Further tags

Αρχική σημασία: Εκ του τουρκικού çapraz που σημαίνει σταυρός, σταυρωτός, σταυρωτά, αλλά και γυρτά, έως και (συνεκδοχικά) ανάποδα.

Παράγωγα: τσαπράζωμα, τσαπράζης.

Τρέχουσες σημασίες (ακουσμένες στην κεντροδυτική Μακεδονία):

  1. Το γυναικείο κόσμημα που φοριέται στον λαιμό, και ιδιαίτερα αυτό με το κοντό περιλαίμιο (βλ. μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν).

  2. Το περιλαίμιο του σκύλου. Εξ αυτού και το τσαπράζωμα, το ζέψιμο δηλαδή του σκύλου.

Το τσαπράζωμα χρησιμοποιείται μεταφορικά και για να πούμε ότι περάσαμε σε κάποιον κολάρο, τον ελέγχουμε ή, αν πρόκειται για γυναίκα-σκυλί, για έμπειρη παρθένα, για δαγκανόμουνο, για να δηλώσουμε περιπαικτικά, ως προτροπή, ότι δαγκώνει και πρέπει να τεθεί υπό έλεγχο.

Τσαπράζης είναι ο ανάποδος άνθρωπος, ο σπασαρχίδας, ο ενοχλητικός.

Για ιδιαίτερες σημασίες στην Αγιάσο Λέσβου, δείτε εδώ.

  1. - Για δε ρε, για δε... Άτσα η Βασούλα! Μούνεψε και μου βγήκε με τα μίνια έξω;
    - Έχει όμως πολλά να μάθει ακόμα... Το τσαπράζ στο λαιμό που είναι σαν πόμολο δεν το βλέπεις;

  2. - Τι ακούγεται ρε Λιάνα, πού είσαι;
    - Έξω μωρό, στο πάρκο στα Εξάρχεια που σου έλεγα. Είμαστε μεγάλη παρέα, παίζει μια μπάντα και πίνουμε μπύρες στα παγκάκια. Φρηστάιλ φάση.
    - Καλά εσύ δεν θα έμενες μέσα για να διαβάσεις;
    - Εντάξει ρε μωρό, ήρθαν και με πήρανε, να μη βγω κι εγώ;
    - Ήρθαν και σε πήρανε; Ε ρε τσαπράζωμα που σου χρειάζεται.
    - Τι είναι αυτό μακεδονίτικο;
    - Δεν θα κατέβω; Θα σε πω εγώ...

  3. - Σιγά με τα ροδάκινα! ΣΙΓΑ! Τα καφάσια! ΤΑ ΚΑΦΑΣΙΑ! Πάρ' τα πόδια σου!
    - Τώρα ρε αφεντικό με συγχωρείς, έτσι θα πάμε; Τέσσερα καλοκαίρια μαζεύω στα δέντρα σου, κάθε χρονιά τα ίδια;
    - Ναι ρε! Εσύ θα πας να τα παραδώσεις; Εγώ θα πάω! Δέκα χτυπημένα να δουν, μου ρίχνουν την τιμή, για πέταμα τά 'χω;
    - Πολύ τσαπράζης είσαι ρε μάστορα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το Ισπανικό palavra που σημαίνει λόγια.
Η λέξη παλάβρα είναι σεφαραδίτικης (Ισπανοεβραϊκής) καταγωγής.

Μπήκε στην Ελληνική σαν δάνειο λόγω των μεγάλων εμπορικών συναλλαγών στην προπολεμική Θεσσαλονίκη. Φυσικά εξαπλώθηκε και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στην αρχή σήμαινε το ίδιο όπως και στα Ισπανικά, «λέξη, λόγια». Καθώς όμως ήδη υπήρχε το μεσαιωνικό επίθετο «παλαβός», η φωνητική ομοιότητα επέφερε γρήγορα σημασιολογική δείνωση της δάνειας λέξης και έτσι κατάντησε να σημαίνει την «τρέλα».

Και το παράγωγό «παλάβρας», έγινε συνώνυμο του παλαβός.

-Ρε δεν σου φαίνεται ότι ο Τέλης είναι ολίγον τι παλάβρας;
-Το «ολίγον τι» μ' αρέσει!

-Πω πω κάτι παλάβρες που αμολάει ο Νώντας!
-Ε από παλαβό τι περιμένεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χρήστης λαπτοπίου.

  • Λαπτοπάκιας απ΄ το laptop και την κατάληξη άκιας - σχετικά με την κατάληξη αυτή βλ. κάποια πράματα εδώ.
  • Λαπτοπάς από την κατάληξη «-ας», κατά τα εφημεριδάς, τσιγαράς, κλπ.

    O Λαπτοπάκιας είναι σχετικά επιτιμητικός όρος, οπότε από τις παρακάτω έννοιες μάλλον αφορά στην α) και γ).

O Λαπτοπάς (πιο αρχοντικό) δηλώνει μάλλον κάτι θετικό οπότε β) και δ).

Υπάρχει όμως μεγάλη αλληλεπικάλυψη, ανάλογα και με την οπτική και πρόθεση του χρήστη της φράσης.

Έννοιες:

α. O ασχολούμενος πολλές ώρες με το λάπτοπ του, ο απορροφημένος και εξ αυτού ολίγον αποβλακωμένος, κατά το τηλεορασάκιας. Αυτός που το χρησιμοποιεί ακόμα λ.χ. και στα μέσα μεταφοράς ή ενώ βρίσκεται με παρέα.

β. O γνώστης περί λάπτοπ, ή ο φανατικός των λάπτοπ που τα προτιμά σε σχέση με τα desktop, ο γκικ. Ενδεχομένως και ο γιατρός των λάπτοπ, ο εξειδικευμένος δηλαδή τεχνικός σε λάπτοπ και νετμπουξ (αυτός μάλλον κυρίως «λαπτοπάς»).

γ. O ντητζέης που παίζει με λάπτοπ (αντί για βινύλιο κυρίως ή αντί για cd when routine bites hard and ambitions are low που λένε και οι joy division). Αντικείμενο λοιδωρίας από τους παραδοσιακούς ομότεχνούς του και μάστιγα του κλάδου σύμφωνα με τη συντεχνία τους. Κατά κανόνα ντιτζέι πιέστο.

δ. O μουσικός κυρίως ηλεκτρακουστικής μουσικής που παίζει με χρήση software σε λάπτοπ (το οποίο μπορεί ή όχι να τροφοδοτεί με τσαχπινιές σε κάθε είδους hardware) και κατά κανόνα σε πραγματικό χρόνο πράγματα που προκαλούν ταχυπαλμίες, ναυτία, απώλεια του προσανατολισμού, αίσθηση αύξησης του βάρους του σώματος και ακινησία, σαμπλάιμ φήλινγκ και βαρηκοΐα. Κυρίως αναφέρεται ως Λαπτοπάς, ενδέχεται όμως και ως Λαπτοπάκιας.

α. Το γεγονός ότι ο τύπος με το λάπτοπ (με το λευκό πουκάμισο) καθώς και μία επιβάτις με το τσαντικό υπό μάλης φαίνονται να περπατούν ήδη πριν απομακρυνθούν από το αεροπλάνο (ο «λαπτοπάκιας» μάλιστα σταματάει για μία στιγμή και κοιτάζει πίσω, προς το αεροπλάνο), με κάνει να υποθέτω ότι κάτι τέτοιο έγινε.
(από δω)

β. Χρηστάρα, επειδή είμαι λίγο λαπτοπάκιας, να πω και εγώ μία γνώμη. Είναι μακράν ότι καλύτερο μπορείς να πάρεις σε 15« και αυτά τα λεφτά. Αν θέλει κανείς να ανέβει είτε σε 17» ή σε 256dedicated κλπ shared, πάμε αμέσως από 4 κατοστάρικα πάνω.
(από δω).

γ. Οποίος έχει παει σε clubs Λονδίνο ξέρει και καταλαβαίνει ότι στην Ελλάδα το πράμα έχει ξεφύγει και έχει ξεφτίσει πολύ πλέον. Τι να λεμε τώρα. Καταντήσαμε να κατηγορούμε τους λαπτοπακιδες [sic] επειδή είμαστε ανίκανοι εμείς. Γενικά μιλάω πάντα. Επίσης στο καφέ θεωρώ περιττό τον dj.... ίσα ίσα παω σε μαγαζιά που δεν έχουν dj να βρω την ησυχία μου. Επαγγελματίες dj; ας φτιαχτεί πρώτα ένα σοβαρό όργανο αντιπροσώπισης και μετά το ξανά συζητάμε... (από δω).

δ. Καλά μου το λέγε η μάνα μου να μην κολλήσω με τους λαπτοπάδες... Έπρεπε κι εγώ να ακούω ποστίλες, το noise δεν το αντέχει πολύ ο οργανισμός του ανθρώπου....Εγώ που στα νιάτα μου θεωρούσα τους Γκάσπηντ μελαγχολικά αγόρια και φλώρους τρέχω τώρα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tamam στα τούρκικα σημαίνει ότι κάτι είναι εντάξει και στην ώρα του.

Για την μέση Ελληνίδα νοικοκυρά σχετίζεται με το φαγητό, όταν θα σβήσει την φωτιά και θα δοκιμάσει λέγοντας ταμάμ!

Στα αραβικά αν θες να πεις όλα καλά δεν θα πεις απλώς ταμάμ, αλλά kolo tamam.

Με λίγα λόγια και για έναν γκόμενο, ο οποίος έχει το πακέτο και μας ταιριάζει γάντι, λέμε ταμάμ, ενώ στην περίπτωση που δεν μας ταιριάζει λέμε kolotamam.

-Δοκίμασες;
-Μμμ, ταμάμ είναι!

-Πώς ήταν; Δοκίμασες;
-Αν δοκίμασα λέει; Μου ταιριάζει ταμάμ!

Η Χανιώτικη ταβέρνα Ταμάμ (από GATZMAN, 24/06/09)kolo tamam (από dryhammer, 16/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Βρετανικό): Σύνθετο εκ του straight & gay. Είναι ο πονηρός μορφονιός (ουίτ τριαλαριλαρό), ο οποίος γκεϊφέρνει και συναναστρέφεται πολλά και ωραία μωρά εν είδει φιλενάδας - εξομολογήτρας και την κατάλληλη στιγμή, πετάει την προβιά και εμφανίζεται ο λύκος. Δηλαδή είναι στρέιτ, το παίζει λίγο γκέι και γαμεί έξυπνα. Μάστορας!

-Είδες το Νίκο τελευταία ;
-Ναί, το' χει γυρίσει ή μου φαίνεται ;
-Μπα, στρέι είναι ο κερατάς. Έτσι έκανε κι όταν ήμασταν συγκάτοικοι. Έφερνε ένα σωρό γκομενάκια στο σπίτι, οτι δήθεν φίλοι, σε ρεσό, στικ, κουβεντούλα κτλ και μετά τους τράβαγε ένα φελιάν-φιστίκ, που ράιζε το πεζοδρόμιο... Πολύ γαμίκος.

Stray it like Beckham! (από Khan, 20/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως chatσος, είναι αυτός που συμπεριφέρεται ως τσατσόνι στα chat-rooms, άλλως κουβεντοδωμάτια.

Ετυμολογία του κανονικού τσάτσου:

θεία > θεια > τσα > τσατσά > τσάτσος.

Μπήκε χτες ένας chatσος στο chat και τά 'κανε όλα λίμπα!

Κωνσταντίνος Τσάτσος (από Dirty Talking, 26/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη χρησιμοποιείται και με την κυριολεκτική της έννοια, σημαίνουσα αδερφός νέτα σκέτα και χωρίς παραξηγήσεις.

- Μπάνισες γυαλικό που ψώνισε ο μπρο μου;

Got a better definition? Add it!

Published

Όπως συνάδεται από τον ορισμό σλανγκ της αγαπητής συνοδοιπόρου, «Jargon» ή «επαγγελματική ιδιόλεκτος», αναφέρεται σε ορολογίες (συντμήσεις, εκφράσεις, ακρώνυμα), σε σχέση με μια συγκεκριμένη δραστηριότητα, επάγγελμα ή ομάδα. Περιγράφει την συγκεκριμένη «γλώσσα» ανθρώπων που εργάζονται στον ίδιο χώρο ή που έχουν κοινά ενδιαφέροντα.

Υπό αυτή την έννοια η jargon μοιάζει ή (τολμώ να πω) προβιβάζεται σε slang, τουλάστιχον στις περιπτώσεις όπου γίνεται παράφραση/εμπλουτισμός «παραδοσιακών» jargon συνήθως με χιουμοριστική διάθεση, όπως αποδεικνύουν πλείστα λήμματα του τιμημένου slang.gr (RTFM, FUBAR, μήδι, clopy paste, πσάρεμα, LMFAO κλπ.).

Στο δια ταύτα, ως Corporate Slang αναφέρω τους όρους που μοιάζουν μεν με jargon στον Επιχειρηματικό κόσμο (ιδιαίτερα της αλλοδαπής και ειδικότερα στις ΗΠΑ), πλην όμως, αποτελούν «άτυπους» όρους (και γι’αυτό θεωρώ σλάνγκικους), οι οποίοι λόγω του ειρωνικού/χιουμοριστικού τους περιεχομένου, μάλλον χρησιμοποιούνται μεταξύ εργαζομένων και σίγουρα όχι στο Boardroom (βλ. κριτήρια 2 και 3 στο τμήμα 1 του σλανγκ). Μια συλλογή των καλυτέρων που κυκλοφορούν ακολουθεί:

Blamestorming
Συγκέντρωση επαγγελματιών σε γκρουπ, ανοιχτή συζήτηση γιατί ένα έργο πήγε κατά διαόλου και ποιος φταίει.

Seagull Manager
Ένας μάνατζερ που καταφθάνει «αεροπορικώς», κάνει πολύ θόρυβο, χέζει τα πάντα και μετά φεύγει.

Salmon Day
Η εμπειρία του να περνάς όλη σου τη μέρα κολυμπώντας αντίθετα στο ρεύμα, μόνο και μόνο για να πεθάνεις στο τέλος.

Assmosis
Η διαδικασία μέσω της οποίας ορισμένοι άνθρωποι φαίνεται να απορροφούν επιτυχία και προαγωγές, με το να γλείφουν το αφεντικό αντί να δουλεύουν.

Percussive Maintenance
Η τέχνη του να χτυπάς, κλωτσάς, γρονθοκοπείς ένα μηχάνημα για να το κάνεις να δουλέψει.

Bangalored
Να απολύεσαι γιατί η θέση σου μεταφέρθηκε στην Ινδία.

PowerPointless
Τσίλικα γραφικά και animations παρουσιάσεων, τα οποία αποσπούν την προσοχή του κοινού αντί να επεξηγούν.

Treeware
Geek-speak για οτιδήποτε είναι τυπωμένο σε χαρτί.

Turd polishing (γυάλισμα κουράδας)
Βρίσκοντας θετικά πράγματα σε μια δύσκολη κατάσταση.

Work Spasm
Η εξαιρετικά παραγωγική (αλλά συνήθως σύντομη) περίοδος εργασίας, αμέσως μετά τις διακοπές.

Ίσως η πιο ολοκληρωμένη και αβλεπί η πιο αστεία χρήση της Corporate κουλτούρας και Jargon, είναι ο Dilbert του Scott Adams.

- Τι έγινε ρε με τον χαμό προχθές;
- Τι να γίνει, το project πήγε τρίσκατα οπότε μαζεύτηκε όλη η ομάδα για ένα χέσιμο από το αφεντικό και φυσικά ένα δημιουργικό Blamestorming. Το χειρότερο ήταν ότι ήταν εκεί και ο νέος Διευθυντής Μάρκετινγκ.
- Ποιός ο Λούλης; Καλά αυτός είναι εντελώς Seagull Manager. Δεν τον βλέπω να κρατάει πάνω από 1 μήνα...

(από Desperado, 08/07/09)(από Desperado, 08/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιντερνετικός όρος.

Προέρχεται από την λατινική λέξη persona, από το «per» που σημαίνει δια (μέσου) και από το ρήμα «sonare» που σημαίνει ηχώ, με αρχική προέλευση το ετρουσκικό phersu με το ίδιο νόημα. Αντίστοιχη λέξη στα Ελληνικά προσωπείο.

Στο αρχαίο Ελληνικό θέατρο αλλά και αργότερα, οι ηθοποιοί φορούσαν αυτά τα προσωπεία όταν έδιναν παραστάσεις αποδίδοντας με αυτά τους διάφορους ρόλους. Όλοι οι ηθοποιοί να σημειώσω ήταν άνδρες. Η περσόνα δηλαδή ήταν αυτό το πρόσωπο δια μέσου του οποίου ένας ηθοποιός υποκρινόταν, μιλούσε.

Κάνοντας ένα μεγάλο άλμα στον χρόνο, φτάνουμε στην σημερινή μας εποχή, την ιντερνετική. Κάθε χρήστης στα chat rooms, στα forums αλλά και στο slang.gr, έχει το κωδικό του όνομα, τον λογαριασμό του, το άβατάρ του, κλπ, και με αυτά είναι μέλος ενός είδους κοινότητας, η οποία εξελίσσεται βάσει των δικών της σχέσεων και δυναμικών. Υιοθετώντας μια περσόνα δεν σημαίνει κατά ανάγκη ότι αυτή ανταποκρίνεται σ’ αυτό που πραγματικά είναι ο χρήστης αλλά σ’ αυτό που θέλει να προβάλει, είτε σε σχέση με τις φαντασιώσεις του, τον χαβαλέ του, ή τις ανασφάλειες του. Κάτι που να τον αντιπροσωπεύει στους άλλους, να καθρεπτίζονται πάνω του…

Αυτή η περσόνα του κάθε ενός από μας, διαμορφώνεται καθώς περνάει ο καιρός, και πολλές φορές, ίσως και από την αρχή ακόμη, η περσόνα και ο φέροντας την αρχίζουν να διαχωρίζονται, και να αποκτούν διαφορετική οντότητα. Πολλές φορές στα όρια του διπολισμού.

Οι περσόνες αυτές καμιά φορά ξεφεύγουν από τον αυστηρά διαγεγραμμένο χώρο, οθόνη, πληκτρολόγιο, δακτυλάκια, ματάκια και μυαλουδάκια και δημιουργούν τις δικές τους ζωές και θρύλους και εξελίσσονται με το πέρασμα του χρόνου. Το συμμάζεμα τους δε, είναι αρκετά δύσκολο, ενίοτε ακατόρθωτο.

Σε κάποιες περιπτώσεις, σε ένα και μόνο site, ο ίδιος ο χρήστης, μπορεί να αναπτύξει πολλές και διάφορες περσόνες, όταν η αρχική δεν τον ικανοποιεί πια με την ακούσια ανεξαρτησία της, χωρίς όμως πάντα να αποβάλλει την παλιά. Πολλαπλές περσόνες επίσης δημιουργούνται και για πιο υπόγειους λόγους όπως μπαγαποντοδοσια, πανωποντοδοσία, σπαστηριλίκι αλλά και για να την πέφτεις σε άλλους και γενικά να δημιουργείς μπάχαλα. Τα τρολ, είναι μανούλες σ’ αυτό, όπως και οι σχιζοφρενείς, οι παιδεραστές, οι έφηβοι αλλά και γενικώς άτομα που χρειάζονται αρκετή βοήθεια.

Το ιντερνέτ βρίθει από περσόνες! Σύμφωνα με μια τελευταία στατιστική μου μελέτη, αν ο πληθυσμός της γης είναι 6 δις, ή περσόνες πρέπει να είναι καμιά εκατοστάρα…

Φυσικά ο όρος περσόνα ή προσωπείο χρησιμοποιείται και εκτός ιντερνέτ από πολύ παλιά.

Όπως λεν κι οι Τρύπες : Φανέρωσε μου τη μάσκα που κρύβεις. κάτω απ' τη μάσκα που φοράς…

Για πιο πολλές πληροφορίες διάβασε και το slangossip του χαλ εδώ.

  1. έλα μωρέ τον μαλάκα, έχει φτιάξει ένα φλόρουμ και από το πρωί μέχρι το βράδυ συζητά μόνος του με τις εκατό περσόνες του. Την μία το παίζει αδερφή, την άλλη γκόμενος, την πιο άλλη πιπίνι, την άλλη χεβυμεταλλάς. Αν θέλουν να πάνε όλοι οι χρήστες του site εκδρομή, τους φτάνει να καλέσουν ένα ταξί. Αυτός ρε σε λίγο θα μας πηγαίνει σε μπάρ μόνος του, και θα την πέφτει στον εαυτό του… Πολύ jazz, μιλάμε…

  2. Χρήστης Βubis :

Persona: Σαλλλονικιός, στα δεύτερα -άντα, διαμένων στην Αθήνα με οικογενειακή καταγωγή από Πόλη, αρμένικη ρίζα, λογιστής, μεταπτυχιακό Στατιστικής, παντρεμένος με παιδιά, με δανειοδάνεια, ακούει καλή μουσική, καλό επίπεδο γνώσεων και χιούμορ.

Πραγματικότητα : Καλαματjιανός, 29 χρονών, διαμένων στην Θεσσαλονίκη με καταγωγή Απέκης, αιώνιος φοιτητής ΦΜΣ, πάντα ήθελε να τον θαυμάζουν για τα γραπτά του, καληνυχτάκιας, η πρώην γκόμενα του είναι απέ την Πόλη (και ακόμη την παρακολουθεί, όποτε μπορεί), ακόμα τον χαρτζιλικώνει ο μπαμπάς και τον μισεί γι αυτό, ακούει ραδιόφωνο για να μην είναι μόνος, έχει τρελαθεί με το ίντερνετ search, και κάνει clopy paste τα πάντα. Όσο για χιούμορ, γελάει με τον καθρέφτη.

Στην επόμενη συνάντα, μην τον βάλετε να καθίσει κοντά σε σιδερένιες καρέκλες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιστής του αισχίστου είδους, που γράφει παπαριές και παίρνει το ένα Χ μετά το άλλο.

Συχνότατα είναι νέοπαρντ και τσαμπουκαλεύεται κι από πάνω.

Πηγή: Kondr.

Όμως η εξέλιξη παρομοίων Χ-men προοιωνίζεται ευχάριστα νέα. Μερικοί μετατρέπονται σε κάβουρες, όπως ο υποφαινόμενος και ο Χότζας. Άλλοι το ρίχνουν στις εγκυκλοπαιδικές κρεψινιές, όπως ο Αυτοκτονημένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified