Further tags

Είναι μια παράγωγη λέξη από τον προσφιλή, σε όλους μας, χαρακτηρισμό των αντιπαθεστάτων ατόμων, δηλαδή το αρχίδι, αλλά με αυξημένη προσβλητική δράση, καθότι περιέχει κι ένα συνθετικό, το οποίο βρίσκεται επίσης κάτωθεν της οσφυϊκής χώρας.

Αντί να ταυτίζουμε δηλαδή κάποιον με τον έναν εκ των γενετησίων αδένων, του φορτώνουμε κι ένα κωλο- μπροστά και τον κατατροπώνουμε ... ή του κλάνουμε και τους δυο.

Μάλλον προέρχεται από την ιατρική ορολογία, γιατί υπάρχει ασθένεια (ελεφαντισμός), όπου τα αρχίδια διογκώνονται σε σημείο να κρέμονται κάτω από τους γλουτούς και να φαίνονται έτσι σαν ένας δεύτερος κώλος, ή να αγγίζουνε τον κώλο.

- Καλά ρε συ... σου κανε τέτοιο πράγμα;
- Αφού είναι κωλάρχιδο, τά 'παμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καληνυχτάκιας, ποτεγαμήσης, μουνοφύλαξ, bye sexual, μουνοβοσκός, χαρεμάκιας.

Με λίγα λόγια ο πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα.

Για την σλανγκικότητα του ονόματος Θόδωρος, πρβλ πτωχοθόδωρος, παστρικοθοδώρα και πολλά άλλα...

- Δέκα επικές μουνάρες τριγύρω του αλλά αν έχει γαμήσει καμία ο μουνογιάννης, εμένα να μην με λένε Θόδωρο!
- Γλώσσεψες την μπέρδα σου; Αντίστροφα έπρεπε να το πεις ρε Γιαννάκη!
- Δεν γαμείται; Τώρα το γαμήσαμε και ψόφησε.

Για περισσότερα σύνθετα σε -θόδωρος και σε άλλα κύρια ονόματα, δες σχόλια στο γυναικοθόδωρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος βιάζεται και κάνει λάθη σημαντικά, που μοιάζουν με τη μεταφορά μιας γεμάτης (ξέχειλης) καρδάρας (όπως έλεγαν κι οι αρχαίοι Έλληνες) με γάλα, που θέλει προσοχή στο περπάτημα για να μη χυθεί το γάλα και αυτός που τη μεταφέρει ψωλοπαραπατά και του φωνάζει ο άλλος «σιγά ρε θείο θα χυθεί το γάλα».

Ατάκα πρώτο-ακουσμένη από τα χειλάκια του Χαρούλη του καθαρού.

Υπάρχει και η περίπτωση που κάποιος σου πουλάει μαγκιά και τον γειώνεις λέγοντας του την ατάκα «σιγά ρε θείο θα χυθεί το γάλα». Αντί της «σιγά ρε μάνγκα μας έκανες τα μούτρα κρέας», ή «για δες, ματώνω;» και του δείχνεις το ένα άκρο των χειλιών σου, εννοώντας «τσιμπάω;»: μια και δεν τσιμπάς το δόλωμα δεν έχεις και αίμα στα χειλάκια σου.

Επίσης, τραβάς και μια ροχάλα μεγέθους ταλίρου κρητικής πολιτείας λέγοντας του... «φτου ρε και κολύμπα». Αν σε φτύσει κατάμουτρα και σου πει «φτου ρε και σε πιτσιλάω» κάνε την αλάργα διότι είναι μαγκάκος πονηρός.

-Θα τον σκοτώσω τον παλιοπούστη, θα κλείσω συμβόλαιο θανάτου... Αλλά όχι, είναι ακριβό... Να τι θα κάνω, θα στείλω 5 παλικαράκια να τον κάνουν τόπι στο ξύλο!
-Σιγά ρε θείο θα χυθεί το γάλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το είχα διαβάσει στο Nitro προ 15 ετίας σε άρθρο με σλανγκιές.

Βάμβακας είναι το τελειωμένο πρεζόνι, που έχει φτάσει να σουτάρει τα υπολείμματα της ηρωίνης που βρίσκονται σε βαμβάκια από προηγούμενες χρήσεις του (ή και χρήσεις άλλων, οπότε μιλάμε για πραγματικά τελειωμένη φάση). Σκληρό μεν, αλλά σλάνγκ.

- Πω ρε φίλε, κοίτα τον βάμβακα πώς έχει γύρει! Θα φάει τα μούτρα του!
- Δεν παίζει! Μπορεί να κάνει «καθίσματα» για δύο μέρες συνεχόμενα, αλλά δεν πρόκειται να πέσει - στο τσακ πάντοτε το σώνει!

(σ.σ. μεγάλη αλήθεια, προερχόμενη απ' την παρατήρηση)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φυλή χαζοχαρούμενων και εντελώς κενών περιεχομένου όντων, των οποίων το λουσάτο «lifestyle» οφείλεται στον υπερδανεισμό ή / και την υποκατανάλωση των επίσης χαμένων στο διάστημα γονέων τους. Επικοινωνούν με SMS, Twitter και άναρθρες κραυγές. Οι δημοσιοκάφροι τους θέλουν να βρίσκονται σε αντάρτικο πόλεων με τους κατατονικούς emo.

Η Ελληνική ποικιλία αποτελεί κοινωνιολογική καρκινογένεση του Κωστοπούλειου «ΚΛΙΚ», την άλλη δηλαδή πλευρά του ΠΑΣΟΚικού νομίσματος πού έφερε την μουτσούνα του Τσοβόλα και που τόσα κενοτόμα επέφερε στον κοινωνικό ιστό.

Εκ του αγγλικού trendy, του οποίου το έτυμο σημαίνει «σπεύδω ή σκύβω προς κάποια κατεύθυνση».

Γνωστοί και ως τρέντουλα.

Assist: Kitty Darling

- Οι διαμάχες ξεκίνησαν όταν ένας Trendy έκοψε τη φράντζα μιας Emo. Η κοπέλα –μη αντέχοντας την ατίμωση- κλείστηκε στο σπίτι της και δεν έτρωγε το φαΐ της, με αποτέλεσμα να χάσει 15 κιλά, αλλά θα πρέπει να χάσει άλλα 10 ακόμα γιατί ήταν θεόχοντρη.
(από εδώ)

Ας το ακούσουμε μέχρι να απαγορευθεί από το νόμο Καστανίδη. (από Khan, 17/03/11)(από σφυρίζων, 05/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που τα... καταπίνει όλα!!! Και «στεγνώνει» τον πούτσο τελείως!!!
Αυτή που «μαζεύει» τα χύσια... (Ρουφάει τα πάντα...).

- Τι έγινε ρε συ με την Λόλα τελικά; (που σημειωτέον τα κάνει... ΟΛΑ!!!!)
- Ασε ρε μαλάκα η ψωλοχυσομαζώστρα μιλάμε μου άδειασε τα αρχίδια ... τα ρούφηξε όλα... με πέθανε... Μου στράγγιξε το μεδούλι από την σπονδυλική στήλη... Τα 'παιξα!!! Την καριόλα!!! Δεν μου έχουν ξανακάνει τέτοια πίπα...!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομιλούμε μεταφορικά, εννοείται.

Μεταφορικά, λοιπόν, ο πορδορούφας είναι ο τέλειος κόλακας, ο μαιτρ γλειψιματίας - ή, ο απόλυτος φαν. Δεν έχει σημασία ότι το αφεντικό (ή το ίνδαλμα) δεν μιλάει, κλάνει, δεν έχει σημασία τι μπόχα αναδύεται - ο τύπος είναι εκεί, μισό μέτρο απ' τον κρυωμένο κώλο που τις αμολάει και ρουφάει τα πάντα - προσκυνώ την πορδούλα σου, πρόεδρε! Και δεν μιλάμε για πορδούλες ευαίσθητες, μιλάμε για κατά ρυπάς κλανίδια ή για γιουσούφια βρωμερά και τρισάθλια.

Πρώτος ξάδερφος του ρουφοκλάνη και τακίμι του κωλογλείφτη.

Τη λέξη την συνάντησα πρώτη φορά, φορ ρήαλ, ως παρατσούκλι σε χωριά - ο τάδε ο πορδορούφας.

- Ρε μαλάκα, δεν πάει αυτό το πράμα ... μας φλόμωσε ο άλλος στην παπαριά κι ο δικός σου ο πορδορούφας αντί ν' αφήσει κάνα χριστιανό να μιλήσει ... «μάλιστα, έχετε δίκιο, δεν το είχαμε σκεφτεί αυτό» και «παιδιά, έτσι όπως τα λέει ο κύριος περιφερειακός είναι» και κολοκύθια τούμπανα ... άι σιχτίρ δηλαδή ...

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόσωπο τίγκα στα καυλόσπυρα. Ο φέρων τα καυλόσπυρα είναι ο «πίτσας».

Πίτσα, διότι η μάπα του σπυριάρη σχηματίζει ένα πολύχρωμο μωσαϊκό όπου κυριαρχούν οι ρόδινες, υπόλευκες και υποκίτρινες αποχρώσεις (μαζί με ορισμένες πινελιές μαύρου, αν ο τύπος είναι αξύριστος ή η τύπισσα είναι γάτα μουστακάτη).

Πίτσα, διότι το εν λόγω ψηφιδωτό φέρει επιπλέον, πολλαπλά ανάγλυφα κοσμήματα: καντήλες, βυζιά, καρούμπαλα, κέρατα και λοιπά διακοσμητικά μοτίβα.

Πίτσα, διότι το εν λόγω γεωλογικό ανάγλυφο περιλαμβάνει και ενεργά ηφαίστεια, που ξερνούν κάθε τόσο απολαυστικά λιπαρά ζουμιά.

Εδώ στο Ελλάντα πρέπει να το ξεσηκώσαμε από τα αμερικλάνικα, και πιο συγκεκριμένα απο τις θρυλικές και καλτιάρικες πλέον «νεανικές/κολεγιακές» ταινίες της δεκαετίας του '80 (Εκδίκηση των Νερντς κλπ), όπου έπαιζαν πολύ προσφωνήσεις-καζούρες του τύπου: «who's talking to you, pizza face;»

Κατά διαβολικό τρόπο, ο πίτσας συμβαίνει συχνά να είναι και γυαλαμπούκας, να φοράει ατσάλι στα δόντια και να είναι και παραγωγός χλωροφύλλης (δλδ φυτούκλα). Οι ωραίοι και γαμιστεροί και μαγκιόροι του σχολείου τον κάνουν τσιμπούκι, έτσι για να γουσταρίζουν and life goes on..

- Φίλε σκέφτομαι στο σχόλασμα να πω στη Μαρία να γυρίσουμε μαζί.. Μ' αρέσει και νομίζω πως έχω ελπίδα να κάνω κάτι..
- Τι ελπίδες βρε όρνιο μου λες; Έχεις κοιταχτεί ποτέ στον καθρέφτη να δεις τη μάπα σου που είναι σαν πίτσα πεπερόνι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βυζί ή βυζούνι, ή, επίσης, η κύστη κόκκυγα.

Η έκφραση αποτελεί συνήθως κατάρα ή / και χαρακτηρισμό κάποιου που μας σπάει τ' αρχίδια, που μας γίνεται τσιμπούρι, βδέλλα, κεχαγιάς στ' αρχίδια μας κλπ.

Παραπέμπει δε -πιθανόν- και στο αγγλικό pain in the ass, που λέγεται για τον ενοχλητικό τύπο (έκφραση που περιγράφει μεταξύ άλλων και τις αιμορροΐδες).

  1. - Είδες που στά 'λεγα;
    - Μπα που να βγάλεις κακό σπυρί στον κώλο σου μαλάκα, γρουσούζη, τι ήθελες και το μελέταγες;...

  2. Τι θα γίνει πια με αυτόν τον Στράτο; Κακό σπυρί στον κώλο μου έχει γίνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλο σκουλήκι, να σαν άντερο ένα πράμα!

Επίσης άτομο που ξηγιέται σκουληκιάρικα, μπαμπέσικα, άτιμα.

Στα ποδοσφαιρικά, ο πολύ φανατικός οπαδός του Άρεως Θεσσαλονίκης.

- Ρε σκουληκαντέρα, πάλι με κάρφωσες στο Λίλιαν ότι βγήκα ψες με την Αφροξυλάνθη… - …
- Καλά ρε κάπταιν Μάλαξ, ποιο είναι το πρόβλημα σου; Μήπως γουστάρεις το Λίλιαν και θέλεις να μας κάνεις να φάμε τα μουστάκια μας; - …
- Γιατί με κλείνεις το μάτι ρε συ Πέρι; Mήπως τον απλώνεις τον τραχανά;

(από BuBis, 27/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified