Further tags

Εις το λεκτικό ιδίωμα των Ρόμα, κοινώς: αθίγγανων ή επί το προσβλητικότερον: γύφτοι, τουρκόγυφτοι κτλ η φράση του θρυλικού Λεονίδα ή Λεονάιντας παίρνει νέα τροπή ένεκα η προφορά! Τοιαύτη φράση αποτελεί ύμνο και ίσως τη μεγαλυτέραν των τιμών εις την επί πολλώ τιμώμενη φυλή των αθιγγάννων!

Γ. Καλαμπόρτζος: «Ρε συ μαχλέμπα, πάρε το ντατσούνι σου γκιατί ντε τα σε τρακάρω!»

Μ. Μαχλέμπας: «Εγκώ το ντατσούνι ντε τα το πάρω! Έτσι γκια να μάτεις! 'Ελα εντώ άμα είσαι άντρα! Ή ταν ή τα πιτάν!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ορνιθολέων είναι ζώον θηλαστικό που ενδημεί στην Ελλάδα. Είναι πρωτεϊκής μορφής, έχοντας την ιδιάζουσα ικανότητα να λεονταρίζει εφ' όσον βρεθεί ανάμεσα σε όρνιθες, ενώ ευρισκόμενο εν μέσω λεόντων, μετατρέπεται αυθωρεί σε κότα κακαρίζουσα.

Άνθρωποι κάθε τάξης και επαγγέλματος μπορεί να είναι ορνιθολέοντες, ενώ πολλές φορές και κανονικοί Homo sapiens γίνονται περιστασιακά ορνιθολέοντες, όταν οδηγούν, π.χ, ή άμα πιουν κάνα ποτηράκι παραπάνω.

Μαχαλόμαγκας οδηγός χειρονομεί προς και βρίζει χυδαιότατα νεαρή οδηγό σταματημένη στο φανάρι. Ο νεαρός φίλος της κοπέλας (αόρατος ως τώρα από τον εν λόγω οδηγό) βγαίνει από το αυτοκίνητο. Είναι γύρω στα 95 κιλά -χτισμένα- και χαμογελάει περίεργα. Ο αρχικός οδηγός κλειδώνει τις πόρτες και ανεβάζει όλα τα παράθυρα. Κάνει μορφασμούς συγκατάβασης πίσω από τα τζάμια και έχει αρχίσει να ιδρώνει εμφανώς. Ο νεαρός του τα ψέλνει ένα χεράκι εις επήκοον όλων, καταγράφει το συμβάν στο κινητό του, και ανεβάζει το βίντεο στο youtube. Ο οδηγός είναι χαρακτηριστική περίπτωση περιστασιακού ορνιθολέοντος.

Ορνιθολέων πήγε για μαλλί... (από Vrastaman, 20/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα ετούτο παρομοιάζει τον πρωκτό του γκέη, κοινώς φιρφιρίκουλα, με τον τρόπο αναγόμμωσης των παλαιοτέρων τυφεκίων: Εις τα τυφέκια ετούτα ετοποθετούσαν το φυσίγγιο εις εσοχήν εις το οπίσθιο μέρος της κάνης. Ωσεκτουτού, το όπλο καλούντο «οπισθογεμές». Το αυτό με τον γκαίη, ο οποίος «γεμίζει» εξ οπισθίων! Σε αντίθεση βέβαια με το όπλο, τα... βόλια παραμένουν εντός της «κάννης»!!!

Κλέων, περπατών επί της λεωφόρου Συγγρού: «Θα ήθελα ένα αγγούρι ίνα δροσιστώ!»
Μεγακλής: «Θελεις να δροσιστείς ή να... ζοριστείς;»
Κλέων: «Παρντόν! Δεν αντελήφθην!»
Μεγακλής: «Εννοώ, μήπως είσαι οπισθογεμής;»
Κλέων: «Πώωωωςςς;; Η μεγαλυτέρα των προσβολών! Σε καλώ σε μονομαχία με ξίφη!»
Μεγακλής: «Αχχ ωραία, να κατεβάζω το παντελόνι δια να με... »καρφώσεις« με το »ξίφος« σουου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σταυροφόρος καλικάντζαρος του διαδικτύου. (Από την νορβηγική λέξη troll = δαίμονας).

Ταλιμπανοειδούς μορφής ξωτικό που επιτίθεται -συνήθως κατά αγέλες- εναντίον ιστοσελίδων που πραγματεύονται θέματα ταμπού για την ιερή παπάτζα. Τις περισσότερες φορές χρησιμοποιεί το σπάνιο όνομα «ανώνυμος» .

Γνωρίσματα: είναι νανοειδής στην κατασκευή, απεχθάνεται τα λογικά επιχειρήματα, έχει σπυριά, μούσι (να μην πούμε τίνος φερετζές είναι αυτό) και ενίοτε παρεπιδημεί σε μοναστήρια. Ο σκοπός του δεν είναι να προσφέρει κάτι στην συζήτηση, αλλά να βανδαλίσει την ιστοσελίδα και να γαμήσει την κουβέντα.

Τρόποι αντιμετώπισης:

  1. Τα αγνοείς και κάποια στιγμή βαριούνται και φεύγουν.
  2. Τα λούζεις με χιούμορ. Είναι κάτι που απεχθάνονται και την κάνουν με γρήγορα πηδηματάκια.
  3. Τα ψεκάζεις με ένα καλό κατσαριδοκτόνο. Συνιστώνται οι μάρκες: Δαρβίνος, Ντόκινς, Μαρκήσιος Ντέ Σάντ, κλπ.

Βλέπε και τρολ

Ένας γνωστός μου ανέβασε ένα άρθρο για την περιουσία των μοναστηριών και του την πέσανε τα χριστιανοτρολάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνική απόδοση του modelizer, του τυπικά μεσήλικα άνδρα ο οποίος συναναστρέφεται αποκλειστικά με μοντέλα τα οποία και εναλλάσσει/ανταλλάσσει με έτερους μοντελοπνίχτες.

Κάποιος γίνεται μοντελοπνίχτης αφενός επειδή μπορεί δεδομένης της οικονομικής του επιφάνειας και αφεδύο, όπως ισχυρίζονται οι γιαλόμες, επειδή είναι ανασφαλές και κομπλεξικό χαμαντράκι που πασχίζει να υποκαταστήσει το ελλειμματικό του ύψος και μάκρος.

Ο νεολογισμός εισήχθη στην καθομιλουμένη από τον διακεκριμένο ποινικολόγο Αλέξη Κούγια ο οποίος πρόσφατα αναδείχτηκε με την ψήφο σας ο Μεγαλύτερος Έλληνας Μαλάκας όλων των εποχών.

Τελευταία χρησιμοποιείται και μεταφορικά, με την έννοια του ρηξικέλευθου πρωτοπόρου που προσπερνά τα πεπατημένα πρότυπα/μοντέλα σε πεδία όπως την πολιτική και τον αθλητισμό.

Εκ του μοντέλα και του κουνελοπνίχτη.

  1. «Επειδή ξέρω πως είσαι μοντελοπνίχτης, εγώ θέλω οικογένεια. Κανόνισε την πορεία σου» (Βατίδου προς Κούγια, βλ. μύδι)

  2. Στο τέλος, οι μοντέλες γίνονται το Βατερλό του μοντελοπνίχτη. Του τρώνε την περιουσία και τον ρεζιλεύουν σε όλη την κοινωνία. Η μοντέλα πνίγει το μοντελοπνίχτη και γίνεται μοντελοπνιχτοπνίχτρα. (Πιτσιρίκος)

  3. Στα αναπάντητα από τους πολιτικούς μας ερωτήματα (...) άρχισε να απαντά η ελληνική κοινωνία. Η αντίδραση της κοινής γνώμης (...) στρέφεται, πλέον, εναντίον εκείνων που δημιούργησαν, υποθάλπουν ή ανέχονται αυτά τα «μοντέλα» πολιτικής συμπεριφοράς και εκλογικής επικρατήσεως. Κάπως έτσι ανέκυψε η πρόβλεψη ή –αν προτιμάτε– η ελπίδα του υπογράφοντος, πως ωρίμασαν οι συνθήκες για την εμφάνιση ενός πολιτικού «μοντελοπνίχτη» στη δημόσια και κοινωνική ζωή του τόπου… (Καθημερινή)

Κουνελοπνίχτης (από Vrastaman, 31/05/09)Αξίως ο νο1 μαλάκας, το αντίστοιχο του Μεγάλου Αλεξάνδρου! (από Hank, 31/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέλος της πολιτικο-οικονομικής πανίδας τρωκτικών που μετατρέπουν τους φόρους - που ο κάθε μαλάκας Έλληνας πλερώνει σαν μαλάκας (ο μαλάκας) εμμέσως ή αμέσως - σε βίλες, κωλομαζώματα και μασαμπούκες.

Της ίδιας συνομοταξίας με τους βατοπεδινούς, τους ντιβιντιάρηδες, τους αγονογραμμήτες, τους τοξικομολόγους, τους γερμανούς, τους φουσκαδόρους κ.α.

Το συγκεκριμένο είδος, ο ζημενάκιας, αναλάμβανε την επιστροφή μέρους της πληρωμής για δήθεν αγορές υπηρεσιών και υλικών από την γερμανική εταιρία ηλεκτρονικών Siemens, στους πολιτικούς αβανταδόρους της εν λόγω εταιρίας.

Ο Χρήστος Καραβέλας, γνωστός και με το ψευδώνυμο «ο ζημενάκιας», ήταν ήδη δακτυλοδεικτούμενος στο μικρόκοσμο της Αντιπάρου, όπου αγόρασε ούτε μία, ούτε δύο, αλλά έξι πολυτελείς κατοικίες. Τελικά, το στέλεχος της γερμανικής εταιρίας χρησιμοποίησε τα εναπομείναντα ρέστα του για την Ουρουγουάη. Τα μεγάλα ποσά τα επένδυε σε real estate στις Κυκλάδες και… την Αράχωβα.
zougla.gr

ζημενάκηδες και μητσοτάκηδες (από baznr, 05/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η γκόμενα που, κατά την διάρκεια της σχέσης της με τον άντρα των ονείρων της, τον βλέπει μια μέρα να φεύγει μακριά της στο εικονικό μέτωπο που λέγεται φανταριλίκι. Η φανταρογκόμενα βασικά πήζει όσο κι ο φαντάρος (λέμε τώρα...), όχι επειδή είναι μόνη, να μην τα παραλέμε, αλλά επειδή κάθε μα κάθε που ο φαντάρος παίρνει άδεια, πρέπει να υφίσταται έστω και για λιγουλινάκι τον πόνο του και να κάνει τουμπεκί ακούγοντας όλες αυτές τις συνήθως, αλλά ευτυχώς όχι πάντα, θεοβάρετες ιστορίες (κάτι χειρότερο από το ποδόσφαιρο) γιατί τον αγαπάει -ή επειδή έτσι πρέπει να δείχνει.

Έχουν γίνει πολλά φριχτά κατά τις μεγάλες αυτές στιγμές. Έχουν αποφασίσει φανταρογκόμενες να τον χωρίσουν επειδή είναι ευκαιρία (!). Άλλες έχουν παραπλανηθεί από την απουσία και έχουν πιστέψει ότι πράγματι τον θέλανε πάντα και ότι οι εκάστοτε αμφιβολίες τους ήταν παραμύθια -και τελικά ο οριστικός χωρισμός λαμβάνει χώρα άμα τη απολύσει του φαντάρου ή λίγο πιο μετά.

Άλλες όμως στενάζουν πραγματικά που δεν τον έχουν κοντά τους και δεν χάνουν επισκεπτήριο για επισκεπτήριο, περιμένουν στα αεροδρόμια και στα λιμάνια, είναι κρεμασμένες από το τηλέφωνο, θα του δώσουν και μπόλικα τηλεφωνικά γαμήσια να τον στείλουν στα ουράνια...

Όλ' αυτά χωρίς να μπούμε στις λεπτομέρειες της αντίθετης πλευράς (την ανακούφιση του φαντάρου που επιτέλους δεν θα την ξαναδεί για ένα διάστημα, ή αντίθετα τον πόνο του που δεν θα την ξαναδεί σύντομα, την ανακάλυψή του ότι υπάρχουν και οι πουτάνες, την ανακάλυψή του ότι υπάρχουν και οι τουρίστριες, την ανακάλυψή του ότι υπάρχουν και οι άντρες, κλπκλπκλπ)

Η διαφορά μεταξύ φανταρογκόμενας και φαντάρου δεν είναι απλώς το ότι αυτός τραβάει άλλο ζόρι από αυτήν, είναι και το ότι αυτός μια φορά θα πάει, ενώ αυτή μπορεί να το ζήσει πολλές φορές το σενάριο αυτό. Είναι βέβαια σημαντικό για το σιβί σου να έχεις διατελέσει φανταρογκόμενα, είναι εμπειρία που συγγενεύει από μακριά με αυτή του φαντάρου, είναι ρε παιδί μου σα να τον έχεις τον άλλον στη φυλακή ή στο νοσοκομείο, ή για να το πω πιο ζεστά: σα να τον έχεις παιδί σου -και η σχέση παίρνει άλλο χρώμα, και κει οφείλεις να δεις τι νιώθεις γι' αυτόν τον καψερό.

Αρκεί να σου αρέσει αυτό που θα ανακαλύψειςςςςς...

- Πόσες φορές έχεις κάνει φανταρογκόμενα;
- Τρεις...
- Όχι ρε πούστη! Εγώ μία και τά 'χα φτύσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόδοση στα Ελληνικά της αγγλικής λέξης motherfucker ή mothafucka.

Στα αγγλικά σημαίνει αυτόν που κάνει σεξ με την μάνα του, τον έχοντα έντονο το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα (Oedipus, the original motherfucker), τον μαμογαμίκο. Κατά τα Ημιζ, ο μαμογαμίκος δε, μπορεί και να σημαίνει τον γαμέτη μητέρας, όχι απαραιτήτως της δικιάς του, αλλά και αλλονώνε.

Το motherfucker στις Αφρο-αμερικάνικες κοινότητες των ΗΠΑ χρησιμοποιείται όπως στα Ελληνικά το μαλάκας. Πάντα έχει σημασία πώς το λες, γιατί το λες και σε ποιόν το λες.

Στα Ελληνικά, δεν έχει το βάρος του «γαμάς την μάνα σου» που ευκόλως θα κατέληγε σε χοντρό τσαμπουκά, αλλά χρησιμοποιείται σε ιντερνετικές τσατιές ή βλόγια από συνήθως μικρής ηλικίας άτομα, μιμητιστές της χίπι-χοπ κουλτούρας, είρωνες ή παπαρολόγους.

Με 564 χτυπήματα στο google, η λέξη πλέον έχει περάσει στο Ελληνικό λεξιλόγιο, πλέον και με Ελληνική γραμματοσειρά!

  1. Ρε τον μαδαφάκα, κοίτα αμαξιά ο τρίποδοςΆρε πστ!, δεν έπαιζα κι εγώ μπάσκετ από μικρός να δω χαΐρι... με έφαγε το μπάφκετ και το μπαλέτο...

  2. Έλα ρε μαδαφάκα, δάνεισε μου για λίγο την μπέμπα, να, έτσι να κάνω μια περαντζάδα από το Μπουρνάζι και στην επιστρέφω…

  3. Iντερνετικό βρίσιμο:

- Σανοφεμπίτς, μαδαφάκα, φακόβ, γκαντέμιτ…
- Sorry, can you please change your Greek font to English, I don’t understand shit…
- This is Sparta, re malaka, karagiozi!

Μαδάει η φάκα (από Hank, 10/06/09)(από jesus, 10/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι που έχει περάσει από μπλέντερ. Κυριολεκτικά, όχι μεταφορικά.

Τα πάντα μπορούν να περάσουν από μπλέντερ. Το έχει αποδείξει αυτό η εταιρεία κατασκευής μπλέντερ Blendtec στο καλτ σάιτ Will it blend;

(Ασίστ από τον ο αυτοκτονημένος. Εκ παραδρομής μάλλον είχε γράψει «να μπλεντεριστεί» στον ορισμό του λήμματος γκαβός, διορθώθηκε σε «να μπλενταριστεί» και μετά ανέβηκε και το λήμμα μπλενταρισμένος. Οπότε, μπλενταρισμένος με -α, μεταφορική σημασία, μπλεντερισμένος με -ε, κυριολεξία)

'Ελα τώρα ... δείτε τα βίντεα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified