Further tags

Από το αγγλικό session player. Ο σεσιονάς (ενίοτε γράφεται και ως σεσσιονάς) είναι ο εξωτερικός μουσικός, ο εκτός συγκροτήματος μουσικός, ή γενικά ο επαγγελματίας ανεξάρτητος –κατά κύριο λόγο οργανοπαίκτης–, ο οποίος πληρώνεται για να συμμετάσχει στην διαδικασία ηχογράφησης ενός δίσκου. Ως session λογίζεται το χρονικό διάστημα ηχογράφησης των μερών ενός οργάνου (το οποίο συνήθως είναι προκαθορισμένο, ασχέτως με το αν πολλές φορές κρατάει περισσότερο από τον αρχικά σχεδιασμένο χρόνο). Σημειωτέον δε, πως ο σεσιονάς πληρώνεται –συνήθως– με την ώρα.

Τέλος, η εργασία του σεσιονά πολλές φορές δεν αφορά μόνο τις ηχογραφήσεις σε στούντιο, αλλά και τις ζωντανές εμφανίσεις, καθώς και τις πρόβες. Ενίοτε δε, οι σεσιονάδες μπορούν να εξελιχθούν σε μόνιμα μέλη, με ενεργό ρόλο στην πορεία μιας μπάντας.

  1. Ωραίοι οι τύποι! Μάλλον κανένας σεσιονάς θα είναι ο ντράμερ τους και τον έχουν στα ψιλά γράμματα. (Από εδώ)

  2. Σήμερα θέλω να σας μιλήσω για την «φυλή» των μουσικών. Δεν ανήκουν όλοι οι άνθρωποι που ασχολούνται με την μουσική σ’ αυτήν την φυλή. Ανήκουν οι επαγγελματίες, ή «σεσιονάδες», που η δουλειά τους είναι η μουσική. Αυτή η μυστηριώδης, γοητευτική φυλή ανθρώπων, που κοιμούνται τα πρωινά (εκτός από τους καθηγητές μουσικής, ίσως, αν και υπάρχουν και κάποιοι που τα καταφέρνουν συγχρόνως και στην μέρα και στην νύχτα, οπότε ανήκουν σίγουρα) και ξυπνούν το μεσημέρι, αράζουν και το βράδυ βγαίνουν, σαν να ήταν πρωί, και πηγαίνουν είτε σε πρόβα, είτε σε sound-check, είτε σε συναυλία, είτε σε κανένα μαγαζί για «σκάψιμο». (Από εκεί)

(από electron, 06/02/10)The Kinks - Session Man (ακριβώς αυτό) (από allivegp, 06/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων κοχόνας - ή κοχόνια (πλήρης εξελληνισμός της κατάληξης). Τα κοχόνας (cojones) είναι οι όρχεις ισπανιστί. Ως εκ τούτου, η λέξη αποτελεί δάνειο από τα Ισπανικά και χρησιμοποιείται ευρέως στην καθομιλουμένη της χώρας μας τα τελευταία χρόνια, με τη σημασία «ορχειδάτος».

Πιθανότατα εισάχθηκε κατά την περίοδο των πρώτων 2-3 ετών της τρέχουσας δεκαετίας, όταν και η κουτσή Μαρία ενεγράφετο σε παρακολουθήσεις μαθημάτων της Ισπανικής, μήπως καταφέρει ποτέ να βιώσει το αρχιτεκτονικό θαύμα της Βαρκελώνης από τις αγκάλες κάποιου καλλιτέχνη τύπου Χαβιέ Μπαρτέμ. Κοινώς, απ' όταν τα Ισπανικά γίναν τρέντι.

  1. Σέντερ μπακ κοχονάτο.

  2. Ναυαγοσώστης με κοχόνια - κοχονάτος.

  3. Επιστήμων με κοχόνια και ουχί κοχόνια επιστήμων.

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό mature, η ώριμη γυναίκα.

Καλά ρε, αυτή του γυάλισε;; Αυτός είναι νιάνιαρο ακόμη κι αυτή είναι ματούρι!!

Πούρα maduro (από Vrastaman, 11/02/10)Stefania Sandrelli: Άμα σου κάτσει, απαξίωσέ την! (από HODJAS, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού bet (=στοιχηματίζω). Μπετατζής είναι εκείνος που επιδίδεται στον στοιχηματισμό. Έγινε ευρύτερα γνωστός από την πρόσφατη ραδιοφωνική διαφήμιση γνωστής εταιρείας στοιχημάτων.

- Θα έρθει ο Νίκος το βράδυ για ποτό;
- Χλωμό το κόβω, θα περάσει όλη τη νύχτα παίζοντας πόκερ και στοιχηματίζοντας σε ματς του ΝΒΑ. Τον ξέρεις τωρα, γνωστός μπετατζής.

(από Mr. Cadmus, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος της γκαζιώτικης διαλέκτου, ο οποίος χρησιμοποιείται κυρίως από περιστασιακούς θαμώνες, οι οποίοι κατά τα άλλα συχνάζουν σε άλλες περιοχές όπως Εξάρχεια-Ψυρρή ή έχουν κατά κανόνα άλλη κοινωνική θέση και συνήθειες διασκέδασης απ' ό,τι τα άτομα με τα οποία συνυπάρχουν όταν πάνε στο Γκάζι.

Ο όρος σημαίνει «αυτός που πάει σε high σκηνικά και μέρη» και φυσικά προέρχεται από την αγγλική λέξη «high» και χρησιμοποιείται γενικά για high μέρη και καταστάσεις (πχ: πάρτυ που πήγες απρόσκλητος και πέτυχες κάποιον διάσημο, πάρτυ σε κάποιο κλαμπ πολύ κυριλέ, κυριλέ μπαρ, κλπ).

ΠΡΟΣΟΧΗ: ο όρος δεν χρησιμοποιείται για (και από) «πλούσιους» ή άτομα που έτσι κι αλλιώς θα ήταν εκ φύσεως εκεί, αλλά για άτομο «κοινό θνητό» (σαν όλους μας...), ο οποίος ψάχνει να βρει και να χωθεί περιστασιακά σε τέτοιες καταστάσεις...

Παρόμοιος ο όρος «χαΐλα», ο οποίος χρησιμοποιείται ως προσδιορισμός.

  1. - Τι λέει αρχηγέ, πάμε καμιά βόλτα κέντρο;
    - Λοιπόν κανόνισε αγόρι μου... σήμερα ή Κολωνάκι ή Γκάζι... σήμερα είμαι χαΐστας... δεν έχω όρεξη για ζόφο...

  2. Καλά, μαλάκα, χτες το πάρτυ... πολύ χαΐλα... Πήγα εκεί με χαμηλές προσδοκίες, αλλά τελικά η φάση ήταν και γαμώ... Τεράστιο σπίτι, πισίνα, και ρε μαλάκα... η κόρη αυτουνού που έκανε το πάρτυ είχε αμάξι σαν του πατέρα μαυ και ήταν μόνο 18 ρε μαλάκα... και γαμώ!

Στο 1.10. (από Khan, 27/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

For the festivals κοινώς σε ελληνική μετάφραση ισούται για τα πανηγύρια.

Τις προάλλες ήμουν στο πάρτυ μασκέ και είδα τον Στρούμφ.
Ο τύπος είναι πανηγύρι for the festivas το άτομο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντελώς μεθυσμένος, κουνουπίδι, κουρούμπελο, φέτες, και λοιπά.

Η φράση είναι βέβαια τουρκική (bir duvar benim, bir duvar senin) και σημαίνει κατά λέξη «ένας τοίχος δικός μου, ένας τοίχος δικός σου». Στην Τουρκία, λέγεται καμιά φορά και ανάποδα (bir duvar senin, bir duvar benim), αλλά το ίδιο είναι.

Αν και δεν της φαίνεται εκ πρώτης όψεως, είναι παραστατικότατη έκφραση: Έχεις δύο μπεκρήδες, τύφλα στο μεθύσι, να βγαίνουν παραπατώντας απ' το καπηλειό. Πιθανότατα δεν θυμούνται πώς πάνε σπίτι, και σίγουρα δεν βλέπουν πού πατάνε. Έτσι λοιπόν, για να μη χαθούν αφενός, και για να κρατήσουν ισορροπία και να μη φάνε τα μούτρα τους στο σοκάκι αφετέρου, πιάνει ο καθένας από 'να τοίχο - ο ένας δεξιά ο άλλος αριστερά - και πηγαίνουν. Γαμάτο;

  1. Κυριολεξία:
    - Ρε τι γαμάτα που περάσαμε, ρε Μπάμπη! Σ' αγαπάω, ρε φίλε!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω, ρε Μήτσο!
    - Πάμε να τα πιούμε και πιο κάτω, ρε Μπάμπη;
    - Δεν μπορώ ρε μαάκα Μήτσο, δεν την παλεύω λέμε, έχω πιει τον κώλο μου!
    - Ε πάμε σπίτι μου, ρε Μπάμπη, να σκάσουμε κάνα γάρο!
    - Και κατά πού είναι το σπίτι σου, ρε Μήτσο;
    - Δεν ξέρω ρε μαάκα Μπάμπη, πάμε και βλέπουμε!
    - Ρε μαάκα Μήτσο, θα πέσω κάτω ρε μαάκα, θα φάω καμιά σαβούρα!
    - Ε, μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν, κάπου θα φτάσουμε!
    - Σ' αγαπάω ρε Μήτσο! (σνιφ) Σπαθί ξηγιέσαι!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω ρε Μπάμπη! (σνιφ) Καρντάσι! (ΝΤΟΥΠ)
    (πέφτουν)

  2. Μεταφορά:
    - Φίλε, κλάσαμε στο γέλιο χτες. Βγήκαμε με τον Κώστα, κι αυτός δεν το 'χει το αλκοόλ, την ακούει με τη μία. Τον αγκαζάρει, λοιπόν, ο Πέτρος και τον πλακώνει στα σφηνάκια και στις κανάτες και τον κάνει μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν. Πήγαινε βάρκα γιαλό, γέλαγε σα μαλάκας, την έπεφτε σε ό,τι πέρναγε...
    - Και στη Σούλα;!
    - Και στη Σούλα! Και στο τέλος έφαγε μια χύμα και σωριάστηκε μες στο μαγαζί και τον πήρε ο ύπνος ρε φίλε!
    - Άντε ρε μαλάκα!
    - Ναι ρε σου λέω, πήγαμε να τον σηκώσουμε κι αυτός ροχάλιζε!
    - Τελέρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αλανιάρα γκόμενα που υπηρετεί τα τσιμπούκια και δεν ικανοποιείται η όρεξη της για πεοθηλασμό...

Βλέπε: τσογλάνι

Ποια; Η Μαρία;... Μεγάλο τσιμπούκογλαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός ψηλής και άχαρης γυναίκας (συνήθως με βυζί ταψί), της οποίας το όλο στήσιμο και παρουσιαστικό θυμίζει το γνωστό λαχανικό (βασικό συστατικό της χωριάτικης σαλάτας), ενώ το ξανθό χρώμα του μαλλιού παραπέμπει σε γυναίκα από χώρα του πρώην ανατολικού μπλοκ.

- Πρέπει να σου γνωρίσω τη φίλη μου την Τάνια.
- Ποια ρε, αυτή την αγγούροβα;

βλ. και αγγούρω ή ξυλάγγουρο, ξυλαγγούρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Στον στρατό:) ο αξιωματικός ή το στέλεχος που έχει την κακιά συνήθεια να χώνει τους φαντάρους να κάνουν αγγαρείες, δουλειές και γενικότερα διάφορα πράγματα που το απόλυτο σάπισμα στο οποίο έχουν περιέλθει οι σειρούλες λόγω της θητείας τους σε καμία περίπτωση δεν τους επιτρέπει να κάνουν με τη στοιχειώδη καλή διάθεση. Άλλωστε κατά 99% κάποια βλακεία δουλειά χωρίς νόημα, τιμητική, μισθό και ένσημα θα είναι, οπότε το προληπτικό φίδιασμα επιβάλλεται!

  1. - Πού είσαι ρε μαλάκα και σε ψάχνει ο Σειρηνάκης;
    - Πάλι δουλειές θέλει να με φορτώσει ο Χοσέ γαμώ την τύχη μου;!

  2. (στο στρατιωτικό πρατήριο Λήμνου)
    Φαντάρος: Γεια...
    Λοχίας: Καλημέρα! Για φτιάξε τα πράγματα στα ράφια και πετάξου στις αποθήκες να φέρεις χαρτοπετσέτες που τελείωσαν. Και να έχεις τον νου σου γιατί σε κάνα μισάωρο θα έρθουν τα γάλατα, να τους χτυπήσεις τιμές και να τα βάλεις στα ράφια.
    Φαντάρος (μουρμουρίζοντας): Α ρε Χοσέ, γαμώ την καλημέρα σου!!

  3. (από το διήγημα «Μεσάνυχτα στην αίθουσα επιχειρήσεων» που γράφτηκε σε στιγμές βαρεμάρας στο στρατηγείο της ΑΣΔΕΝ)
    «[...]Τότε ο Χοσέ πρόβαλε μέσα στην αίθουσα με βήμα αργό, αθόρυβο. Πλησίασε τον νεαρό με το αγνό και ανυποψίαστο πρόσωπο. Ήταν μόνοι. Ο Τέντυ ένιωσε το στιβαρό, δασύτριχο χέρι του Χοσέ να ακουμπάει τρυφερά την πλάτη του και ψέλλισε, άθελά του, ένα επιφώνημα έκπληξης. Αμέσως ντράπηκε και χαμήλωσε τα μάτια.

«Ώρα να φύγουμε κι εμείς, να ξεκουραστούμε», του είπε γλυκά ο Χοσέ. «Ας περιμένουμε πρώτα τους αντικαταστάτες μας Κύριε», αποκρίθηκε ο νέος. «Είναι διαταγή», ανταπάντησε ο Χοσέ κι ένα μεγάλο -παιδικό θα έλεγε κανείς- χαμόγελο σχηματίστηκε στο όμορφό του πρόσωπο, μα τα μάτια του πρόδιδαν μια αναντίρρητη εντολή.»

(από alamo, 02/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified