Εναλλακτική ονομασία της τζιβάνας.
Ρε Σώκο κάνε μια τζένη όσο σπάω τον μπάφο. Παίζει νάχω εισιτήριο στην τσάντα.
Εναλλακτική ονομασία της τζιβάνας.
Ρε Σώκο κάνε μια τζένη όσο σπάω τον μπάφο. Παίζει νάχω εισιτήριο στην τσάντα.
Got a better definition? Add it!
Πρεζοόρος που χρησιμοποιείται αντί του «σύριγγα», «βελόνι».
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το κλασσικό λάδι coppertone που σε μαυρίζει λες και είσαι χάλκινο ρομπότ που σκουριάζει.
Συνήθως το ακούς στην παραλία από Πακιστανούς με την χαρακτηριστική προφορά ή από οποιονδήποτε κάγκουρα που θέλει να το παίξει μούρη στο γκομενάκι.
Ρε συ βαράει ο ήλιος, δώσε μια το κοπερτόνι...
Got a better definition? Add it!
Στα κερκυραϊκά, αλλά και στη Δυτική Πελοπόννησο λέγεται έτσι ο τενεκές, κυρίως αυτός που βάζουμε το ελαιόλαδο.
Άμα έρθεις από το χωριό φέρε μας και μια λάτα ελαιόλαδο.
Πάρε μου και ένα λατάκι κοκακόλα άμα περάσεις από το περίπτερο.
Got a better definition? Add it!
Πολυσχιδής σλανγκιά, εκ του ηχομιμητικού γουργουρίζω. Αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στα εξής:
1.
Γουργούς / γούργουλας: ο ναργιλές (από τον ήχο του νερού κατά το ρούφηγμα που μοιάζει με γουργουρητό
2. οι «ειδήμονες» του ναργιλέ λένε ότι ο καρυδάτος γούργουλας είναι ασυναγώνιστος
3.
Τώρα που γυρίζει ο γούργουλας, ποντάρετε παρακαλώ… Να ξεπουλήσουμε την πατρίδα, τη χώρα που γεννάμε τα παιδιά μας! Άλλος δοσίλογος, ποντάρετε παρακαλώ…
4.
Λοιπόν…στοιχηματίζω ολόκληρο το βασίλειό μου της Δανιμαρκίας, που δεν είναι βέβαια και τίποτα σημαντικό έτσι σάπιο που κατάντησε, αλλά αυτό έχω αυτό βάζω, βάλτε και σεις παιδιά, μαύρο κόκκινο, λάδι για την καντήλα, εδώ κληρώνει ο γούργουλας, πως αν ο επικείμενος πρώτος τους δίσκος τους Let The Sunburnt Country Burn -αν και όποτε βγει- θ’ αφήσει εποχή…
Got a better definition? Add it!
Ο ηλεκτρικός αναδευτήρας που χρησιμοποιείται κατά την παρασκευή του εθνικού μας ροφήματος, του φραπέ.
Να μην συγχέεται με την φραπεδιέρα, που είναι επιτραπέζια. Το μαλακιστήρι είναι χειρός, είτε λειτουργεί με μπαταρίες, είτε με παροχή ρεύματος μέσω καλωδίου. Ενδεχόμενο αντιδάνειο σε -επίπεδο ερμηνείας- με τον όρο φραπέ όπως χρησιμοποιείται από τους νύκτωρ περπατούντες.
Ακούγεται στην ταινία Σούπερ Δημήτριος (2011).
Γιώργος: Γιατί πίνεις πορτοκαλάδα και όχι καφέ;
Δήμητρα: Δεν μπορούσα να φτιάξω, χάλασε το μαλακιστήρι.
Γιώργος: (ψιθυριστά) Ναι, είδαμε πως μπορούσες και όταν δεν ήταν χαλασμένο.
Δες και φραπογαλιέρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που προσπαθεί να την βγάλει τζάμπα, και κατ' επέκταση ο φτηνός, αλλά και ο ευτελούς ποιότητας.
Καλά εσύ είσαι γνωστός τσάμπαμαν και καβατζόπουστ@ς . =ρ. Σε ότι διακοπές πας, τη βγάζεις με τράκα. (Εδώ)
έχει ένα κομπρεσέρ με μεγάλες δυνατότητες σε τιμή τσάμπαμαν !!! (Εδώ).
Δεν θέλω την τσάμπαμαν συσκευή που μου έφερες τράβα πάρε κάνα Samsung; (Εδώ).
Δες και -μαν.
Got a better definition? Add it!
Λέξη που διασώζει και χρησιμοποιεί αρκετά στο ιδίωμά του ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, πλην ψιλολέγεται και μέχρι σήμερα. Σημαίνει το γύφτικο εικόνισμα, και κατ' επέκταση (σύμφωνα με τα ρατσιστικά στερεότυπα) άνθρωπο (στον Παπαδιαμάντη κυρίως κοπέλα) μαυριδερό και άσχημο, ή οποιονδήποτε άνθρωπο ή πράγμα περιφέρουν εν είδει λιτανείας ως κάτι σημαντικό, ενώ πρόκειται για κάτι εξαιρετικά ευτελές.
Σε μια σύγχρονη εποχή, που το λιγότερο όλοι γυρίζουν με ένα κινητό στην κωλότσεπη, που η τοπική τηλεόραση εκπέμπει ζωντανά, μέσω διαδικτύου, σε όλη τη γη, που τα Bluetooth και τα delivery είναι σε ημερήσια διάταξη, που η αντιπαράθεση λέγεται debate και είναι προσιτή για σύγκριση σε κάθε πολίτη, κάποιοι επιμένουν να τρέχουν από σπίτι σε σπίτι και να σταυρώνουν τον κόσμο για το σταυρό. Γιατί μη μου πει κανείς, ότι πάνε να πείσουν οικογένειες να ψηφίσουν από εδώ και όχι από εκεί; Άλλωστε δεν θα διέθεταν το χρόνο για να φέρουν ψηφοδέλτια παρά μόνο, κοιτάνε την πάρτη τους… Είναι όμως εντελώς γελοίο, να μην ξέρεις που πέφτει το σπίτι του τάδε συμπολίτη και να σε κουβαλάνε σα γυφτοκόνισμα, οι επιτήδειοι που κάνουν βεραμέντε ψυχικό γιατί έχουν γνωριμίες και άκρες… (Εδώ).
Έβγαιναν, μάνα και κόρη, έξω στο επάνω το λιακωτό τους, το παλαιόν και ετοιμόρροπον, η γραία Κακαβάραινα κ' η κόρη της το Μελαγχρώ, μεσημέρι και βράδυ και μεσάνυχτα, κ' έλυναν τα κλώνια της μανδήλας τους, κ' εξεσκουφώνοντο, κ' ετραβούσαν τα μαλλιά τους, και κατηρώντο «να πέση ξεπατωμός» στην γειτονιά. Κ' έβγαζαν της καθεμιάς και το παραγκώμι της. Την μίαν την ωνόμαζον. . .. ποδαρούσα, την άλλην εφταλουτρού, την άλλην γυφτοκόνισμα, την άλλην αναρούσα, [ξωτικό] την άλλην μαυροτσούκαλο, παλαβομανίτα. Είχον πλούσιον ονοματολόγιον. (Από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Μάνα και Κόρη» (1914 η μετά θάνατον πρώτη δημοσίευση) εδώ).
-Κείνο το γυφτοκόνισμα, το κουνέτο, το ξόγανο... κείνο το ανείδεο, το ξωθικό, παιδάκι μου... τον έκαμε το γυιό μου μπε κί ο... Ακουσ' εμένα που σ' λέω... τον έκαμε μπε κί ο! (Από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Τα δυο κούτσουρα» (1904) εδώ).
Ήτο η Μαρούσα, η ψυχοκόρη της Σταματούλας, δεκατεσσάρων ετών κορασίς, μελαγχροινή, νόστιμη, με μάυρα όμματα, με λευκόν μανδήλιον περί την κεφαλήν, την οποίαν προ δύο ετών, όταν ήτο μαθητής του γυμνασίου και κατώκει εις γειτονικόν δωμάτιον, ενθυμείτο μικράν άσχημην παιδίσκην, μαύρην, ζαρωμένην, αληθές «γυφτοκόνισμα», και ήτις τώρα είχε «ξετρίψει» κι εγίνετο ωραία. (Από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Αποκριάτικη Νύχτα» (1892) εδώ).
Κ' εγώ σ' έχασα τόσον καιρόν, και δεν σ' έβλεπα; Να χαθή το χνάρι σου, να μη σε βλέπω! Τι έγεινες τόσον καιρόν και δεν εφάνης πουθενά, γυφτοκόνισμα; (Από το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Η Γυφτοπούλα»εδώ).
Got a better definition? Add it!
Υπάρχουν τρεις μεγάλες και συχνά αλληλοκαλυπτόμενες κατηγορίες σκαταδούρας:
Λολοπαίγνιο, εν πάτση περιπτώσει, στην σκαρταδούρα.
1.
Αλεξη προσεξε δεν θελουμε κι αλλους ΔΟΥΡΕΙΟΥΣ ΙΠΠΟΥΣ .Μαζεψαμε ολο το..βαθυ ΠΑΣΟΚ μην παρουμε και τη σκαταδουρα που εχει σκοπο να μας διαλυσει
2.
Αυτο απ την αλλη βολευει τους καθηγητες γιατι αυτοι ασχολουνται με «σοβαρες» δουλειες και βαζουν τους κατωτερους να βγαλουν την σκαταδουρα
3.
Για κοιτάξτε προσεκτικά τη σκαταδούρα που επιπλέει στην περιοχή που οι αγωγοί είναι σπασμένοι και όλη η δυτική Ιτέα βρωμάει!
Got a better definition? Add it!
Η σύριγγα με την οποία τρυπιέται (σουτάρει) το ζάκι. Εκ του αγγλικάνικου (warm) gun.
Εναλλακτικά: γκαν, γκάνι, σέο.
1.
Στο βαγόνι γινόταν χαμός, κάτι πρεζόνια με το γκανάκι να εξέχει από την τσέπη (πρώτη φορά είδα ανθρώπους να κυκλοφορούν με το γκανάκι εμφανές στην τσέπη) προσπαθούσαν να πείσουν τους επιβάτες ότι δεν είναι πρεζόνια αλλά απλώς άνεργοι που δεν έχουν να φάνε, και «βοηθήστε μας καλέ κύριοι» και τέτοια.
2.
Με το «γκανάκι» βρίσκεις τη φλέβα, κάνεις αναρρόφηση κι όταν βλέπεις ότι είσαι μέσα τότε «σουτάρεις» και αισθάνεσαι το «φλας». Παίρνεις σήμα και «νταγκλάρεις». Οταν η δόση είναι μικρή στανιάρεις, γίνεσαι φυσιολογικός. Οταν η δόση είναι κανονική νταγκλάρεις, μαστουρώνεσαι. Αισθάνεσαι σπουδαίος και δυνατός. Ετοιμος να κατακτήσεις τον κόσμο.
3.
Μέρες του '79......Αχ τι μου θύμισες.. Το Ντούφη.. τα Youth Hostels που στέγαζαν Γερμανούς κάθε ηλικίας στο δρόμο από και για Ινδίες (που έκοψε η πτώση του Σάχη ακριβώς το '79).. Τα μαύρα μαύρα.. τα τάι, η μορφίνη (που συχνά ήταν Romidon και μας έκαψε) το ένα γκανάκι για μέρες και μέρες διότι δεν έδιναν σύριγγες οι φαρμακοποιοί..
Got a better definition? Add it!