναφωνήσω σιχτίρια δεν είναι παρά δευτερογενές σύμπτωμα.

1.
ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ EΒΔΟΜΑΔΑ ΠΟΥ ΣΙΧΤΙΡΙΣΑ ΝΑ ΠΕΤΑΩ

2.
Τη μία είχε κατάθλιψη το ζιγκλέρ και δεν έπαιρνε μπρος, την άλλη δάκρυζε η τσιμούχα, την τρίτη πόρδιζε η φλάντζα, ε, όσο και εάν την αγαπούσα κάποτε κουράστηκα, σιχτίρισα. Η Norton αποστρατεύτηκε με δόξα και τιμή, κι επειδή η τιμή τιμή δεν έχει, δεν την πούλησα ποτέ, την έχω ακόμη και τη βλέπω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νίντζα γιαγιαδισμός που επαναφορτώθηκεκαι φοριέται από αστειάτορες νέας κοπής.

Εκφέρεται στην θέα κάποιου αλλόκοτου, αινιγματικού ή σουργελώδους υποκειμένου ή αντικειμένου, πάντα με επιτηδευμένη ρουστίκ προφορά.

1.
αβατάρα; τ' είν' τούτο; ή τα ελληνικά μου πάσχουν ή κάποιο τυπογραφικό λάθος έγινε.

1.
ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ... τ' ειν' τούτο πάλι!

2.
Τ’ είν’ τούτο που φοράς, καλή μου;

3.
[img]http://img383.imageshack.us/img383/1264/ela1cq.gif[/img]
Τ' είν' τούτο;;;;; :-o :-o :-o :-o :-o :-o :wow: :wow: :wow: :wow: :wow: :-; :-; :-;

Στο 1.00 με την καυλή έννοια. (από Khan, 17/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ιστορικά: κάγκουρες υπήρχαν ανέκαθεν. Οι ιστορικές και τεχνολογικές εξελίξεις όμως τους ευνόησαν να αναπτυχθούν επικίνδυνα. Οι Άνδρες με το Α κεφαλαίο αποφάσισαν να δηλώσουν τον ανδρισμό τους είτε για να κεντρίσουν το γυναικείο ενδιαφέρον είτε για να νιώσουν απαλλαγμένοι από αυτό ως εξής:

Στυλιστικά: Και πρωί και βράδυ κάτι με τζιν, κάτι στενό αλλά όχι με έξαλλο κόψιμο, γυαλί που βγάζει μάτι από χιλιόμετρα, μαλλί φτιαγμένο ''αλά αντρικά''(=μαλλί που προσδίδει ύψος)

Κοινωνικά: συμπεριφορά αρνητική προς κάθε τι το γυναικείο. μηχανάκι/αυτοκίνητο -οι πιο τυχεροί- με εξάτμηση (τα αυτόματα για τις γυναίκες και τους πούστηδες) φτιαγμένο (οι άντρες ανέκαθεν είναι ικανοί στα ηλεκτρολογικά. τι; δεν το έφτιαξαν αυτοί; άντε καλέ).

Η καγκουριά συνοψίζεται σε μία απεγνωσμένη έκκληση για ενδιαφέρον και για πρόκληση της προσοχής, γι' αυτό και άλλος έχει καγκουριά στην εμφάνιση, άλλος στην συμπεριφορά, άλλος και στα δύο.

Ως καγκουριά πολλές φορές θα πούμε και τη γαϊδουριά.
Η καγκουριά ως τάση ξεκινάει από τα σχολικά χρόνια, αλλά υιοθετήθηκε και από μεγαλύτερης ηλικίας Άνδρες, πολλές φορές με καταστροφικά αποτελέσματα.

Σχετίζεται με την δήλωση ανδρισμού, με την διαφοροποίηση από τους γκέυ, με την ανάγκη για γκόμενα επειγόντως.

Παρκαρισμένο αμάξι κίτρινο μεταλιζέ, πάμφθηνο όταν αγοράστηκε, με διπλάσιο κόστος στο να φτιαχτεί: τι εξάτμιση, τι ηχεία, γενικά ό,τι βγάζει μάτι και κάνει θόρυβο (σε είδαμε αγόρι μου ερέμησε).

Ξαφνικά ένα τριχωτό χέρι με καδενούλα χρυσή ή δαχτυλίδι βγαίνει από το παράθυρο του αυτοκινήτου το οποίο έτσι κι αλλιώς το οδηγεί με το ένα χέρι (το άλλο στο λεβιέ). Και πετάει σκουπίδι. Ενώ οδηγεί. Πίσω εσύ με τον κουβά. Σου ήρθε στο παρμπρίζ. Γελάει. Καγκουριά. Χρειάζεται πολύ για να το καταλάβεις;

Ομώνυμο άσμα (από Khan, 11/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified