Further tags

Πασίγνωστο και κοινότατο επίθετο εις βάρος μη μεμυημένου ανθρώπου (άραγε πανηγυρικά αναγκαστικής λείας), είτε στην καθημερινή αστική συναλλαγή (δηλ. αγαθιάρης / άπειρος / αγνός που οφείλεται στην ηλικία / μόρφωση / αντίληψη / συναισθηματισμό / κοινωνική καταγωγή κλπ), είτε στα ενδότερα μιας συγκεκριμένης συντεχνίας (καταχρηστικά, αφού κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει τα -εξ άλλου επτασφράγιστα- μυστικά κάθε σιναφιού, της νυν και αεί προ-βιομηχανικής Ελλάδας κι ας κοκορεύονται οι μεμυημένοι παίζοντας μπάλα στην έδρα τους, βλ. σχόλια λήμματος σχολιό).

Ενώ λέγεται και στην καθομιλουμένη, στην παλιότερη αργκό είχε την ιδιαζόντως υποτιμητική σημασία του θύματος και σήμερα παρατηρείται η αναβίωση της λέξης σε αργκοτική χρήση (όπως και της λέξης «θύμα») με την αυτή σημασία.

Χρησιμοποιείται με το μεταβατικό ενεργητικής διάθεσης ρήμα «πιάνω / -ομαι».

Ως ιδιωματικώς αμετάβατο σε μέση πλάγια (ή περιποιητική ή ωφελείας!) διάθεση, μπορεί μόνο να απαντηθεί στην σπανιοτάτη όσο και ακραία περίπτωση, κατά την οποίαν ο αετονύχης ειδοποιεί το θύμα περί το κοροϊδιλίκι του, ακριβώς κατά την στιγμή που το εξαπατά: «Πιάνομαι (=κονομάω) κορόιδο!»

Αντίστοιχα ισχύουν και με το μεταβατικό ρήμα α' συζυγίας «σπάζω» (ενεργητικής + παθητικής διάθεσης), που απέκτησε νεωστί παθητική φωνή, ως αμετάβατος ιδιωματισμός «σπάζομαι/σπάστηκα», ενώ αντίστροφα το αμετάβατο παθητικής διάθεσης ρήμα «χαλάω», έγινε μεταβατικό μέσο αυτοπαθές (ή ευθύ) «χαλιέμαι».

Εννοιολογικά, το ρήμα πιάνω /-ομαι + κορόιδο, έχει την σημασία της κατάληψης εξ απίνης και της συνεπαγόμενης αιχμαλωσίας του θύματος από τον θύτη.

Ετυμολογικά, προέρχεται απο την κουρά (<κείρομαι) των εριφίων (κατά τον γλωσσολόγο-αν/χη Κατσάμπελα), ως κουρό-γιδο.

Σε πολλούς λαούς εκτός από τον ελληνικό, η κώμη και η γενειάδα αποτελεί ισχυρό χαρακτηριστικό της προσωπικότητας, της ευρωστίας και της ομορφιάς. Το κούρεμα και δη το φορσέ, θεωρείται αναντάμ- μπαμπαντάμ δεινό για την αξιοπρέπεια του ατόμου. Εξ ου το ρήμα «κουράζομαι» = άχθομαι, στεναχωριέμαι, βαρυγκομώ.

Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, διατηρούσαν πλούσια μαλλιά, τα οποία έκοβαν σε περίοδο πένθους.

Οι βυζαντινοί κούρευαν άτσαλα όσους διαπόμπευαν ή λύντσαραν.

Οι δυτικοί κούρευαν ή αφαιρούσαν την διακοσμητική περούκα, σε όσους επρόκειτο να εκτελεσθούν (βλ. την Εσμεράλδα στην «Παναγία των Παρισίων», Ιωάννα της Λωραίνης, Μαίρη Στιούαρτ κλπ).

Τα παληκάρια του ’21 κούρευαν και ξούριζαν με το μαχαίρι τους κιοτήδες και τους μπαμπέσηδες (βλ. «Σουλιώτικο ξύρισμα»).

Ο Μπαϊρακτάρης, ξεφτίλιζε τα κουτσαβάκια, κόβοντάς τους το τσουλούφι και το μουστάκι.

Οι καταδικασθέντες με το Νόμο 4.000/1958, κουρεύονταν με την ψιλή και διαπομπεύονταν δημοσία.

Ορισμένοι ΕΛΑΣίτες (όπως και οι Γάλλοι ΜΑΚΙ) κούρευαν τα κορίτσια ελευθερίων ηθών, επειδής (λέει) πήγαιναν με Γερμανούς ή Εγγλεζάκια.

Ο Λαδάς επί Χούντας, ξαπόστελνε τα καρακόλια στους δρόμους, να κόψουνε τα μαλλιά των «χίππηδων».

Στον στρατό (και μέχρι πρότινος στο σχολείο και στη φυλακή), το υποχρεωτικό κούρεμα ισοδυναμεί με εξάλειψη της ατομικότητας. Οι επικλήσεις-αντιπαραβολές της μακράς κώμης του Καραϊσκάκη προς αυτήν ενός προσαχθέντος διαμαρτυρομένου μανιάουρα, ελάχιστα πείθουν τους μπάτσους κατά τις «εξακριβώσεις».

Άλλωστε, μέχρι πρότινος (καμιά 20 χρόνια), όταν κάποιο παιδάκι ερχόταν στο σχολείο φρεσκοκουρεμένο, είτε λόγω σχολικής πειθαρχίας (παλιότερα οι άρρενες μαθητές ήταν άπαντες «εν χρώ κεκαρμένοι» και βάζανε πηλίκια με την κουκουβάγια να καλύψουνε την κουρούπα) ή ένεκα πρακτικών λόγων (δηλ. για να μην πιάνουν ψείρες, ενώ επιπροσθέτως τα έλουζαν και με ξίδι), είτε λόγω αμφισβητούμενης αισθητικής ή οικονομίας (για να μην πληρώνουνε μπαρμπέρη κάθε τρεις και λίγο) των γονιών, τα άλλα μαθητούδια του φώναζαν «κουρεμένο γίδι!» μέχρι να γίνει καυγάς ή να βαρεθούνε και να σκάσουνε.

Υφίσταται και ως γνωστό και αμφίβολης προαίρεσης παιδικό παιχνίδι «το κορόιδο», όπου καλείται ένα παιδί να μπει στη μέση ενός κύκλου παιδιών και κυνηγά τη μπάλα που πασάρουν γρήγορα οι άλλοι μεταξύ τους κι όταν την πιάσει, μπαίνει στον κύκλο αυτός που την έχασε κ.ο.κ.

Αντίστοιχα, η παιγνιώδης έκφραση λέγεται και στο ποδόσφαιρο, όταν μια ομάδα ψευτοπασάρει την μπάλα μεταξύ των παικτών της, αποφεύγοντας να παίξει (συνήθως αφού κερδίζει για να «ροκανίσει το χρόνο» μέχρι τη λήξη του μάτς), ενώ οι αντίπαλοι κάθιδροι τρέχουν να την προλάβουν μπας και ισοφαρίσουν.

Περί του ποιος θεωρείται κορόιδο στην Ελλάδα, ας λάβει τον κόπο ο αναγνώστης να κοιτάξει το λήμμα ξύπνιος, δηλαδή τον αντίποδά του δίκην αρνητικού ορισμού, προς αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων.

Πάντως, το κορόιδο είναι ο αποδιοπομπαίος και διαπομπευόμενος τράγος της κοινωνίας, που δεν αναγνωρίζει ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ θύματος-θύτη, όπως τα ζώα. Ο αγαθός γίγαντας Γκρισίνο, δεν υπάρχει. Οι άνθρωποι γενναιόδωρα παραχωρούν στον άλλο την θέση του κορόιδου, αφού το δικαστήριο της ανθρώπινης ψυχής δέχεται άνευ ετέρου τινός την ομολογία του άλλου σε ενοχή, ενώ για την επίκληση αθωότητας διατάσσει αποδείξεις.

Παράγωγα: Κοροϊδεύω=σκώπτω / ειρωνεύομαι / εξαπατώ / κάνω πλάκα κλπ, κορόιδο γίνεσαι; (=ασφαλώς συμφωνώ/βέβαια, κατά τα «πλάκα με κάνεις;» / «χαζός είσαι;» κλπ), μη γίνεσαι κορόιδο, κοροϊδάρα, κοροϊδίστικος, κοροϊδάκι, κάνε το κορόιδο (προσποιήσου ότι δεν καταλαβαίνεις, κατά το «κάνω το Γερμανό / Αμερικάνο / Κινέζο» / «κάνω την κυρία» κλπ, την κορόιδα μου κάνεις; (τον ψόφιο κοριό), το κοροϊδιλίκι σου δεν έχει φράχτη/σπάει τζάμι κλπ.

Παρόμοια: Πιάνομαι Κώτσος (μετωνυμικώς εκ του αφελούς επαρχιώτη με το τυχαίο όνομα «Κώστας»), θύμα, αναμπαίζω (βλ. Φιδέμπορας), μπαίγνιο, ξεφτίλα, ρόμπα, ρεντίκολο, άθυρμα, Αμερικανάκι;, Τζώνης (εγγλεζάκι-αμερικανάκι), ζυμάρι, ψημάρ(ν)ι, γελάνε κι οι σαύρες με το χάλι σου, σε κλαίνε και τα ρεγγοκέφαλα, σε πήρανε χαμπάρι κλπ.

Σχετικά: «Αλίμονο στους νέους» (που έχει εφαρμογή και στον στρατό ως ιαχή παλιών), όπου ο σωφέρ Ντούζος κλέβει το «κορόιδο» τον αφεντικό του, «Κορόιδο γαμπρέ» με τον Αυλωνίτη, «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδας» με τον Ηλιόπουλο, «Κορόιδο άδικα περνάς» (παλιό ρεμπέτικο), «Καθάρισε τη θέση σου» Β. Τσιτσάνης (αποκαλεί κορόιδο τον αντίζηλό του), «Ο Γρηγόρης» (σκυλοτράγουδο του ’60, λέει «βρέ Γρηγόρη πώς τα έχεις κάνει ρόιδο-σύ το ζόρικο αγόρι- πώς επιάστηκες κορόιδο»), «Τα κορόιδα οι αρχαίοι» (βιβλίο Γ. Μαρμαρίδης) κλπ.

Σημειωτέον ότι οι εκφράσεις «κάνω τον Γερμανό» ή το μεταγενέστερο «κάνω τον Αμερικάνο» (=κάνω ότι δεν καταλαβαίνω / την κορόιδα), επινοήθηκαν κατά σειρά εμφανίσεως ξένων στρατών κατοχής (!) στην Ελλάδα, ενώ ο δόλιος ο Κινέζος (εκτός της εν Ελλάδι παρουσίας Απωασιατών κατά τον 1ο Παγκόσμιο στη Σαλονίκη ως αποικιακές εφεδρείες που τραβολογούσανε μαζί τους οι «σύμμαχοι»), ήρθε με κάθε άλλο παρά κατακτητικές διαθέσεις. Και η αναφορά σ’ αυτόν, γίνεται μόνο και μόνο λόγω ασυνεννοησίας.
Κανείς ποτέ όμως δεν είπε «κάνω τον Ιταλό», μ’ αυτή την έννοια...

Οι Γερμανοί κι οι Αγγλο-αμερικάνοι «Τζώνηδες» φαντάροι, είτε οι πρώτοι ως βεριτάμπλ κατακτητές είτε οι λοιποί ως «σύμμαχοι», γαμούσανε και δέρνανε στην Ελλάδα (όπως συνεχίζεται σήμερα στη Σούδα), αλλά δεν καταλαβαίνανε (ούτε και θέλανε να καταλάβουνε) τη γλώσσα και τα έθιμα του τόπου και γι’ αυτό τα μαγκάκια, κοιτάγανε να τους φάνε κάνα φράγκο (π.χ. στον παπά / μπαρμπούτι ή στα λειψά τσιγάρα στις κούτες ή τσούρνεμα πράσου απο την πουτάνα στο μπουρδέλο) ή να κάνουνε μικρο-εμπόριο με στρατιωτικό υλικό (π.χ. μεταπουλούσαν καναν αμερικάνικο ναυτικό επενδύτη, βλ. και τα λεγόμενα «κασμήρια θαλάσσης» = γιουσουρουμτζήδικα υφάσματα δήθεν εισαγωγής με τράμπα απο ναυτικούς) ή εν ανάγκη και να το βουτάρανε (π.χ. σαλταδόροι που κλέβανε γερμανικό ψωμί, όπλα, ρεζέρβες αυτοκινήτων γερμανικών και κατόπιν εγγλέζικων οχημάτων κλπ), για να το πουλήσουνε στη μαύρη αγορά, εκ πείνης (βλ. καλώς ήρθε το δολλάριο!).

Οι Γερμαναράδες και τα Αγγλο-αμερικανάκια κάνανε χαμογελώντας «Γιά» και «σούαρ» και τέτοια, αφού δεν πολυκαταλάβαιναν τι διαμείβεται, αλλά δεν παρέλειπαν να ρίχνουν στο ψαχνό, όταν παίρνανε πρέφα το μπαλαμούτι.

Τα παλληκαράκια που πέσανε στη μάχη της μπομπότας, ήταν και τα μόνα που δεν φύγανε κοροϊδίστικα...

- Ρε γαμώτο, πάλι χώθηκα να πάω στη δουλειά το Σάββατο. Μόνο σ’ εμένα λέει το αφεντικό, αφού όταν πλακώσει δουλειά, οι υπόλοιποι κάνουν τον ψόφιο κοριό. Μαύρο Παρασκευόβραδο θα κάνω... - Άντε μωρή κοροϊδάρα! Αφού σ’ έχουνε πάρει χαμπάρι όλοι! Γράψ’ τους όλους στ’ αρχίδια σου και πάμε για μπανάκι το Σάββατο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άμυαλος, ο μωρός παρθένος, ο έχων μυαλό νηπίου, ο ανεπίδεκτος μαθήσεως, ο άμπαλος γενικότερα...

Προέρχεται από τα αξιολάτρευτα «Τελετάμπις», χαρακτήρες αγαπημένης παρέας τηλεοπτικής σειράς απευθυνόμενης σε παιδάκια προσχολικής ηλικίας, την οποία ο τηλεοπτικός Δρακουμέλ εφηύρε, προκειμένου να τα σκλαβώσει αιωνίως στο κλουβί με τις ηλίθιες... Ως εκ τούτου, απετέλεσαν άλλη μία δικλείδα του συστήματος για την από νωρίς, οπτικοακουστική, ποιμαντορική εξάρτηση του εκκολαπτόμενου τηλεοπτικού ποιμνίου...

Επιπλέον, λόγω της γενικότερης ξενέρας και ανουσιότητας που προξενούσαν στο «κριτικό μάτι», αυτές οι φιγούρες, με τα καμώματά τους, κατ' επέκτασιν, μπορεί ο τελετάμπης να ταυτιστεί με τον ξενέρωτο, τον αδιάφορο, τον νυσταλέο τύπο...

- Άντε, τελετάμπη, κουνήσου! Πάλι μουχλιάζεις στο κομπιούτερ; Σήκω να πα να δούμε κάνα στρινγκάκι στο «μπόντις»!

Teletubbies (από poniroskylo, 17/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας που μοιάζει με τον Γκούφη από τα κινούμενα του Ντίσνεϊ. Απαραίτητα ψηλός και τα πέλματα των ποδιών αντικριστά, όπως το καρτούν. Συνήθως καλοκάγαθος ηλίθιος.

  1. Ήρθε σπίτι ο Χρήστος μαζί με τον Γιάννη τον γκούφη.

  2. - Ήταν και ο Χαράλαμπος εκεί.
    - Ποιος Χαράλαμπος;
    - Ο γκούφη!
    - Α, κατάλαβα.

(από Vrastaman, 09/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όσο περισσότερο απασχολεί την κοινωνία ένα φαινόμενο, τόσο περισσότερες λέξεις υπάρχουν για να προσδιορίσουν τις πτυχές του. Για παράδειγμα οι Εσκιμώοι λέγεται ότι έχουν τις περισσότερες λέξεις για το λευκό.

Επειδή το ποσοστό των βλακών στη δική μας κοινωνία είναι μεγάλο (1 στους 4 ή 25% αν προτιμάτε), ο ζευζέκης είναι μια από τις πολλές λέξεις που υπάρχουν για να αποτυπώσουν τον βλάκα.

Συνώνυμα: χάχας, μάπας, πανίβλακας, σαχλαμάρας, αφελής, χάπατο, κεφάλας, φιόγκος κ.λ.π

Αντώνυμα : έξυπνος, ευφυής , τέρας, διάνοια, τζίνιους κ.λ.π

-Έχεις καθόλου νέα από τον Κώστα;
-Ναι, λέει, ένας άπορος τις προάλλες τον απείλησε με ένα πλαστικό μαχαίρι και ζήτησε τα λεφτά του.
-Και αυτός τι έκανε;
-Τα έδωσε και άρχισε να φωνάζει «βοήθεια».
-Ααα, τον ζευζέκη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανδρική βερσιόν της αγαθομούνας. Δηλαδή ο εύπιστος, ο καλοπροαίρετος μέχρι αφελείας, ο βλάκας με κεφαλαίο μι.

Βλ. επίσης: αγαθομούνης, χαζομούνης.

- Δεν φταίει αυτός, εγώ φταίω που εκώλωσα. Όσο γερνάω γίνομαι και περισσότερο αγαθοψώλης.. (εδώ)

- ξεκόλλα μας λες οτι σκεφτόσουν σοβαρά να είσαι μαζί της...είσαι αγαθοψώλης..τι καλό σπιτι μας λες οταν την έχουν τόσο καταπιεσμένη..σύνελθε μην το ψάχνεις το θέμα γιατι θα λαλήσεις. ήδη έκανες υπερβολικά πράγματα για πάρτι της...αφού δε σε σέβεται αυτή ας σεβαστείς τον εαυτό σου.
(εκεί)

Δες και -ψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός, σχετικά συνώνυμος με τον μουνίκακα, στο πιο μαλακουάζ του. Συνήθως υποδηλώνει τον κρετίνο, κάποιες φορές υποχόνδριο άνδρα, ο οποίος τυγχάνει να είναι ταυτόχρονα αγαθοβιόλης και μουνόδουλος. Συντάσσεται τόσο προσδιοριστικά («είναι απαλομουνίδας» όσο και ποσοτικά («πόσο απαλομουνίδας είσαι»).

- Ρε συ, τα' μαθες για τον Σάββα ; Πάλι του σβούριξε χυλόπιτα η Έλενα!
- Έλα ρε ! Καλά πότε πρόλαβε και χώνεψε την προηγούμενη που του είχε ρίξει ;
- Έλα ντε! Νόμιζε ότι επειδή τον πήρε προχτές τηλέφωνο να τον ρωτήσει κάτι για τη σχολή, μετάνοιωσε που τον απέρριψε την περασμένη εβδομάδα.
- Μα πόσο απαλομουνίδας γίνεται ο μαλάκας ώρες-ώρες !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παταούγκα: πεϊνιρλί με πατάτα και ρώσικη.

Χρησιμοποιείται και σαν κοροϊδευτικό προσωνύμιο που μοιάζει με το κεφτές.

- Ρε ο Γιώργος προχθές έπαιξε το Barcelona- Sociedad διπλό!!! - Ε τι παταούγκας που είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επειδή λίγο-πολύ εξηγήσαμε τι θα πει μαλάκας, εδώ θα σας δείξω 100 τρόπους να αποκαλέσετε κάποιον μαλάκα.

  1. Ο οφθαλμοφανής: Κοίτα ένα μαλάκα
  2. Ο τεφάλ: Ξεκόλλα ρε μαλάκα
  3. Ο στάσιμος: Έμεινε μαλάκας
  4. Ο αδιόρθωτος: Ε τον μαλάκα
  5. Ο επώνυμος: Έλα ρε Μαλάκα
  6. Ο γνωστός: Μαλακανδρέας;
  7. Ο νυχτωμένος: Ξύπνα μαλάκα
  8. Ο χαμένος: Που 'σαι ρε μαλάκα;
  9. Ο φευγάτος: Την έκανε ο μαλάκας
    10.Ο βαθμοφόρος: Ά τον αρχιμαλάκα
    11.Ο αμφίβολος: Καλά μαλάκας είσαι;
    12.Ο διττός: Και πούστης και μαλάκας
    13.Ο κατοχυρωμένος: Μαλάκας με πατέντα
    14.Ο εμετικός: Τα ξέρασε όλα ο μαλάκας
    15.Ο καλοδεχούμενος: Καλώς τον μαλάκα
    16.Ο εξακριβωμένος: Είναι τελικά μαλάκας
    17.Ο πλουραλιστής: Είναι μαλακοκαύλης
    18.Ο επιρρεπής: Μη γίνεσαι μαλάκας τώρα
    19.Ο εκνευριστικός: Άει γαμήσου ρε μαλάκα
    20.Ο ανεκδιήγητος: Μα πόσο μαλάκας νά 'σαι!
    21.Ο αργοκίνητος: Άντε ρε μαλάκα, κουνήσου
    22.Ο παχύσαρκος: Μιλάμε για χοντρομαλάκα
    23.Ο επαναλαμβανόμενος: Την είπε πάλι ο μαλάκας
    24.Ο σωβινιστής: Μαλάκας μπορεί να είμαι, πούστης όμως όχι!!
    25.Ο ποσοτικός: Πόσο μαλάκας είσαι;
    26.O μπακάλικος: Πόσα κιλά μαλάκας είσαι:
    27.O βρώσιμος: Φάε έναν μαλάκα
    28.Ο απίστευτος: Τι λες ρε μαλάκα;
    29.Ο κυριολεκτικός: Το πολύ το τάκα τάκα κάνει το παιδί μαλάκα
    30.Ο προβλέψιμος: Ο μαλάκας, μαλακίες θα κάνει
    31.Ο χορταστικός: Μαλακομπούκωμα
    32.Ο αξιέπαινος: Μπράβο μαλάκα
    33.O αρχαϊκός: Παλιομαλάκα
    34.O αέναος: Μια φορά μαλάκας, πάντα μαλάκας
    35.Ο αυτοπαθής: Μαλάκα μου
    36.Ο Interactive Multimedia: Μαλάκας είσαι και φαίνεσαι
    37.Ο αυτοκριτικός: Με πιάσανε μαλάκα
    38.Ο εκλεπτυσμένος: Μαλάκας με πατίνα
    39.Ο αρχαίος: Μαλάκας με περικεφαλαία
    40.Ο εγκεκριμένος με ISO: Μαλάκας με βούλα
    41.Ο οδηγικός: Mαλάκας με δίπλωμα
    42.Ο ορθογράφος: Μαλάκας με Μ κεφαλαίο
    43.Ο αλγεβρικός: Μαλάκας στο τετράγωνο
    44.Ο συνοδός: Έλα, με το μαλάκα τώρα
    45.Ο υποκριτικός: Mην κάνεις τον μαλάκα
    46.Ο μετεωρολογικός: Η μαλακία πάει σύννεφο
    47.Ο αδιάκριτος: Τι κοιτάς ρε μαλάκα;
    48.Ο αλλοδαπός: Τι μαλάκα είναι
    49.Ο αναπτυσσόμενος: Μαλακούλης
    50.Ο απατημένος: Μαλάκας του κερατά
    51.Ο απείθαρχος: Κάτσε καλά ρε μαλάκα
    52.Ο απόλυτος: Εντελώς μαλάκας
    53.Ο ορθός: Είσαι σωστός μαλάκας
    54.Ο δυσνόητος: Τι είπες ρε μαλάκα:
    55.Ο εγνωσμένης αξίας: Είσαι μεγάλος μαλάκας
    56.Ο εκτεθειμένος: Καρφώθηκε ο μαλάκας
    57.Ο αγαθός: Καλός μαλάκας είσαι
    58.O κουραστικός: Μας τρέλανε στην μαλακία
    59.Ο κτηνοτροφικός: Μαλακοπίτουρας
    60.Ο μικρούλης: Μαλακιστήρι
    61.Ο ψαλιδοχέρης: Κόφ' το ρε μαλάκα
    62.Ο εθνικιστικός: Ο κλασικός ο μαλάκας ο Έλληνας
    63.O υπερβολικός Είσαι πιο μαλάκας κι απ' τον μαλάκα
    64.Ο φωτογραφικός: Σαν μαλάκας βγήκα
    65.Ο στον κόσμο του: Τι κάνεις εκεί, ρε μαλάκα;
    66.Ο αμυνόμενος: Μη με γαμάς, ρε μαλάκα…
    67.Ο φαρσέρ: Κόψε την πλάκα, ρε μαλάκα.
    68.Ο ρολίστας: Είμαι ο μαλάκας της υπόθεσης.
    69.Ο σεμνός: Μαλάκας με την καλή έννοια.
    70.Ο θρασύς: Μου τη βγήκε κι από πάνω ο μαλάκας.
    71.Ο περιοδικός: Είσαι πολύ μαλάκας ώρες ώρες
    72.Ο ετήσιος: O μαλάκας της χρονιάς
    73.Ο διπλός: Είσαι δυο φορές μαλάκας
    74.Ο εργατικός: Ο μαλάκας του γραφείου
    75.Ο ιλαρός: Είμαι μαλάκας και το χαίρομαι
    76.Ο πικρός: Είσαι σκέτος μαλάκας
    77.Ο συνοδευτικός: Ο μαλάκας της παρέας
    78.Ο τοπ: Είσαι κορυφαίος μαλάκας
    79.Ο μύθος: Παντού υπάρχει ένας μαλάκας
    80.Ο γενικός: Όλοι οι άντρες είναι μαλάκες
    81.Ο συνειδητοποιημένος: Τι μαλάκας ήμουν
    82.Ο φραγκάτος: Πλήρωνε μαλάκα
    83.Ο ελκυστικός: Έχεις μαλακομαγνήτη
    84.Ο συνεχής: Ξανά μανά μαλάκας
    85.Ο αποδεδειγμένος: Βγήκα μαλάκας
    86.Ο άσχετος: Γιατί οδηγείς σαν μαλάκας;
    87.Ο διανοούμενος: Είσαι ο ορισμός του μαλάκα
    88.Ο ποδοσφαιρικός: Δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του ο μαλάκας
    89.Ο καλοκαιρινός: Ο μαλάκας της παραλίας
    90.Ο συναισθηματικός: Νιώθω μαλάκας
    91.Ο αμφίβολος: Μαλάκας εγώ;
    92.Ο προεκλογικός: Είσαι μαλάκας που τους πιστεύεις
    93.Ο πασιφανής: Γράφει στο κούτελο μαλάκας
    94.Ο σκληρός: Έλεος ρε μαλάκα
    95.Ο ρωσικός: Дрочила (ντροτσήλα)
    96.Ο νυσταλέος: Δεν ξυπνάει ο μαλάκας
    97.Ο απορημένος: Γιατί είσαι τόσο μαλάκας;
    98.Ο απαράλλαχτος: Μαλάκας ήσουν και μαλάκας θα παραμείνεις
    99.Ο σχιζοφρενής: Είσαι εξωφρενικά μαλάκας
    100.Ο ποιητής: Αυτό το λες ποίημα ρε μαλάκα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εξυπνάκιας, αυτός που νομίζει ότι είναι έξυπνος, ή πολύ προχώ, ή ότι μπορεί να κάνει πουστιές σε βάρος των άλλων, χωρίς αυτοί να αντιδρούν, αλλά τελικά αποδεικνύεται ότι είναι λάθος, κατά το «τα έξυπνα πουλιά από την μύτη πιάνονται». Αυτός που χρησιμοποιεί την έκφραση, δηλαδή, σατιρίζει συνήθως το πομπώδες και δήθεν πρωτοποριακό, αλλά κατ' ουσίαν κοινότοπο και ίσως και την λούμπα στην οποία πέφτει το εξυπνοπούλι.

  1. Η πλάκα είναι ότι με ΔΝΤ και ΕΚΤ από πίσω είναι πιο σίγουρες από ποτέ οι καταθέσεις και οι τραπεζικοί οργανισμοί....
    Αλλά τα εξυπνοπουλια έμαθαν το e-banking οπότε τι σημασία έχουν όλα αυτά... (Εδώ).

  2. Ρε δημοσιογραφικά εξυπνοπούλια των καναλιών που μάθατε τα «ισοδύναμα» μέτρα, για πείτε μου το «ισοδύναμο» των αυτοκτονιών. (Εδώ).

  3. εγώ φτιάχνω λίστα με τα εξυπνοπούλια που θα επιλέξουν ΝΔ σε αυτές τις εκλογές για να έχω να γελάω με τις κωλοτούμπες που θα λέτε μετά το καλοκαίρι. Τις ακούω ήδη της ατάκες «μας κορόιδεψαν», «δεν ξέραμε» και πάει λέγοντας. 2η 5ετία Καραμανλή θα ζήσουμε. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άβγαλτος, ο αφελής κι ο εύπιστος, ο επαρχιώτης στην Ομόνοια που θα έλεγε κι ο Νιόνιος.

Η χαρά του πάσης φύσεως αετονύχη παπατζή, νταβατζή, πολιτικού, έμπορου: θα τον γδάρει στα ζάρια, θα του πουλήσει μαϊμού iPhone, θα τον πείσει εύκολα να κάνει χρήση ναρκωτικώνε.

Εκ του ψιμάρι, το όψιμο κατσικίδιο και ωσεκτουτού, κορόιδο. Βλ. επίσης: ψάρι, νουμπάς.

[1.](3.
Την άλλη μέρα ξαναστήνανε τη «μηχανή τους» για να βρούνε καινούρια ψημάρια.

4.
μερικοί παπατζήδες και «μαύρο-κόκκινο κερδίζει» τη βγάζουν στα πεζοδρόμια με κράχτες, περιμένοντας τα ψημάρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified