Further tags

Αδερφός του ελαμωρέ και ξάδερφος του ωχαδερφιστή, με εκλεκτικές συγγένειες προς τον καικαλά και κυρίως τον οτινάνα.

Ο τιταθές (πληθ. τιταθέδες) είναι κι αυτός φιγούρα νεοελληνικής μιζέριας. Που παράπονο δεν έχει (με το σύστημα) αλλά κι ευχαριστημένος δεν είναι (δηλαδή, θέλει ακόμα κι άλλα κοκαλάκια να γλείψει)... Τι τα θες; Πάντα έτσι δεν ήταν ο μικροαστός; Άσε ρε τώρα...

Αγούγλιστον προς το παρόν, εθεάθη στο λόγο και στους τοίχους αναρχικών και καταλήψεων.

Θάνατος στους Τιταθέδες! (Α)

Είμαστε αλάνια, διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα
και δεν την τρομάζουν οι φουρτούνες τη δική μας ράτσα

Τι τα θες, τι τα θες, πάντα έτσι είν’ η ζωή
θα γελάς ή θα κλαις βράδυ και πρωί

Κάθε μας μεράκι γίνεται τραγούδι και το λέμε
και μες στα στραπάτσα μάθαμε ποτέ μας να μην κλαίμε

Τι τα θες, τι τα θες, πάντα έτσι είν’ η ζωή
θα γελάς ή θα κλαις βράδυ και πρωί

Κι αν στην κοινωνία μας χτυπούν αλύπητα οι μπόρες
Μέσα στο τραγούδι φεύγουνε χαρούμενες οι ώρες

Τι τα θες, τι τα θες, πάντα έτσι είν’ η ζωή
θα γελάς ή θα κλαις βράδυ και πρωί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανθρωπότυπος που σε μία κρίσιμη στιγμή λέει «ναι μεν, αλλά».

Δηλαδή όταν κάτι, είτε καλό είτε κακό, είναι πασιφανές και εξαιρετικά σημαντικό, αυτός δεν το αποδέχεται πλήρως ως όφειλε, αλλά από τη μια συγκατατίθεται στην διαπίστωσή του, ενώ από την άλλη διατηρεί επιφυλάξεις, με τις οποίες συνήθως εμμένει στην προηγούμενη ιδεολογική του θέση, που εντέλει δεν συγκλονίστηκε, όπως θεωρείται ότι έπρεπε, από το συνταρακτικό γεγονός. Ο ναιμεναλλάς είναι συνήθως ένας δυσκίνητος άνθρωπος που δεν έχει την δυνατότητα να αλλάξει όταν συμβαίνουν καινοφανή γεγονότα, που ανατρέπουν τα πιστεύω του. Ο ναιμεναλλάς δεν «χαίρει μετά χαιρόντων», ούτε «κλαίει μετά κλαιόντων». Δηλαδή και όταν συμβαίνει κάτι πάρα πολύ καλό, αρνείται να το χαρεί, για να μη φάει ήττα από τον σταλεγάκια. Και όταν συμβαίνει κάτι το σκανδαλωδώς κακό, βλέπει και τις καλές πτυχές του. Οι ναιμεναλλάδες είναι συχνά νοικοκυραίοι και καναπεδάκηδες, που αρνούνται να χάσουν την υλική και πνευματική βολή τους. Αλλά ενίοτε είναι και σκληρυμένοι ιδεολόγοι, που δεν θέλουν να χάσουν την ασφάλεια της ιδεολογικής τους θωράκισης.

  1. Τώρα μιλάω για το διάσπαρτο και πολυώνυμο πλήθος των Ναιμεναλλάδων.
    «Ναι μεν, αλλά…»
    Πόσες φορές το έχουμε ακούσει αυτό;
    «Ναι μεν μπορεί να είναι φασίστες αλλά εγώ τώρα δεν φοβάμαι να κυκλοφορώ μετά τις οχτώ στη γειτονιά μου».
    «Ναι, είναι οπαδοί του Χίτλερ αλλά τώρα μπορώ να πάω να καθίσω στο παγκάκι της πλατείας».
    «Ναι, είναι άγριοι αλλά μου αδειάσανε το σπίτι από τους νοικάρηδες λαθρομετανάστες που δεν μου πλήρωναν το νοίκι».
    Ναι μεν, αλλά…
    Αυτό είναι που λέει ο συμπαθών ή και ψηφοφόρος του “φιλικού” ― προς αυτόν― τρόμου.
    Είναι όλοι αυτοί που διάλεξαν να συμβιώσουν με τις “φιλικές” οχιές. Με την ελπίδα να “ξεκαθαρίσουν” οι οχιές τον τόπο από κάτι “ενοχλητικούς αρουραίους”.
    Και με την ανόητη ελπίδα ότι οι οχιές αποσύρονται στις σκοτεινές φωλιές τους όταν τελειώνουν τις βρομοδουλειές τους και δεν μας ενοχλούν πλέον. (Εδὠ).

  2. Αυτή τη χώρα οι «ναιμεναλλάδες» την κατέστρεψαν. Είτε ως πολιτικοί, είτε ως ψηφοφόροι. Οι λεγόμενοι μετριοπαθείς, κεντρώοι, νηφάλιοι, ήπιοι τύποι της διπλανής πόρτας.

  3. Αδιόρθωτοι ναιμεναλλάδες. [...] Το Σαββατοκύριακο που πέρασε ήταν μια μεγάλη στιγμή για την Ελληνική Δημοκρατία. Ένα μήνυμα ότι η Δημοκρατία μας, μπορεί να άργησε, μπορεί να έχει κουσούρια, αλλά είναι τελικά πανίσχυρη. Χαρείτε το και αφήστε τα «ναι, μεν, αλλά». (Εδώ).

(από Khan, 25/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι το καλοκαίρι και ο καλός καιρός, που σε ξελογιάζει και σε εμπνέει να τρέχεις σαν τρελή κι αδέσποτη στα τζιναβονήσια με το μελτεμάκι.

Είναι ξελογιάρα, και γω αβέλω μπάκολο για τον τζιναβότοπο, τζάκα πηγαίνουν αδερφές για να δικέλουν σερμελιές, και όπως πάντα αβέλει γκοντορελιά. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός ή μέλος του Ολυμπιακού, της ομάδας του λιμανιού του Πειραιά. Κάπως πιο εύσχημο και δημοσιοκαφρικό ή δημοσιογαυρικό από το μαουνιέρης, χρησιμοποιείται πάντως κυρίως από τους αιώνιους αντίπαλους, τους βάζελους.

  1. ΧΑΡΕΙΤΕ ΤΟ ΛΙΜΑΝΙΣΙΟΙ... ΜΟΝΟ ΩΣ ΤΑ PLAY OFF! Δεν αξήγητε αλλιώς αυτό που έγινε στο ΣΕΦ...ήθελαν να χάσουν από μόνοι τους οι παίχτες του Ζοτς, ας χαρούν αυτή τι νίκη οι Λιμανίσιοι...τα Play Off όμως ακολουθούν... (Εδώ).

  2. Αυτοί είστε λιμανίσιοι! Παράγκες, παραρτήματα, σκάνδαλα και τώρα στημένα επεισόδια για να πάρουν τον Τζιμπούρ! Τους ξεφτίλισε ο ατζέντης του Αλγερινού! (Εδώ).

  3. Λιμανίσιοι και σκάνδαλα πάνε πάντα παρέα. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γερμανικές είναι οι σφαλιάρες που δίνουμε όχι με την παλάμη μας, αλλά με την αντίθετη πλευρά του χεριού μας. Οι ανάποδες δηλαδή. Προέρχεται πιθανόν από την τάση που είχαν οι Γερμανοί στην κατοχή να δίνουν τέτοιου είδους χαστούκια σε πιτσιρίκια, μιας και δεν πονάνε τόσο πολύ όσο οι κανονικές.

Και που λες φιλαράκι, είχα βγει εχτές με την Ευτέρπη και έπαιζε μπάλα έναν φλωράκο απέναντι... Έτσι είσαι μωρή καριόλα λέω... Εεε μόλις γυρίσαμε σπίτι έφαγε τις γερμανικές της και έστρωσε.

η σφαλιάρα που σε στέλνει πίσω στο σχολείο (από vanias, 17/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οτιδήποτε τυχαίο όπως:

  • Πρόσωπο
  • Αντικείμενο
  • Τοποθεσία
  • Φράση

Ο λόγος που χρησιμοποιούμε την αγγλική λέξη αντί της ελληνικής είναι γιατί γλιτώνουμε μία συλλαβή (2 αντί 3). Γκέγκε;;

- Πήγαμε θέατρο με την Μαρία.
- Έπαιζε κανένας γνωστός ηθοποιός;
- Μπα. Κάτι ράντομ φοιτητές ήτανε και μαλακιζόντουσαν. Ευτυχώς είχε ελεύθερη είσοδο.

- Την Κυριακή γιορτάζει ο Αλέξης αλλά δε παίζει μία.
- Μην αγχώνεσαι. Πάμε μαζί και θα ετοιμάσω κάνα ράντομ δώρο από αυτά που μου φέρανε στα γενέθλια.

- Που βγήκατε την Κυριακή;
- Σε ένα ράντομ μπαράκι, πλατεία Καρύτση. Ξέρεις μωρέ, ένα από αυτά τα μικρά, ούτε που θυμάμαι πως το λέγανε.

- Ωχ, έρχεται ο διοικητής. Σβήσε το τσιγάρο και βρες μια ράντομ δικαιολογία μη φάμε καμιά καμπάνα.

Πιστόλιον FB Radom Vis Mod 35, πολωνικῆς κατασκευῆς καὶ προελεύσεως (από aias.ath, 17/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία εκ του καραμπαλίκια (= όρχεις) + licking (= γλείψιμο). Το γλείψιμο των όρχεων (ορχεολειξία ή ορχεολειχία). Καραμπα-licking.

Εδώ η επεξήγηση-γένεση της λέξης.

Και αφου μου τριφτηκε λιγακι ακομη κατεβηκε ποιο χαμηλα και ακολουθει καραμπαlicking ! Ευλαβικο θα το χαρακτηριζα ενα απαλο γλωσσομασαζ στα ξουρισμενα μπαλακια που οσο το σκευτομαι νιωθω κατι να με γαργαλαει ακομη... Bravo baby! (Δείτε όλο το κείμενο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στοματικός έρωτας, το τσιμπούκι, ο πεοθηλασμός.

Λεξιπλασία εκ του καλαμπαλίκια (= όρχεις και το όλον πακέτο) + licking (= γλείψιμο). Το γλείψιμο των όρχεων και πέους.

γενικα η κοπελα απο σωμα εχει ωραιο χωρις καμπυλες που να σε αναστατωσουν, βυζακι μεσαιο κρεμαει ωραια, κωλαρακι απον, αν την κοιτας απο πισω δεν σου σηκωνετε, ξεκινησε χωρις προκαταρτικα κατευθειαν περασμα της καποτας αφου πρωτα προσφερε πρωτα αγριο καραμπαλικινγκ.!εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που παίρνει μέρος σε πορείες, ακόμα και αν δεν τον αφορούν, ακόμα και με την μορφή πληρωμής ανεξαρτήτως πολιτικών θέσεων.

- Κωστάκη την Τρίτη έχει πορεία για να στηρίξουμε το κυβερνητικό έργο είσαι;
- Τι λες ρε μαλάκα θα φάμε γιαούρτια.
- Δεν πειράζει, 50 ευρώ το κεφάλι, τι είναι λίγα γιαούρτια.
- Πω ρε φίλε είπαμε με μια φορά πούστης δε γίνεσαι, αλλά εσύ έχεις γίνει εντελώς συλλαλητήριος.

(από ΑΙΤΟ, 10/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο δονητής. Που σε απαυτώνει.

  2. Ο κώλος.

  1. βλ. εδώ

  2. Αγαπάς τον σύντροφό σου; Είσαι ερωτευμένη μαζί του;
    Αν απαντήσεις ναι και στα δύο, τότε γιατί σκέφτεσαι κάποιον άλλον; Μήπως τα θέλει ο απαυτούλης σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified