Δε σημαίνει απλά "εγώ είμαι οπαδός του Ο.Φ.Η." αλλά, σε κάργα ομιλjήτικες(1) συνοικίες του Ηρακλείου, όπως τα Καμίνια, σημαίνει είμαι ντόμπρος, παντελονάτος και λογοτιμήτης άθρωπος.

Είναι, δηλαδή, παραπλήσιο αλλά και διαφορετικό από το βορειοελλαδίτικο αντίστοιχο ΠΑΟΚ είσαι. Διαφορετικό, επειδή το "ΠΑΟΚ είσαι" σημαίνει περισσότερο ότι δεν πρέπει να λιποψυχάς στα δύσκολα, το νόημα είναι στον ΜΠΑΟΚ αφού...ενώ εγώ' μαι ΟΦΗτζής σημαίνει πως διεκδικώ ένα είδος αξιοπιστίας επικαλούμενος την εντοπιότητα-συμβατικότητα των προτιμήσεών μου στο τοπικό πλαίσιο - κάτι λίγο σαν το κούτελο δηλαδή. Παραπλήσιο, από την άλλη, είναι το νόημα των φράσεων σε βορρά και νότο, επειδή είτε ΟΦΗτζής είτε ΠΑΟΚτζής, το να το δηλώνεις έχει τον ηρωισμό του μη ξεπουλήματος στο ΠΟΚ. Αλλά κυρίως, επειδή είτε επικαλείσαι τη σχέση σου με τον ΠΑΟΚ ως ψυχική εφεδρεία, είτε επικαλείσαι τη σχέση σου με τον ΟΦΗ ως απόδειξη αξιοπιστίας, και στις δυο περιπτώσεις επικαλείσαι την ομάδα ως έσχατη καταφυγή, μοναδική και απαράγραπτη, σε καταστάσεις που ή αν είσαι άνθρωπος για τον οποίο γενικά η ψυχική αντοχή και η τιμή είναι πρόβλημα.

Φιλαράκι, δε σε παίζω(2), εγώ' μαι ΟΦΗτζής!


(1) Ομιλήτης=επίσημο προσωνύμιο των οπαδών του ΟΦΗ.

(2) παίζω = κοροϊδεύω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Κική Λουμπίνα (ψευδώνυμο) ήταν στα τέλη δεκαετίας 1920 και αρχές δεκαετίας 1930 το πρώτο όνομα του πορνείου των Βούρλων στην Δραπετσώνα, στον Πειραιά, και ανταγωνιζόταν ευθέως ελεύθερες και σπιτωμένες ιερόδουλες της Τρούμπας. Η αμοιβή της ήταν σημαντική για την εποχή: σαράντα δραχμές. Οι άλλες, οι καλές των Βούρλων, κόστιζαν τριάντα, οι μέτριες είκοσι και οι ηλικιωμένες / άσχημες / άρρωστες κλπ δεκαπέντε. Περισσότερες λεπτομέρειες για το υπόψη πορνείο μπορεί να βρεθούν στο ιστολόγιο http://pireorama.blogspot.gr

Παράδειγμα εδώ

Για πολλά χρόνια, μέχρι και σήμερα το επίθετό της Κικής Λουμπίνα κυκλοφορεί ακόμη στον Πειραιά και γενικά στην Αττική σαν απαξιωτική βρισιά και προσταγή μαζί "Σώπα μωρή Λουμπίνα!..". Σήμερα οι γλωσσολόγοι και οι ειδικοί που συναγωνίζονται να εξηγήσουν την προέλευση του όρου "Λουμπίνα" παραβλέπουν από τις εισηγήσεις τους αυτή την μεγαλύτερη ιερόδουλη των Βούρλων, την Κική Λουμπίνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσεξε το φιλαράκι μου που το άφησα μόνο και το εκμεταλλεύεσαι παλιολουμπίνα!

Επικριτικός και υβριστικός χαρακτηρισμός, προερχόμενος από το ψευδώνυμο της ονομαστής ιερόδουλης του συνοικισμού Βούρλων (που το 1920-1930 βρισκόταν στα σύνορα Πειραιά–Δραπετσώνας, 80 μέτρα από τον Άγιο Διονύσιο) Κικής Λουμπίνα. Ο χαρακτηρισμός αναφέρεται στα χαρακτηριστικά της πονηριάς και της ικανότητας εξαπάτησης των άλλων για την επίτευξη ορισμένου στόχου με κάθε τρόπο και την εν γένει αναξιοπιστία, δηλ. συμπεριφορές που σύμφωνα με την αγοραία (υπο)κουλτούρα αποδίδονται σε εκδιδόμενες γυναίκες (ιερόδουλες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανθρωπότυπος που σε μία κρίσιμη στιγμή λέει «ναι μεν, αλλά».

Δηλαδή όταν κάτι, είτε καλό είτε κακό, είναι πασιφανές και εξαιρετικά σημαντικό, αυτός δεν το αποδέχεται πλήρως ως όφειλε, αλλά από τη μια συγκατατίθεται στην διαπίστωσή του, ενώ από την άλλη διατηρεί επιφυλάξεις, με τις οποίες συνήθως εμμένει στην προηγούμενη ιδεολογική του θέση, που εντέλει δεν συγκλονίστηκε, όπως θεωρείται ότι έπρεπε, από το συνταρακτικό γεγονός. Ο ναιμεναλλάς είναι συνήθως ένας δυσκίνητος άνθρωπος που δεν έχει την δυνατότητα να αλλάξει όταν συμβαίνουν καινοφανή γεγονότα, που ανατρέπουν τα πιστεύω του. Ο ναιμεναλλάς δεν «χαίρει μετά χαιρόντων», ούτε «κλαίει μετά κλαιόντων». Δηλαδή και όταν συμβαίνει κάτι πάρα πολύ καλό, αρνείται να το χαρεί, για να μη φάει ήττα από τον σταλεγάκια. Και όταν συμβαίνει κάτι το σκανδαλωδώς κακό, βλέπει και τις καλές πτυχές του. Οι ναιμεναλλάδες είναι συχνά νοικοκυραίοι και καναπεδάκηδες, που αρνούνται να χάσουν την υλική και πνευματική βολή τους. Αλλά ενίοτε είναι και σκληρυμένοι ιδεολόγοι, που δεν θέλουν να χάσουν την ασφάλεια της ιδεολογικής τους θωράκισης.

  1. Τώρα μιλάω για το διάσπαρτο και πολυώνυμο πλήθος των Ναιμεναλλάδων.
    «Ναι μεν, αλλά…»
    Πόσες φορές το έχουμε ακούσει αυτό;
    «Ναι μεν μπορεί να είναι φασίστες αλλά εγώ τώρα δεν φοβάμαι να κυκλοφορώ μετά τις οχτώ στη γειτονιά μου».
    «Ναι, είναι οπαδοί του Χίτλερ αλλά τώρα μπορώ να πάω να καθίσω στο παγκάκι της πλατείας».
    «Ναι, είναι άγριοι αλλά μου αδειάσανε το σπίτι από τους νοικάρηδες λαθρομετανάστες που δεν μου πλήρωναν το νοίκι».
    Ναι μεν, αλλά…
    Αυτό είναι που λέει ο συμπαθών ή και ψηφοφόρος του “φιλικού” ― προς αυτόν― τρόμου.
    Είναι όλοι αυτοί που διάλεξαν να συμβιώσουν με τις “φιλικές” οχιές. Με την ελπίδα να “ξεκαθαρίσουν” οι οχιές τον τόπο από κάτι “ενοχλητικούς αρουραίους”.
    Και με την ανόητη ελπίδα ότι οι οχιές αποσύρονται στις σκοτεινές φωλιές τους όταν τελειώνουν τις βρομοδουλειές τους και δεν μας ενοχλούν πλέον. (Εδὠ).

  2. Αυτή τη χώρα οι «ναιμεναλλάδες» την κατέστρεψαν. Είτε ως πολιτικοί, είτε ως ψηφοφόροι. Οι λεγόμενοι μετριοπαθείς, κεντρώοι, νηφάλιοι, ήπιοι τύποι της διπλανής πόρτας.

  3. Αδιόρθωτοι ναιμεναλλάδες. [...] Το Σαββατοκύριακο που πέρασε ήταν μια μεγάλη στιγμή για την Ελληνική Δημοκρατία. Ένα μήνυμα ότι η Δημοκρατία μας, μπορεί να άργησε, μπορεί να έχει κουσούρια, αλλά είναι τελικά πανίσχυρη. Χαρείτε το και αφήστε τα «ναι, μεν, αλλά». (Εδώ).

(από Khan, 25/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρκτικόλεξο Όφα (= Όπου Φυσάει ο Άνεμος) δεν αντιστοιχεί μόνο σε ένα οιονεί πολιτικό κόμμα των ανερμάτιστων και οπορτουνιστών. Οι χρήσεις του είναι ευρύτερες.

Όφα είναι γενικώς ένας τύπος γιούχου, σε φάση τρεις λαλούν και δυο χορεύουν, ομνύων στο σεπτό δόγμα του ο,τινανισμού. Περαιτέρω συμβολή στη φαινομενολογία του όφα: αναποφάσιστος, μονίμως με αίσθηση ανικανοποίησης, ευμετάβλητος, αναξιόπιστος, ασταθής, επιπόλαιος, ασόβαρος, χειραγωγήσιμος, κλπ.

Προτιμάται ιδιαιτέρως ως χαρακτηρισμός ατόμων θηλυκού γένους, προδιαθέτει εν προκειμένω η κατάληξη -α. Το όφα ως το θηλυκό του επιθέτου οφ: άκυρος, άμπαλος, άσχετος, αουτσάιντερ (αλλά όχι underdog, όρος με λεπτές, λεπτότατες νοηματικές αποχρώσεις), κλπ.

- H γκόμενα είναι όφα, τι πας να μπλέξεις;

Επειδή ως γνωστόν ενός κακού μύρια έπονται - και επειδή η σλανγκ ενίοτε αγαπά τις βάναυσες γενικεύσεις - μια γκόμενα όφα είναι, συνήθως αλλά όχι πάντα, και μπάζο, πλην των άλλων ελαττωμάτων της.

(σ.ς.: εν γνώσει και προς συμπλήρωση του ορισμού του Πονηρόσκυλου)

- Εγώ ρε αγόρι σε θυμάμαι μια ζωή με τίμια γκομενάκια, τι είν' αυτή η όφα που τραβιέσαι τώρα;

(από Khan, 31/08/11)

βλ. και όπου φυσάει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την αγγλική λέξη random. Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις που συμβαίνει ό,τι νά 'ναι ή, εναλλακτικά, όταν κάποιος ισχυρίζεται ότι κατέχει μια γνώση αλλά κατά βάθος πετάει μαλακίες...

- Φίλε να ξέρεις ότι το βόρειο σέλας οφείλεται στον ηλιακό άνεμο!
- ...Ράντομ σάιενς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν προσεγγίσουμε τον όρο κατά λέξη, είναι ο άρχων των ομοφυλοφίλων, ο επικεφαλής, ο αρχηγός. Κατά το Ίλαρχος, Ίππαρχος, Δήμαρχος, ο καθοδηγών τους πούστηδες. Το νόημα ωστόσο παραπέμπει στην άλλη έννοια που ενέχει η λέξη, δηλ. στον φορέα κακίας, πονηριάς, ψεύδους και βλαπτικότητας. Το δεύτερο συνθετικό τονίζει έντονα το μέγεθος της κακότητας του ατόμου, είναι κάτι παραπάνω από «πούστης», δεν «εξηγείται πούστικα» ούτε «κάνει πολλές πουστιές». Κάποιες φορές στον στρατό χρησιμοποιείται εναλλακτικά και ως ο οπλίτης που κάνει ό,τι πουστιά περνάει από το χέρι του για να «χώσει» μέσω του βύσματος που διαθέτει τους άλλους φαντάρους.

- Ρε συ, αυτό το κωλόπαιδο ο Μίμης, συντοπίτης σου δεν είναι;
- Μην τον αναφέρεις καθόλου αυτό το αρχίδι, πρόκειται για μεγάλο πούσταρχο, πραγματικά μισητή μορφή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι ό,τι νά 'ναι και γενικότερα πρεσβεύει το κίνημα του οτινανισμού.

Κάθε παράδειγμα περιττεύει με αυτόν τον οτινάνα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified